
«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα του Άκη Παπαντώνη.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
«Ξύπνησα με μια κηλίδα αίμα
πάνω από το μάτι μου. Μια γρατζουνιά
στη μέση του μετώπου μου.
Μα εγώ κοιμάμαι μόνος αυτόν τον καιρό.
Για ποιο λόγο θα σήκωνε κάποιος χέρι
στον εαυτό του, έστω και στον ύπνο;»
Raymond Carver, «Η γρατζουνιά»
1.
Έχεις δει τον πατέρα σου να χτυπάει τη μάνα σου (επειδή το φαγητό ήταν κρύο). Τον έχεις δει να χτυπάει την αδερφή σου (επειδή –έφηβη ακόμα– την έπιασε να φιλιέται με μια τουρίστρια στην παραλία πιο κάτω απ’ τα ενοικιαζόμενα που είχατε). Δεν χρειάστηκε να δεις πως το ότι της γύρισε την πλάτη όταν είπε πως χωρίζει τον Θάνο, «γιατί δεν αντέχει το ψέμα», την πόνεσε πιο πολύ.
2.
—Τι κάνει ένας χρυσαυγίτης σε φεστιβάλ κουήρ ποίησης; τον ρώτησες κι ας είχες διακόσιους παλμούς.
3.
Στη μέσα μεριά από την πόρτα στις τουαλέτες του Γυμνασίου που πηγαίνατε (πριν ακόμα χωρίσουν οι δικοί σου και μετακομίσετε με τη μάνα σου στο πατρικό της) έγραφε: η Ελένη του Β2 κάνει πίπες, τηλ. 6977… απλή συνωνυμία, αφού εσύ ήσουν πάντα ανυπάκουη στον καρυότυπο σου.
4.
Σε μια κόλλα χαρτί, στο συρτάρι, σκόρπιες λέξεις που προσπάθησες να σβήσεις.
συνθήματα ακούγονται
δακρυγόνα πέφτουν κι όμως
φώτα ανάβουν όταν δεν το περιμένεις
γονατιστός
στο μωσαϊκό μπροστά μου
όλο μου ρουφάς το δηλητήριο
τουλάχιστον είμαστε
εδώ και
τώρα το γνωρίζουμε έτσι
δεν είναι;
5.
Σε περιμένει γυμνός στο άνοιγμα της πόρτας· για όσο αντέχεις σε αφήνει να παριστάνεις τον εραστή. Ανάβει ύστερα τσιγάρο, σου το προτείνει. Ούτε που τ’ αγγίζεις. Και κάθε φορά που σηκώνεται να πάει στο μπάνιο και μένεις μόνος στο δωμάτιο –ταπετσαρία από κάτω ως πάνω και μια γυμνή λάμπα που κρέμεται απ’ το ταβάνι– αναρωτιέσαι τι σου βρίσκει. Και γιατί πάντα τόσο αργά τη νύχτα.
6.
«Ρε μαλάκα, δεν υπάρχουν δυο άνθρωποι που να ’ναι ίδιοι», μας λέει η Μαρίνα μασουλώντας την άκρη απ’ το τσιγάρο της (που έχει, για τρίτη φορά φέτος, κόψει), με το κεφάλι στη σκιά και το σώμα της στον ήλιο. Πρώτη απ’ όλους χωρισμένη η ίδια στα δύο.
7.
Εγώ θα φαντάζομαι –με ή χωρίς την άδειά σου–
το σώμα σου τεντωμένη χορδή
τα χέρια σου σφιγμένα γροθιά
ν’ αφήνουν στα πάντα ίχνη.
8.
Για χρόνια τα βράδια πλάγιαζες νωρίς. Τις περισσότερες φορές, με το που έσβηνε το φως, βυθιζόσουν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινες καν να καταλάβεις πως σε παίρνει ο ύπνος. Μα τώρα αδύνατο να κλείσεις μάτι. Καπνίζεις ένα από τα άφιλτρα τσιγάρα που έκανες τράκα από τη σπιτονοικοκυρά σου. Στον καθρέφτη του υπνοδωματίου έχεις στερεώσει μια πολαρόιντ – το μόνο πράγμα που έχεις και σου θυμίζει την Ελλάδα. Στο περιθώριο γράφει: Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 1986, Χριστούγεννα στο Μινιόν, παρά μια μέρα πέντε ετών, στην αγκαλιά ενός ροδαλού Άι-Βασίλη. Πώς και δεν πρόσεξε κανείς την πελώρια στύση του άγιου;
9.
[…] ξυπόλυτη όπως πάντα τα καλοκαίρια, να καταβρέχεις την αυλή· κρατώντας στο ένα χέρι το λάστιχο και στο άλλο την άκρη από το φόρεμά σου να μην βραχεί. Κι εμείς, πίσω από τα στόρια, να δαγκώνουμε τα χείλη, να κρατιόμαστε απ’ το χέρι.
10.
Το προφίλ μου στο Twitter: Δήθεν φιλόσοφ@, σίγουρα ευτυχ@. Δυο γονείς σε ένα. Επιτέλους, το/του.
11.
Το μετρό σταματάει 200 μέτρα πριν από τον σταθμό. Σκοτάδι. Το μοναδικό φως του βαγονιού αναμμένο. Από τα ακουστικά του διπλανού μου ακούγεται μουσική, κανείς δεν μιλάει. Βγάζω το κινητό από την τσέπη, κοιτάζω ξανά το μήνυμα που μου είχες στείλει: Φτάνεις; Δωμάτιο 113.
Τι κι αν χάιδευα μέχρι αργά τις ραγάδες στο δέρμα σου, έπρεπε να φύγεις, «γιατί… ξέρεις τώρα. Έχουμε πει».
Το πρόστιμο, αν ανάψεις τσιγάρο στο βαγόνι, είναι 400 ευρώ, γράφει η πινακίδα πάνω απ’ το κεφάλι μου.
12.
Μεσημέρι, η γειτονιά ληθαργική στην αγκαλιά του καύσωνα. Κι εμείς μαλώνουμε χαμηλόφωνα για το τελευταίο παγωτό στην κατάψυξη.
«Θα παλέψουμε», μου ψιθυρίζεις.
«Δεν πάει. Θα κερδίσεις», σου ψιθυρίζω.
«Δεν είσαι πια μωρό», απαντάς και παίρνεις θέση απέναντί μου με τα χέρια ανοιχτά.
Κυλιόμαστε στο μωσαϊκό, γυμνοί από τη μέση και πάνω και ξυπόλητοι. Σε μια στιγμή σε ρίχνω κάτω, ανάσκελα. Πηδάω πάνω σου. Έχω τα γόνατά μου στα πλευρά σου, με τα δυο μου χέρια κρατάω ακίνητα τα δικά σου.
«Παραδίνεσαι;»
«Άσε με».
«Κέρδισα, πες το».
«Κέρδισες», ψιθυρίζεις και, με μια κίνηση, με πετάς πίσω και κάθεσαι στο στήθος μου. Δεν χρειάζεσαι δυο χέρια για να κρατήσεις τα δικά μου ακίνητα. Τεντώνεις δείχτη και μέσο του ελεύθερου χεριού του, κεντράρεις ανάμεσα στα μάτια μου.
«Μπαμ. Τέλος. Πέθανες», ψιθυρίζεις. «Δικό μου το παγωτό».
Σηκωνόμαστε, βγαίνω στην αυλή. Με ακολουθείς με το παγωτό στο χέρι.
«Δεν ήθελα παγωτό ρε», λες και μου το βάζεις στο χέρι.
13.
«Bleib ruhig», σου λέει με το κεφάλι στο μαξιλάρι και την πλάτη γυρισμένη. Και στο δωμάτιο απλώνεται τέτοια ησυχία, λες και πέφτει χιόνι μέσα στους τέσσερις τοίχους. Μιλούσατε πάντοτε άλλη γλώσσα;
14.
Αν βουτήξω το κεφάλι μου στο νερό, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα, βουβαίνονται οι φωνές και τα γέλια όλων όσων κάθονται με τα καλά τους κι ένα ποτήρι στο χέρι γύρω από την πισίνα.
15.
[…] το βράδυ, στο παιδικό μας δωμάτιο, απλώνει μπροστά του όλα τα τεύχη «Τζι Άι Τζο». Οι κακοί της οργάνωσης Κόμπρα απειλούν να καταστρέψουν τον κόσμο μα ο Φλιντ, ο Ντιούκ και οι υπόλοιποι –όπως κάθε φορά– τους σταματάνε. Δεν αργεί να βρει το τεύχος που έψαχνε: στην πρώτη σελίδα ο κοκκινομάλλης πιλότος, ο Έης, δίπλα στο μαχητικό του, με δύο γυαλιστερές μεταλλικές ταυτότητες να κρέμονται μπροστά από το ακάλυπτο στέρνο του.
16.
Προσπαθώ, μου λες, να βρω την ουσία στα πάντα:
στα κορίτσια,
στα αγόρια,
στα φιλιά,
στα λάθη.
Αν επιμείνω, συνεχίζεις, θα μπορέσω λες να βρω τι απομένει;
Ένα ζευγάρι παγωμένα χείλια
σμίγει πρώτα τρομαγμένα
με ένα άλλο ζευγάρι.
Ύστερα όλο αναστάτωση.
Και λοιπόν; Δεν βρίσκω πουθενά διαφορά.
Μόνο μια τόση δα πίκρα.
17.
Υ.Γ. (της ιστορίας των τριών μας, σου λέω):
Τα ονόματα Κάιν, Άβελ και Σηθ στα εβραϊκά σημαίνουν «απόκτημα» αλλά και «λόγχη», «εκπνοή» αλλά και «θλίψη», «ιστάμενος» αλλά και «εκλεκτός», αντίστοιχα. Βάφτισε μας τώρα.
18.
Τηλεγράφημα: Δεν υπάρχει αρκετή δύναμη στη μνήμη –στοπ– να εξωραΐσει τις ιστορίες σου –στοπ– κάθε φορά η αφήγηση –στοπ– συνοδεύεται από σπασμούς –στοπ– σε προτιμώ κρυμμένο πίσω από τα μάλλινα τους χειμώνες –στοπ– παρά με το σημάδι που αφήνει το μαγιό τον Αύγουστο –στοπ– μη μου ξαναστείλεις.
19.
Από το ραδιόφωνο ακούγεται: για χατίρι σου ξημερώνει, βγαίνει η Πούλια, βγαίνει ο Αυγερινός... Ζητάς κονιάκ, κλείνεις μια στιγμή τα μάτια. Λίγο πριν κλείσεις τα πενήντα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο αστόλιστο στο σαλόνι.
«Ήσυχα είστε», λες στον σερβιτόρο καθώς ακουμπάει το ποτήρι μπροστά του, «ωραία είναι».
Ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από τις πολυκατοικίες.
«Πάντα χρειάζεται συντροφιά», απαντά εκείνος κοιτάζοντας έξω από την τζαμαρία. «Ακόμα και τον τάφο σου μπορείς να σκάψεις μόνος. Μα πρέπει κάποιος να σε ρίξει μέσα και να σε σκεπάσει με χώμα. Κάποιος που να ξέρεις καλά τ’ όνομά του, έτσι δεν είναι;»
Λίγο πριν από τα πενήντα κι ακόμα σου έρχονται κλάματα με την πρώτη γουλιά αλκοόλ.
20.
Υπάρχει άνθρωπος που να μην ονειρεύεται μια θάλασσα στην πίσω αυλή, μια ομπρέλα καρφωμένη στο ζεματιστό μωσαϊκό – και χέρια με τα δάχτυλα μπλεγμένα;
*Ο ΑΚΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ είναι καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Göttingen· γράφει και μεταφράζει λογοτεχνία. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή bildungsroman (εκδ. Κίχλη).