«Πειράζοντας» λίγο το περίφημο «Je est un autre» [«Εγώ είναι ένας άλλος»] του Αρτίρ Ρεμπό, λέμε: «Εγώ είναι ένα άλλ@». Ζητήσαμε από σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς ιστορίες για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ιστορίες ισότητας και αποδοχής, δεύτερων και τρίτων ευκαιριών στην αγάπη, αλλά και ιστορίες για τη στοχοποίηση του διαφορετικού ή της ελεύθερης έκφρασης. Σήμερα το διήγημα της Ευγενίας Μπογιάνου.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η Δήμητρα άνοιξε την πόρτα, έφυγε. Βγήκε στον κήπο, το φως του μεσημεριού την διέσχισε καθέτως από πάνω προς τα κάτω, μέσα της απλώθηκε η σιωπή. Αυτή η ίδια σιωπή την οποία κουβαλούσε πάντα μαζί της. Αυτή η σιωπή, αυτή και η σιωπή. Αχώριστη φίλη της η σιωπή. Τη γνώριζε καλά. Όταν ήταν έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μάνας της, από τότε ακόμα, είχε καταλάβει πως κάτι δεν ήταν όπως έπρεπε. Κολυμπούσε μέσα στο υγρό και τόνοι σιωπής απλώνονταν γύρω της. Όταν βγήκε στον αέρα δεν άκουσε κανέναν ήχο. Είδε όμως, είδε και κατάλαβε πολλά. Το κοχλιακό εμφύτευμα ήρθε λίγο καιρό μετά.
Μαζί με την περιφρόνηση στο βλέμμα του.
Και ακόμη πιο μετά ήρθε το λίπος. Τα κιλά συσσωρεύονταν πάνω στο κορμί της. Τόσο που, καμιά φορά, νόμιζε πως θα σπάσει ο σκελετός της. Η ρωγμή τη διέσχιζε καθέτως από πάνω προς τα κάτω. Όσο πνιγόταν μέσα στο λίπος, και μέσα στη σιωπή, τόσο η περιφρόνηση στο βλέμμα του μεγάλωνε. Δεν μιλούσε, ούτε διαμαρτυρίες, ούτε αποδοκιμασίες, ούτε τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να μην την κοιτάζει. Αυτό αρκούσε.
Όταν την είδε αγκαλιά με τη Μελίνα, να βάζει το πρόσωπό της μέσα στο στήθος της, να το φιλάει, να πιπιλάει τις θηλές της, να τις γλείφει, να τις γεύεται, έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Άκουσε την πνιχτή κραυγή του ακόμη κι αυτή, με τη μισή ελαττωματική κοχλιακή ακοή της. Η ηδονή τη διέσχισε καθέτως από πάνω προς τα κάτω. Τον ανάγκασε να την κοιτάξει, αυτό ήταν αρκετό. Εκείνος μάσησε την κραυγή του, έφτυσε στο χώμα, έκανε μεταβολή, απομακρύνθηκε. Τον έβλεπε, ψηλός, ισχνός, ανήθικος, μέχρι που χάθηκε. Έβλεπε το δίκιο του να τον ακουλουθεί από πίσω. Έτρεχε να τον προλάβει, σκόνταφτε, έπεφτε, σηκωνόταν πάλι. Έβλεπε τις βεβαιότητες του να τον ακολουθούν κι αυτές. Πόσες πολλές αυτάρεσκες βεβαιότητες, σκέφτηκε. Μετά, έσκυψε, μύρισε το δέρμα της Μελίνας, βυθίστηκε στην ηδονή, στη δική της μοναδική βεβαιότητα.
Το δωρικό, διαφορετικό, διεστραμμένο Δ. του ονόματός της ήταν πιο σίγουρο από ποτέ. Αυτός ήταν ο δρόμος που έψαχνε. Ο δικός της δρόμος. Όλα τα ματαιωμένα νεύματα, όλα τα βλέμματα που την περιφρόνησαν, όλα τα χείλη που σφίχτηκαν και δεν της είπαν καλημέρα, όλη η δυσαρέσκεια που καθόταν μαζί της στο τραπέζι, που έτρωγε πρωινό μαζί της και της έκλεβε τις μπουκιές μέσα από το στόμα, που μασούσε τις μπουκιές της και μετά τις έφτυνε μπροστά της, όλα αυτά, μαζί και τα άλλα τα ανείπωτα, τώρα συναινούσαν σε μια μοναδική διαπίστωση: ο δρόμος ήταν αυτός και ήταν ο δικός της.
Την άλλη μέρα η περιφρόνηση από το βλέμμα του είχε φύγει. Κάτι άλλο αντικατέστησε την περιφρόνηση. Η συντριβή. Το δικό της πληθωρικό ερωτευμένο ηδονικό κορμί, ήταν η δική του συντριβή.
Αυτό ήταν. Το κορμί της ήταν η δική του ελαττωματική συνέχεια.
Η Δήμητρα τον είδε έτσι μικρό, πιο μικρό από ποτέ, μα δεν τον λυπήθηκε. Πήγε κοντά του, πήρε τη συντριβή του, την κράτησε γερά από τη λαβή, μαχαίρι η συντριβή μέσα στα χέρια της, τον διέσχισε καθέτως από πάνω μέχρι κάτω έως τις άκρες των δαχτύλων του. Όπου έβρισκε αντίσταση έμπηγε πιο βαθιά τη συντριβή. Έτσι συνέχισε.
*Η ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ είναι συγγραφέας και κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα Αυγή. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Αυτές» (εκδ. Πόλις).