Το φως από τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που αναβόσβηναν ράθυμα στο εσωτερικό της βιτρίνας του καταστήματος πώλησης γυναικείων υποδημάτων αντανακλόνταν απαλά στη γυαλιστερή επιφάνεια του εμπορεύματος, προσελκύοντας (όπως οι φάροι τα πλοία) τα βλέμματα των κυριών οι οποίες αναζητούσαν ένα ζευγάρι παπούτσια για μια περίσταση ξεχωριστή – τόσο ξεχωριστή και πολλά υποσχόμενη που θα έκανε την υψηλή τους τιμή να μοιάζει λιγότερο υπερβολική.
Του Αχιλλέα ΙΙΙ
Τοποθετημένες στην κορυφή ενός κυλινδρικού βάθρου με βελούδινη επένδυση, στο κέντρο της βιτρίνας, δύο κομψές ψηλοτάκουνες γόβες κόκκινου χρώματος παρακολουθούσαν τους ανθρώπους να ανεβοκατεβαίνουν τον μεγάλο εμπορικό δρόμο, φορτωμένοι τσάντες με ψώνια για τις επικείμενες ημέρες των εορτών, όσο εκείνες συζητούσαν χαμηλόφωνα, σε μια συχνότητα που συνήθως δεν γίνεται αντιληπτή από το ανθρώπινο αυτί.
«Κοίτα πώς μας ζαχαρώνει αυτή η ψηλή με την εμπριμέ εσάρπα και το παλιομοδίτικο παλτό. Ελπίζω να μην το σκέφτεται σοβαρά να μας πάρει. Καθόλου, μα καθόλου, δεν θα ήθελα να μπλέξουμε μαζί της. Ω, Θεέ μου, δες τα μαλλιά της…»
«Ηρέμησε, απλώς κοιτάζει. Έχει ήδη παπούτσια για τις γιορτές. Τα αποκαλεί «τα καλά μου» και είναι το ίδιο ζευγάρι που φοράει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια· αν, δηλαδή, τύχει και την καλέσουν σε κάποια γιορτή. Συνήθως δεν την καλούν πουθενά και, επειδή το ξέρει, προτιμάει να επενδύσει τα λίγα χρήματα που της περισσεύουν αγοράζοντας ένα μπουκάλι καλό κρασί, από το οποίο θα μπορεί να πίνει μισό ποτηράκι κάθε βράδυ μέχρι εκείνο να αδειάσει, με μοναδική παρέα στο σπίτι τις δυο της γάτες. Η μια από αυτές, η μονόφθαλμη, που τη φωνάζει Μοργκάνα και την αγαπάει περισσότερο, θα της αφήσει χρόνους τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Εξαιτίας της θα κλάψει και θα επιτρέψει στον εαυτό της να τελειώσει το πολύτιμο κρασί της νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε».
«Εσύ και η ενόρασή σου...»
«Δεν φταίω εγώ. Είναι παράξενο, το ξέρω, αλλά όταν κοιτάζω κάποιον άνθρωπο διαβάζω τις σκέψεις του και μπροστά από τα μάτια μου περνάνε σκηνές από το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του. Βλέπεις, ας πούμε, στη γωνία εκείνο το αγοράκι με το ακορντεόν που παίζει τα κάλαντα ξανά και ξανά, από το πρωί μέχρι το βράδυ, περιμένοντας να του ρίξουν κανένα κέρμα στο ποτηράκι που έχει αφημένο μπροστά του; Για τα περισσότερα από τα παιδιά εκείνων που το προσπερνούν τα Χριστούγεννα σημαίνουν όμορφα τυλιγμένα πακέτα κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, ευχές που πραγματοποιούνται, μελομακάρονα, σοκολάτες, μυρωδιά ψητού από την κουζίνα, παιχνίδια απλωμένα στο χαλί και γονείς που κάθονται σε πολυθρόνες και χαζεύουν στο κινητό τους προσπαθώντας να χωνέψουν. Για εκείνο, ωστόσο, τα Χριστούγεννα είναι μια σιχαμένη σειρά από νότες, μια μελωδία που επαναλαμβάνεται ασταμάτητα, παιγμένη από δάκτυλα που κινούνται ασυναίσθητα σε προκαθορισμένη διαδρομή πάνω στα παγωμένα πλήκτρα του ακορντεόν· είναι ταχέως κινούμενα πόδια περαστικών, τσάντες με ψώνια και, μια στο τόσο, ο ήχος από κάποιο νόμισμα που πέφτει στο βρόμικο κυπελλάκι του. Απόψε το βράδυ θα ονειρευτεί ότι από το ακορντεόν του ξετυλίγεται μια παράξενη μουσική που αναγκάζει τους άλλους να τον ακολουθήσουν και να κάνουν ό,τι τους λέει. Προχωρώντας μπροστά, όπως ο αυλητής του Χάμελιν, θα πάρει μαζί του έξω από την πόλη όλους εκείνους που τόσο τον καιρό τον κοιτάζουν απαξιωτικά και θα τους οδηγήσει υπνωτισμένους στην παράγκα όπου μένει και μετά λίγο πιο πέρα, ως τη χωματερή. Με τα δάκτυλά του να χορεύουν στα ασπρόμαυρα μονοπάτια του ακορντεόν του, θα τους δώσει εντολή να γεμίσουν τις αγκαλιές τους με υλικά από εκείνα που ο ίδιος και η οικογένειά του μαζεύουν σκαλίζοντας καθημερινά τους λόφους με τα σκουπίδια για να κερδίζουν λίγα χρήματα. Και όταν όλοι αυτοί θα στέκονται σε έναν κύκλο φορτωμένοι με ποτισμένα από την υγρασία χαρτόνια, με σκουριασμένα παλιοσίδερα και με τενεκεδάκια αλουμινίου, το αγόρι θα σταματήσει να παίζει τη μουσική του. Τότε εκείνοι ξαφνικά θα συνέλθουν από τα μάγια και θα προσπαθήσουν μάταια να καταλάβουν για ποιον λόγο βρίσκονται εκεί – όπως ακριβώς αναρωτιέται και εκείνο όποτε αγωνίζεται να εξηγήσει στον εαυτό του πού οφείλεται η σκληρή του μοίρα και γιατί μένει εκεί κοντά σε έναν σκουπιδότοπο και όχι σε κάποιο ωραίο σπίτι με κήπο, όπως αυτά που έχει ακούσει ή έχει δει στην τηλεόραση ότι υπάρχουν».
«Μα πού τα σκαρφίζεσαι όλα αυτά, ήθελα να ’ξερα...»
«Τίποτα δεν σκαρφίζομαι, σου το έχω εξηγήσει. Εκείνον εκεί τον άνδρα που περιφέρεται παραπατώντας ανάμεσα στο πλήθος τον βλέπεις; Είναι τοξικομανής, παραζαλισμένος από την πιο πρόσφατη χρήση που έκανε. Έχει ήδη αρχίσει να αισθάνεται στο σώμα του εκείνους τους αφόρητους πόνους από τη στέρηση, οι οποίοι θα τον οδηγήσουν να αναζητήσει το εισιτήριο για το επόμενό του ταξίδι, αδιαφορώντας για το ότι μπορεί να είναι το τελευταίο του. Καθώς το βλέμμα του διατρέχει τα ανθρώπινα πρόσωπα γύρω του προσπαθώντας να εκτιμήσει από ποιους έχει νόημα να προσπαθήσει να ζητήσει χρήματα, αφαιρείται κάθε τόσο, χάνει τον βηματισμό του, μπερδεύεται και νομίζει ότι είναι και πάλι παιδί και ότι τον έχει πάρει η μητέρα του μαζί της στα ψώνια στα μαγαζιά, όπως όταν ήταν μικρός. Για αυτόν τον λόγο το δεξί του χέρι τινάζεται και μοιάζει σαν να ψάχνει να βρει κάτι να κρατηθεί και να μη χαθεί μέσα στον κόσμο που έρχεται από κάθε κατεύθυνση. Οι πιθανότητες να τα καταφέρει είναι ελάχιστες –δεν χρειάζεται να διαθέτεις κανένα ξεχωριστό χάρισμα, όπως το δικό μου, για να το αντιληφθείς–, εκείνος όμως συνεχίζει να προσπαθεί και σε κάθε αποτυχία βυθίζεται ακόμη περισσότερο σε ένα σκοτεινό πηγάδι με γλιστερά τοιχώματα».
«Τι να σου πω, μας έφτιαξες τη διάθεση πάλι... Το έχεις καταλάβει ότι όποτε αρχίζεις τα δικά σου οι άλλοι τριγύρω μάς κοιτάζουν περίεργα; Μόνο εκείνο το ζευγάρι τα σκαρπίνια δείχνει να χαίρεται όταν σε ακούει και, πραγματικά, δεν έχω καταλάβει τον λόγο».
«Ίσως να πλήττουν και εκείνα εδώ μέσα ή ίσως να αισθάνονται όπως αυτή η γυναίκα που πουλάει κάστανα στη γωνία απέναντί μας. Την έχεις παρατηρήσει; Κάθεται όλη μέρα πίσω από τη θερμή της εστία και περιμένει να την πλησιάσει κάποιος πελάτης. Οι άνθρωποι περνούν μπροστά από τα μάτια της σαν κινούμενες σκιές. Δεν εστιάζει σε κανενός τα χαρακτηριστικά. Όλοι μοιάζουν στα μάτια της τόσο όμοιοι μεταξύ τους όσο όμοια είναι τα κύματα που πλησιάζουν μια ερημική ακτή και μετά απομακρύνονται, παγιδευμένα και αυτά στη δική τους μονότονη χορογραφία. Και εκείνη, με τη φουφού της αναμμένη, αφημένη στη μοίρα της, παραμένει στο ίδιο σημείο, σαν ένα απλό βότσαλο, ένα ασήμαντο σταθερό στοιχείο του σκηνικού, και λίγο λίγο, αδιόρατα, φθείρεται από το ασταμάτητο πηγαινέλα. Το στρόγγυλο πρόσωπό της δεν έχει καμία έκφραση, ενώ τα λεπτά της χείλη μοιάζουν με τις σχισμές στα κάστανα που πουλάει. Κατά διαστήματα θα τη δεις να απλώνει τα χέρια της πάνω από τη θερμή στρόγγυλη επιφάνεια και τα κάστανα που ψήνονται· δεν το κάνει επειδή κρυώνει, αλλά επειδή τις τελευταίες ημέρες έχει παρατηρήσει ότι τα άκρα της έχουν αρχίσει να τρέμουν ελαφρώς, και γνωρίζει ότι για αυτό δεν ευθύνεται το κρύο αλλά πιθανότατα η ίδια εκφυλιστική διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος από την οποία έπασχε ο πατέρας της, καστανάς και εκείνος. Κοιτάζοντας τα χέρια της θυμάται τις αλλαγές που είχε σταδιακά υποστεί το δικό του σώμα, και θυμάται τα μάτια του που κοίταζαν με τρόμο το κενό. Τότε αισθάνεται διπλά παγιδευμένη, γιατί φοβάται ότι, εκτός από το παλιό καρότσι με τα κάστανα, εκείνος της κληροδότησε και την πάθηση που με βάναυσο τρόπο τον αλλοίωσε, εσωτερικά και εξωτερικά, και τελικά τον μετέτρεψε σε ένα πλάσμα αγνώριστο. Μερικές φορές, όσο τα σκέφτεται αυτά, τυχαίνει να σταματήσει μπροστά της κάποιος πελάτης. Εκείνη μαζεύει τα χέρια της απότομα, λες και την τσάκωσαν να κάτι κάτι που δεν επιτρέπεται, ρίχνει μερικούς ζεστούς καρπούς σε ένα χάρτινο σακουλάκι και τους δίνει. Έπειτα επιχειρεί, μέρες που είναι, να χαμογελάσει εισπράττοντας το αντίτιμο, αλλά δεν καταφέρνει και πολλά πράγματα. Τα μάτια της κοιτάζουν εκείνον που στέκεται απέναντί της, αλλά βλέπουν πίσω από αυτόν τα δυο ασταμάτητα ρεύματα της ανθρώπινης κίνησης και του χρόνου. Πιάνει ένα ωμό κάστανο από τη σακούλα, του ανοίγει ένα πλατύ χαμόγελο με το κοφτερό της μαχαίρι και το αφήνει στη φωτιά».
«Εντάξει, σταμάτα τώρα όμως. Μα τον Θεό, ελπίζω να ξεκολλήσουμε σύντομα από εδώ, γιατί έχω αρχίσει να μη σε αντέχω! Δες πώς μας κοιτάζει αυτή η μελαχρινή κοπέλα απέξω. Λάμπουν τα μάτια της! Κάτι μου λέει ότι αυτή είναι που θα μας πάρει. Και είναι και μια κούκλα! Είμαστε το τελευταίο ζευγάρι του είδους μας που έχει μείνει στο μαγαζί. Δεν μπορεί, πρέπει να έχει έρθει η σειρά μας. Κοίτα, κοίτα, ετοιμάζεται να μπει! Ανυπομονώ για όλες αυτές τις γιορτές στις οποίες σίγουρα θα πάμε μαζί της, για τον χορό κοντά σε ένα ζευγάρι γοητευτικά ανδρικά παπούτσια, τις ωραίες μυρωδιές από την κουζίνα, και ό,τι άλλο μας περιμένει. Να δεις που αυτή θα είναι!»
«Έχεις δίκιο, αυτή θα είναι», είπε η άλλη γόβα και έπειτα σιώπησε χωρίς να πει τίποτα άλλο για το δικό τους μέλλον ή για το μέλλον της όμορφης κοπέλας, ίσως επειδή, λόγω του χαρίσματος που διέθετε, ήταν σε θέση να γνωρίζει κάτι παραπάνω· κάτι που δεν ήθελε να αποκαλύψει, ώστε να μην απογοητεύσει το άλλο της μισό, το οποίο ανυπομονούσε να ζήσει όλα όσα ονειρευόταν, χωρίς να υποψιάζεται εκείνα που θα μπορούσαν να συμβούν και να έχουν σαν αποτέλεσμα να μείνουν κλεισμένες οι δυο τους μέσα στο κουτί τους, δίπλα σε μια παπουτσοθήκη, και από εκεί να ακούν τον ήχο από τα πυροτεχνήματα και τα γέλια των ανθρώπων να φτάνουν από μακριά, ενώ την ίδια στιγμή η ιδιοκτήτριά τους θα... Όχι, τελικά ούτε η ίδια ήθελε να σκέφτεται όσα έμελλε σύντομα να συμβούν. Αντί αυτού –όσο η μελαχρινή κοπέλα υποδείκνυε στην πωλήτρια τις δυο κομψές ψηλοτάκουνες κόκκινες γόβες και ενημερωνόταν πως ήταν το τελευταίο ζευγάρι και ότι από μεγάλη τύχη ήταν στο νούμερό της–, εκείνη, η διορατική, προτίμησε να κοιτάξει έξω από τη βιτρίνα, στον δρόμο, και να αφήσει το βλέμμα της να ξεκουραστεί στο φωτεινό πρόσωπο ενός εξάχρονου κοριτσιού. Ήταν ένα γλυκό, χαμογελαστό πλάσμα που περπατούσε ανάμεσα στον παππού και τη γιαγιά του, και κρατούσε σφιχτά στο χέρι του ένα τεράστιο χρωματιστό γλειφιτζούρι, το οποίο το απολάμβανε σιγά σιγά, πλέοντας σε ατάραχα πελάγη ευτυχίας, αδιαφορώντας πλήρως για το γεγονός ότι κάθε φορά που περνούσε τη γλώσσα του από πάνω του εκείνο λιγόστευε. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε τίποτα πιο σημαντικό για την ίδια από αυτό που κρατούσε στο χέρι της. Ακόμη κι αν κάποιος της εξηγούσε ότι την περίμεναν μεγάλες δυσκολίες, ένας ανήφορος γεμάτος πόνο, με μικρές στιγμές ανάπαυλας και μετά ακόμη περισσότερο πόνο, η ίδια δεν θα έδινε δεκάρα και, με τη σοφία της νεότητάς της, ίσως και να απαντούσε «Υπάρχει πολύς καιρός για δυστυχία αργότερα».
«Υπάρχει καιρός», ψιθύρισε και η μια από τις δυο φανταχτερές γόβες της βιτρίνας, χαμογελώντας με έναν τρόπο παράξενο και αόρατο για το ανθρώπινο μάτι, καθώς το ντελικάτο χέρι της πωλήτριας απλωνόταν προς το μέρος εκείνης και της συντρόφου της, που έτρεμε ολόκληρη από συγκίνηση. «Υπάρχει πολύς καιρός...»
Info
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα το 1979. Είναι συγγραφέας, μουσικός και δημιουργός της σελίδας «Κομπλεξικό», μέσω της οποίας παραδίδει κάθε τόσο νέες λέξεις στην ελληνική γλώσσα, ερμηνευόμενες αυθαίρετα από τον ίδιο. Το 2021 έλαβε μισό Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το βιβλίο του «Παραχαράκτης» (Νεφέλη, 2019).