Η Ε., η πόλη της καταγωγής μου, έμεινε δίχως δική της εφημερίδα για μια ολόκληρη επταετία. Το κενό καλύφθηκε την άνοιξη του 2008 από έναν συγγραφέα παιδικών βιβλίων, τον Βάγγο Λούκα, και το χαμηλών τόνων δεκαεξασέλιδό του με τον ανάλογα σεμνό τίτλο Επιτόπου *.
Του Γιώργου Συμπάρδη
«Ας μην μεγαλοπιανόμαστε κι ας προσγειωθούμε σε αυτό που πραγματικά είμαστε, μια επαρχιακή εφημερίδα, από τις στήλες της οποίας θα αναδείξουμε τα μικρά που αθροιζόμενα συγκροτούν το μεγάλο· με το θάρρος της γνώμης μας αλλά και με σεβασμό στον αγωνιζόμενο δημότη, σκοπεύουμε να υπερασπιστούμε την πόλη», δήλωνε προγραμματικά, στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου ο εκδότης. Στις μέσα σελίδες ξεχώριζε ένα αφιέρωμα στα παλιά κουρεία της πόλης με φωτογραφίες των ιδιοκτητών τους, καθώς και του εσωτερικού ή της πρόσοψης των καταστημάτων τους που είχαν προ πολλού εκλείψει.
Στο δεύτερο φύλλο σειρά είχαν τα ραφεία και οι ραφτάδες, στο τρίτο τα καφενεία και οι καφετζήδες και, από το τέταρτο και μετά, οι περασμένες δόξες της τοπικής ομάδας ποδοσφαίρου. Άντρες στην ακμή τους, οι μισοί μπροστά σε βαθύ ημικάθισμα, οι άλλοι μισοί πίσω όρθιοι, με το στάχυ στη φανέλα και τα πολύ κοντά παντελονάκια, όπως ήταν η μόδα της εποχής τους, απαθανατίζονταν λίγο πριν ή λίγο μετά κάποιον αγώνα, με τα ονοματεπώνυμα και τα πατρώνυμά τους καταγεγραμμένα στη λεζάντα.
Ο Βάγγος Λούκας, εκτός από συγγραφέας παιδικών βιβλίων και συλλέκτης παλιών φωτογραφιών με θέμα την πόλη και τους κατοίκους της, ήταν καλός φωτογράφος και ο ίδιος. Ανά δύο ή τρία χρόνια εξέθετε τα έργα του στο πολιτιστικό κέντρο του δήμου, κι αφότου κυκλοφόρησε η εφημερίδα σε κάθε φύλλο της υπήρχε και κάποιο ασπρόμαυρο δείγμα της δουλειάς του. Μια φωτογραφία, που την έλεγε «Ο μαθητής άσπρισε», έδειχνε ένα άνηβο αγόρι με το σακίδιο στην πλάτη και τα μαλλιά λευκά από το χιόνι να ανοίγει τα χέρια σαν για να πιαστεί από κάπου, προτού ισορροπήσει ή πριν να πέσει στον γλιστερό δρόμο. Μια άλλη, με τίτλο εμπνευσμένο από την Ιστορία του κινηματογράφου, λεγόταν «Ο ποτιστής βράχηκε» γιατί έδειχνε ένα λίγο μεγαλύτερο παιδί με το λάστιχο του ποτίσματος στο χέρι και το άσπρο του πουκάμισο βρεγμένο και κατάσαρκα κολλημένο στο στήθος του.
Στο 48ο φύλλο κι ενώ συμπληρώνονταν δύο χρόνια από την έκδοση, το κύριο άρθρο της εφημερίδας ήταν αφιερωμένο σε μια σχετικά απόμερη παραλία της πόλης όπου είχε στοιβαχθεί μια μεγάλη ποσότητα ξυλείας – χύδην φορτία πλοίων που είχαν κατασχεθεί και περίμεναν επί μήνες χωρίς κανένας να φροντίζει για τη μετακίνησή τους. «Κάρφος στον οφθαλμό μας είναι αυτοί οι πάσσαλοι και αυτά τα τεράστια καδρόνια, βουνά ολόκληρα που ορθώνονται και θα μας πνίξουν», έγραφε ο εκδότης. Το άρθρο έκλεινε με μερικά αναιμικά υπονοούμενα για διάφορες ανήθικες μέχρι και εγκληματικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα πίσω και ανάμεσα στις ντάνες της ξυλείας – σάλτσα, όπως υπέθεσαν οι αναγνώστες, στην οποία και δεν έδωσαν σημασία.
Το άρθρο έκλεινε με μερικά αναιμικά υπονοούμενα για διάφορες ανήθικες μέχρι και εγκληματικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα πίσω και ανάμεσα στις ντάνες της ξυλείας...
Δεκαπέντε μέρες αργότερα, στο 49ο φύλλο της, η εφημερίδα επανερχόταν: «Είναι σαν τον ελέφαντα που εισβάλλει μια ωραία πρωία στο σπίτι μας και που, ενώ εγκαθίσταται στη σαλοτραπεζαρία και καταλαμβάνει τον ζωτικό μας χώρο, εμείς κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε, ότι δεν υπάρχει. Και δεν μιλάμε πλέον για τα στοιβαγμένα μαδέρια καθεαυτά, αναφερόμαστε στα εκεί τεκταινόμενα και στο προ εβδομάδος ανήλικο θύμα της αδιαφορίας των Αρχών αλλά και ολόκληρης της τοπικής κοινωνίας που, αν και γνωρίζει, σφυρίζει αδιάφορα, σαν να μην τρέχει τίποτα», έγραφε στο άρθρο του ο Βάγγος Λούκας.
Θορυβημένος από το δημοσίευμα, ο διοικητής του Λιμενικού της Ε., ένας παχύσαρκος και αιματώδης αξιωματικός που ασφυκτιούσε μέσα στη στολή του, όρισε για κάθε ενδεχόμενο να φυλάγεται η ξυλεία από τους άνδρες του επί 24ώρου βάσεως.
«Βάλαμε τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα, εκείνους οι οποίοι εν κύκλω πριν από λίγες μέρες συμμετείχαν στον βιασμό της αθωότητας του σκύμνου». Το ολιγόλογο σχόλιο του εκδότη, 21 όλες κι όλες αγανακτισμένες λέξεις (στη δεύτερη σελίδα αλλά εντός πλαισίου) πολλοί διάβασαν και λίγοι κατάλαβαν σε τι αναφερόταν. Ακόμα λιγότεροι εννόησαν το κείμενο που ακολούθησε και επιγραφόταν «Ο αμνός και ο σκύμνος». Ο υιός του θηρίου κινδυνεύει τόσο όσο και ο αμνός, αυτή ήταν η ουσία του δίστηλου: το ωραίο γεννητάρι που κατέβηκε από τα Γεράνεια όρη και ξέπεσε στην πόλη, για να καταλήξει στα χέρια των καραδοκούντων διασκεδαστών, των αχρείων εκείνων οι οποίοι, για να κατευνάσουν τους δικούς τους βαθύτερους φόβους, εσκύλευσαν τον σκύμνο και απέτρεψαν την τελείωση του θηρίου.
Ο πόλεμος που είχε ανοίξει ο Βάγγος Λούκας και οι κατηγορίες του εναντίον των Αρχών και των ανάλγητων βιαστών του αγριμιού –τους οποίους από φύλλο σε φύλλο υποσχόταν και ανέβαλλε να κατονομάσει– συνεχίστηκαν για δύο ακόμα μήνες. Στο διάστημα αυτό κάποιοι υπέθεσαν ότι το παραλήρημά του σήμαινε την απαρχή εκστρατείας για την ανάδειξη νέας δημοτικής αρχής. Μερικοί άλλοι διέβλεψαν επιχειρηματική εκμετάλλευση της απόμερης παραλίας και εξυπηρέτηση συμφερόντων, και κάποιοι τρίτοι προσωπική βεντέτα με τους λιμενικούς – για αιτία επί του παρόντος άγνωστη.
Όμως όσο διαφορετικές και να ήταν οι υποθέσεις που έκαναν οι αναγνώστες της εφημερίδας, δεν το έβγαζες από τον νου κανενός πως κάτι πρέπει να έχει γίνει εκεί πίσω και ανάμεσα στις ντάνες της ξυλείας. Μπορεί ο Λούκας την τρίχα να την έκανε τριχιά, αλλά δεν μπορεί να χτυπιόταν και τελείως στον βρόντο. Δεν λένε ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά;
Διαφωνούσε η «μνηστή» του Βάγγου Λούκα, μια λιγνή, στεγνή και όμως όμορφη γυναίκα, που πολιορκούσε τους συνομιλητές της με μάτια φοβισμένα, επιχειρώντας να τους πείσει για τη δική της εκδοχή: δημιούργημα φαντασίας ήταν η ιστορία του αγριμιού που κατέβηκε απ’ το βουνό κι η αμάχη με τους βιαστές του σκιαμαχία. Όπως και τόσες άλλες με τις οποίες την είχε χορτάσει ο Βάγγος στα δύο χρόνια που κράτησε η σχέση τους κι ο αρραβώνας.
Οι λιμενοφύλακες της νυχτερινής βάρδιας πάντως, όπως και κάτι νεαροί που έσμιγαν με τα κορίτσια τους στην απόμερη παραλία, είχαν δει τον Βάγγο Λούκα να τριγυρίζει και να εισέρχεται στην περιοχή τις πιο ακατάλληλες ώρες: όταν σκοτείνιαζε για τα καλά, αλλά και αργότερα, ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα.
Κάποιος περαστικός γείτονας που έπεσε επάνω του ένα τέτοιο βράδυ και τον ρώτησε τι γυρεύει μόνος του στις ερημιές, πήρε την απάντηση ότι τραβάει φωτογραφίες. Τον είδε μάλιστα λίγο αργότερα που χειριζόταν μια μικροσκοπική μηχανή με φλας.
Τέτοιες άλλωστε φωτογραφίες ο Λούκας είχε δημοσιεύσει –αφού εξάντλησε τις παλιές ποδοσφαιρικές δόξες– και στις μέσα σελίδες των φύλλων της εφημερίδας: όμορφους σωρούς και ξύλινες ομοιόμορφες πυραμίδες στη σειρά, που επικάλυπταν σαν σε ντόμινο η μία την άλλη και σχημάτιζαν τοπία καλόγουστα και –θα έλεγες– σκηνοθετημένα.
Το πιο παράξενο, ο επαναλαμβανόμενος τίτλος των τοπίων της ξυλείας: «τόπος μαρτυρίου» η μια καλλιτεχνική φωτογραφία, «τόπος μαρτυρίου» και η άλλη και η παράλλη.
Στους περίεργους εκείνους συμπολίτες του οι οποίοι προσπαθούσαν να του αποσπάσουν κάποια παραπανίσια πληροφορία, πέραν των δημοσιευμάτων, ο Λούκας συνιστούσε υπομονή και σε μια κάπως πιο γνωστή του κυρία, επίσης συγγραφέα παιδικών βιβλίων και μέλος της Λογοτεχνικής Συντροφιάς του νομού, που τον είχε πρόσφατα βραβεύσει, επικαλέστηκε τον επαγγελματισμό του: μόνον όταν θα αποκτούσε τα αδιάσειστα στοιχεία που θα του επέτρεπαν να απευθυνθεί στον εισαγγελέα υπηρεσίας, μόνον τότε θα ενημέρωνε και το κοινό του. Στο μεταξύ, και εκ παραλλήλου, της είπε ότι αναζητούσε και προσεχώς θα δημοσίευε φωτογραφίες δημόσιων χώρων της πόλης που είχαν σημαδευτεί παλιά από πράξεις βίας.
«Τι πά’ να πει βία και ποιος θυμάται τα παλιά;» τον ρώτησε εκείνη. «Εγώ», της είχε ο Λούκας απαντήσει.
«Προ τριακονταετίας…» διάβαζες στη λεζάντα καθεμιάς από τις τρεις φωτογραφίες που εμφανίστηκαν σε τρία συνεχόμενα φύλλα της εφημερίδας του Λούκα. Αν είχες την κατάλληλη ηλικία –και ήσουν κάτοικος, φυσικά– στην πρώτη θα αναγνώριζες το πευκοδάσος κάτω από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Ε., «το πάτημα της αγάπης», όπως το αποκαλούσαν, πριν κοπούν τα πεύκα και χτιστούν το νέο δημαρχιακό μέγαρο και το συνεχόμενο εμπορικό κέντρο.
Όσο κι αν ήσουν ντόπιος, όμως, την αλάνα της δεύτερης φωτογραφίας θα δυσκολευόσουν να την εντοπίσεις. Θα έπρεπε να προσέξεις μια λεπτομέρεια στα αριστερά του κάδρου, στην κατάληξη Χ μιας ταμπέλας, και κατόπιν με πολλή φαντασία να ανασυστήσεις τη λέξη REX, που ήταν η ονομασία του κατεδαφισμένου χειμερινού κινηματογράφου της πόλης, για να καταλάβεις πού βρίσκεσαι: στα ριζά του φαλακρού βουνού, εκεί όπου παλιά άρχιζε το ανεξερεύνητο άγνωστο της παιδικής σου ηλικίας κι αργότερα και μέχρι σήμερα ο οικισμός με τα λυόμενα των σεισμόπληκτων.
Τα δύο εργοστάσια της πόλης, χτισμένα σε διαφορετικές εποχές, με πελεκητή πέτρα το ένα και γυμνό μπετόν το άλλο, με τα τζάμια στα νταμωτά παράθυρά τους σπασμένα, ήταν ήδη άδεια κουφάρια όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, ενώ και στον χωματόδρομο της φωτογραφίας, αν τολμούσες κι έμπαινες, το μόνο που σκεφτόσουν ήταν το πότε θα φτάσεις στο τέρμα του.
Μετά από τριάντα τόσα χρόνια, ο μόνος δημόσιος τόπος που έμενε αναλλοίωτος και αναγνωρίσιμος ήταν ο χωματόδρομος –ένα στενό πέρασμα, κάτι σαν κανάλι– ανάμεσα στην ποτοποιία και τη χρωματοποιία. Τα δύο εργοστάσια της πόλης, χτισμένα σε διαφορετικές εποχές, με πελεκητή πέτρα το ένα και γυμνό μπετόν το άλλο, με τα τζάμια στα νταμωτά παράθυρά τους σπασμένα, ήταν ήδη άδεια κουφάρια όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία, ενώ και στον χωματόδρομο της φωτογραφίας, αν τολμούσες κι έμπαινες, το μόνο που σκεφτόσουν ήταν το πότε θα φτάσεις στο τέρμα του. Το πλάτος του καναλιού ίσα που αρκούσε για να περνάει –σύρριζα– ένα φορτηγό αυτοκίνητο τη φορά ενώ κι οι τοίχοι των εργοστασίων που ορθώνονταν αριστερά και δεξιά, καλυμμένοι με επαναστατικά συνθήματα και προκλητικές αισχρολογίες, δεν άφηναν κανένα περιθώριο διαφυγής.
Αλλά κι αυτό το τρίτο τοπίο της Ε. για μερικούς από τους κατοίκους της πιθανόν να σήμαινε στιγμές ευχάριστες, απολαυστικές. Πράγματι, τη νύχτα μόνο η νότια είσοδος από τη μεριά της θάλασσας και τα πρώτα μέτρα του χωματόδρομου φωτίζονταν από μία κολόνα του ηλεκτρικού. Λίγο πιο μέσα το κανάλι βυθιζόταν στο σκοτάδι. Και αν στον μαχητικό αρθρογράφο το σκοτάδι ανάμεσα στα δύο εργοστάσια θύμιζε τη βία, για μερικούς άλλους πιο ριψοκίνδυνους λεβέντες, αποτελούσε το τέλειο καταφύγιο όπου κανείς «έβλεπε» ψαύοντας με τα χέρια και δεν έβλεπε τίποτα πέρα από τη μύτη του. Ε, λοιπόν, ναι, σπαρμένο με ακαθαρσίες, χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα και λιωμένα προφυλακτικά ήταν το κανάλι που τρόμαζε τον Βάγγο Λούκα.
Φυσικά, τέτοιες λεπτομέρειες στη φωτογραφία, που καταλάμβανε μεγάλο μέρος της τρίτης σελίδας του δεκαεξασέλιδου που κυκλοφόρησε λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές του 2010, δεν ήταν ορατές. Ούτε για την απόμερη παραλία με τη στοιβαγμένη ξυλεία υπήρχε όμως κάποιο άρθρο ή σχόλιο σ’ αυτό το τελευταίο δεκαεξασέλιδο. Ίσως γιατί οι φωτογραφίες των υποψήφιων δημοτικών συμβούλων καταλάμβαναν τόσο πολύ χώρο. Ίσως πάλι γιατί το πάθος του εκδότη είχε σιγήσει. Υπήρχαν βέβαια και μερικές ακόμα εκδοχές, και στην Ε. όλες συζητήθηκαν.
Ο πρώτος που κατάλαβε ότι κάτι τρέχει με την εφημερίδα ήταν ένας καταστηματάρχης ο οποίος είχε προκαταβάλει στον Λούκα τη διαφήμιση για τα εγκαίνια του καταστήματός του, δεδομένου ότι τα εγκαίνια είχαν γίνει και το Επιτόπου δεν είχε ακόμα κυκλοφορήσει. Ακολούθησαν οι εκτός πόλης και νομού συνδρομητές. Κάνα-δυο που τηλεφώνησαν στο γραφείο της εφημερίδας άκουσαν μια μεγάλη –κρίνοντας από τη φωνή της– γυναίκα να τους λέει ότι υπήρχε μια καθυστέρηση στην έκδοση λόγω των εκλογών. Λογικό το βρήκαν. Μέσα στην εβδομάδα το «πρόβλημα» θα λυνόταν, τους διαβεβαίωσε η ηλικιωμένη κυρία, που είπε ότι ήταν η μητέρα του εκδότη. Και τα φύλλα της συνδρομής τους θα τα λάβαιναν όλα.
Δέκα μέρες αργότερα, μία πολύ νεότερη γυναίκα άρχισε από πολύ νωρίς να τηλεφωνάει στους συνδρομητές –σε έναν προς έναν αλφαβητικά– και να τους εξηγεί ότι, ναι, είτε εκείνοι το είχαν αντιληφθεί είτε όχι, υπήρξε κάποιο πρόβλημα στην έκδοση. Μετά, ζητούσε να μάθει διάφορα πράγματα όσον αφορά τη συνδρομή τους. Κατάγονταν από την Ε.; Κι αν δεν κατάγονταν, τι τους ενδιέφερε στο συγκεκριμένο φύλλο και πώς σχετίστηκαν και γιατί τους το έστελνε ο Λούκας;
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν υποστεί την πρωινή ανάκριση έμαθαν από τις ειδήσεις στην τηλεόραση για τον Λούκα. Είχε βρεθεί από τους λιμενοφύλακες μαχαιρωμένος τα ξημερώματα της προηγούμενης ημέρας στην παραλία με την ξυλεία.
Ήταν νέος, τριάντα οκτώ χρονών και γεροδεμένος άντρας ο Βάγγος Λούκας. Παρά το αίμα που είχε χάσει, διατηρούσε τις αισθήσεις του, μιλούσε όταν τον βρήκαν και ζητούσε να μην πουν τίποτα στη μάνα του. Οι λιμενοφύλακες άλλη έγνοια δεν είχαν. Όπως και οι γιατροί στο νοσοκομείο όπου τον μετέφεραν. Να κάνουν κάτι να σταματήσουν την αιμορραγία κοίταζαν, όχι να μάθουν ποιος τον είχε μαχαιρώσει. Και πάντως, δεκαπέντε λεπτά μετά την εισαγωγή του, ο τραυματίας λόγω ρήξης του ήπατος, είχε καταλήξει.
Οι αστυνομικοί συντάκτες στα μέσα ενημέρωσης για μια δυο μέρες ασχολήθηκαν. Ύστερα το θέμα ξεχάστηκε. Ένας φόνος και ένας άγνωστος δολοφόνος παραπάνω. Που όμως κυκλοφορούσε στην πλατεία, στους δρόμους και στις παραλίες της E. Που δεν το έβγαζες από τον νου των κατοίκων ότι μπαινόβγαινε στα καταστήματα κι έπινε τον καφέ του στις καφετέριες της πόλης.
Οι αρχικοί ύποπτοι, κάτι μεγαλόσωμοι Αλβανοί και Ρωσοπόντιοι εργάτες, γρήγορα απορρίφθηκαν και άνθρωπος από άλλη πόλη, που να έχει έρθει πρόσφατα για να βρει δουλειά στην Ε., ούτε για δείγμα. Τον καιρό των άρθρων και των καταγγελιών του Λούκα, ο οποίος προσέγγιζε και κατά κάποιο τρόπο περιέγραφε, αν και δεν κατονόμαζε, τους ενόχους, τον περιγελούσαν. Για να είναι τώρα αναγκασμένοι να ψάχνονται μεταξύ τους. Και το χειρότερο: να μην ελπίζουν ότι θα έχουν, αφού το Επιτόπου δεν θα ξανακυκλοφορούσε, καμιά δική τους, δημοτική, ενημέρωση.
Εκ των υστέρων, όντως αποδείχτηκε ότι οποιοδήποτε άλλο μέσο και πηγή πληροφοριών μόνον στην επιφάνεια των γεγονότων θα στεκόταν. Καμιά εξήγηση τέτοια όπως την απαιτούσε η τοπική κοινωνία δεν θα έδινε.
Η είδηση για τις φωτογραφίες που διακινούσε και αντάλλασσε ο Λούκας με μερικούς από τους συνδρομητές του βγήκε τρεις εβδομάδες αργότερα κι απασχόλησε τα δελτία των τηλεοπτικών σταθμών περισσότερο απ’ ό,τι ο θάνατός του. Παιδιά μεταναστών στην Ε., με κουρέλια και μώλωπες αντί για ρούχα, αγόρια απογυμνωμένα, σκελετωμένα στην αφρικάνικη σαβάνα, με τα ανήλικα γεννητικά τους αφυδατωμένα, σκούρα κι ανοιχτόχρωμα αγόρια που βαλάντωναν μέσα στα συντρίμμια των σπιτιών τους στη Γάζα, που κείτονταν σε κρεβάτια νοσοκομείων ημίγυμνα και φασκιωμένα. Με ό,τι μάτι και να το έβλεπες, φωτογραφίες παιδιών κακοπαθημένων αντάλλασσε ο Λούκας, υποστήριζε η μνηστή του. Φωτογραφίες που μερικές τις είχε τραβήξει ο ίδιος και για τις οποίες είχε επαινεθεί όταν τις εξέθεσε στο πολιτιστικό του δήμου. Κι ας είχε γίνει καραμέλα η λέξη «παιδόφιλος» στα στόματα των εκφωνητών.
Στημένη μπροστά σε μία πυραμίδα ξανθής ξυλείας και ντυμένη στα μαύρα, η λιγνή γυναίκα πολιορκούσε τον φακό: για τις άλλες, τις αισχρές φωτογραφίες και τους υπόλοιπους, τους χωρίς ονόματα ανθρώπους του κυκλώματος που λεγόταν ότι αποκαλύφθηκε και τις συλλήψεις τους, δεν είχε τίποτα να πει. Τα δύο χρόνια της σχέσης της με τον σκοτωμένο εκδότη, τον τρυφερό και έντιμο άντρα που είχε εκείνη γνωρίσει, υπερασπιζόταν. Τον Βάγγο Λούκα, ονομαστικά, που μια ζωή προστάτευε ό,τι αγαπούσε και που όλοι οι ήρωες των βιβλίων του ήτανε παιδιά.
Γιώργος Συμπάρδης
* Στην κεντρική εικόνα: Εγκατάσταση από τον Αλέξανδρος Κόκκινο της πλώρης του πλοίου Αλεξάνδρα στο παραλιακό μέτωπο της Ελευσίνας
** Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Εντευκτήριο», τεύχος 101, Απρίλιος – Ιούνιος 2013