Για την παράσταση «Ο Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, η οποία παρουσιάζεται στο «Θέατρο Δημήτρης Χορν».
Της Χριστίνας Μουκούλη
Θα ήταν αναμφίβολα κοινότοπο να πούμε ότι ο Άντον Τσέχωφ υπήρξε προοδευτικός και νεωτεριστής για την εποχή του. Νοσταλγός του παρελθόντος και οραματιστής του μέλλοντος, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των έργων του είναι σχετικά μικρός, κατάφερε να βάλει τη σφραγίδα του στην εξέλιξη του θεατρικού γίγνεσθαι παγκοσμίως και τα έργα του συνεχίζουν να παίζονται με μεγάλη επιτυχία. Είδαμε τον Βυσσινόκηπο σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Μια παράσταση, η συνολική αποτίμηση της οποίας είναι πολύ θετική, καθώς κατάφερε σχεδόν να αγγίξει αυτή τη μαγεία για την οποία κάνει λόγο ο Κάρολος Κουν το 1960 όταν αναφέρεται στο θέατρο του Άντον Τσέχωφ.
Χαρακτήρες και εποχή
Οι ιδιοκτήτες του κτήματος είναι υπερχρεωμένοι και αδυνατούν να πληρώσουν τους τόκους των δανείων τους. Αυτό όμως δεν τους δραστηριοποιεί καθόλου. Αντιθέτως συνεχίζουν να οργανώνουν γιορτές περιμένοντας τον από μηχανής θεό να σώσει την κατάσταση.
Η Λιουμπόφ, ιδιοκτήτρια του Βυσσινόκηπου, επιστρέφει στο πατρικό της έπειτα από απουσία χρόνων. Μαζί της είναι η κόρη της Άννια, η γκουβερνάντα της και ο υπηρέτης τους. Στο σπίτι τούς περιμένουν ο αδελφός της Λιουμπόφ, ο Γκάγεφ, η ψυχοκόρη της η Βάρια, ο Φιρς ο γέρος υπηρέτης, η Ντουνιάσα η υπηρέτρια και ο Λοπάχιν, ένας νεόπλουτος επιχειρηματίας. Η πλοκή εξελίσσεται στο παιδικό δωμάτιο της Λιουμπόφ, που δεν έχει αλλάξει από τότε που εκείνη ήταν παιδί. Όλοι χαίρονται με την επιστροφή τους εκεί, όπου έχουν τόσες ευχάριστες αναμνήσεις.
Η χαρά τους σκιάζεται από τη μνήμη του μικρού γιου της Λιούμπα, που πνίγηκε στο ποτάμι σε μικρή ηλικία. Υπονομεύεται επίσης και από τις διαρκείς υπενθυμίσεις του Λοπάχιν για την επερχόμενη πώληση του Βυσσινόκηπου. Οι ιδιοκτήτες του κτήματος είναι υπερχρεωμένοι και αδυνατούν να πληρώσουν τους τόκους των δανείων τους. Αυτό όμως δεν τους δραστηριοποιεί καθόλου. Αντιθέτως συνεχίζουν να οργανώνουν γιορτές περιμένοντας τον από μηχανής θεό να σώσει την κατάσταση. Μάταια ο Λοπάχιν λέει και ξαναλέει σε πόσο δυσχερή θέση βρίσκονται. Κανείς δεν δείχνει να το πιστεύει στ’ αλήθεια και κανείς δεν αναλαμβάνει δράση. Έτσι, νομοτελειακά, ο Βυσσινόκηπος πωλείται και τον αγοράζει ο Λοπάχιν, ο γιος των ανθρώπων που παλιά εργάζονταν εκεί.
Το έργο γράφτηκε σαράντα περίπου χρόνια από την κατάργηση της δουλοπαροικίας και περιγράφει με γλαφυρότητα τις διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές των ηρώων του έργου απέναντι στα νέα δεδομένα. Ο Φιρς είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με αυτές τις αλλαγές. Έχει μεγαλώσει σε διαφορετικές συνθήκες, τις έχει αποδεχθεί και τώρα, όντας υπέργηρος, του είναι αδύνατον να προσαρμοστεί σε κάτι πέρα από τα συνηθισμένα. Η Λιούμπα κι ο αδελφός της στέκονται σαστισμένοι μπροστά στην ανατροπή του ρυθμού της ζωής τους, θεωρώντας πως αρνούμενοι την αλλαγή, εκείνη αυτομάτως καταργείται.
Αποτίμηση της παράστασης
Εξαιρετική η ερμηνεία της κυρίας Μπαζάκα, η οποία απέδωσε πειστικά τον ρόλο της ξεπεσμένης και ξιπασμένης αριστοκράτισσας, που αδυνατεί να αλλάξει τίτλο, συνήθειες και τρόπο ζωής.
Είναι υπό συζήτησιν το αν ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης καινοτόμησε σε αυτή την παράσταση. Ωστόσο κατάφερε να αποδώσει στο έπακρο το κλίμα της νοσταλγίας και της συναισθηματικής φόρτισης που κυριαρχεί στο κείμενο του Τσέχωφ, καθώς επίσης και την αισιοδοξία του για τις θετικές απόρροιες των αλλαγών. Έκανε ξεκάθαρη την τραγικότητα των δύο αδελφών και κυρίως της Λιούμπα, η οποία μέχρι και λίγο πριν από το τέλος έμοιαζε σαν να βρίσκεται σε άλλον πλανήτη. Εξαιρετική η ερμηνεία της κυρίας Μπαζάκα, η οποία απέδωσε πειστικά τον ρόλο της ξεπεσμένης και ξιπασμένης αριστοκράτισσας, που αδυνατεί να αλλάξει τίτλο, συνήθειες και τρόπο ζωής. Ανάλογα στιβαρός και έμπειρος ο Φιρς του Γιώργου Μπινιάρη, ενώ η γκουβερνάντα της Αθηνάς Μαξίμου μάς εξέπληξε σε έναν κόντρα ρόλο, εκείνο του μάγου-ταχυδακτυλουργού. Η Κόρα Καρβούνη απέδωσε την ωριμότητα και τον προβληματισμό της συνειδητοποιημένης και δραστήριας ψυχοκόρης και οι Γεωργιάννα Νταλάρα, Σίσσυ Τουμάση και Αλέξανδρος Μαυρόπουλος εξέφρασαν τη δροσιά, τον αυθορμητισμό και την αισιοδοξία που απαιτούσαν οι ρόλοι τους. Ο Γιάννης Κότσιφας φιλοτέχνησε το πορτρέτο του αδρανούς και αποστασιοποιημένου από τα γεγονότα αριστοκράτη. Όσο για τον Δημήτρη Λιγνάδη, παρά την πείρα και τις υποκριτικές του ικανότητες, δεν έπεισε ως απόγονος εργατών.
Τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή παραπέμπουν σε μια παρακμιακή και παρηκμασμένη αρχοντιά, που η αίγλη και η λαμπρότητά της έχει θαμπώσει. Ο ρομαντικός φωτισμός του Αλέκου Γιάνναρου και η μουσική του Μίνου Μάτσα ολοκληρώνουν το σκηνικό των αναμνήσεων, μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης και νοσταλγίας.
Αυτά που δεν μπορεί κανείς να αλλάξει
Μία από τις πιο σημαντικές ατάκες του έργου είναι η φράση του γέρου υπηρέτη με την οποία κλείνει η παράσταση: «Πώς πέρασε έτσι η ζωή! Σαν να μην έζησα!» Η φράση αυτή αποτελεί κι ένα κρυφό παράπονο του συγγραφέα.
Στη θεματική του έργου κυριαρχούν οι αδήριτες, αναπότρεπτες, επιτακτικές και επιβεβλημένες αλλαγές που προκύπτουν από την αμείλικτη ροή του χρόνου και των γεγονότων. Μία από τις πιο σημαντικές ατάκες του έργου είναι η φράση του γέρου υπηρέτη με την οποία κλείνει η παράσταση: «Πώς πέρασε έτσι η ζωή! Σαν να μην έζησα!» Η φράση αυτή αποτελεί κι ένα κρυφό παράπονο του συγγραφέα. Ο Τσέχωφ, ως γιατρός, γνώριζε πολύ καλά την κατάσταση της υγείας του και τα περιθώρια ίασης της ασθένειάς του. Και πέθανε μόνο σαράντα τεσσάρων ετών. Βρισκόταν στην πιο δημιουργική ηλικία και είχε πολλά ακόμη να ζήσει, να γράψει, να προσφέρει.
Ο αγώνας, η προσπάθεια, η εργατικότητα και η λαχτάρα για δημιουργία, είναι πολύ σημαντικά για να γίνει κανείς πετυχημένος. Είναι όμως ακόμα πιο σημαντικό να ασχολείται κανείς με πράγματα που τον κάνουν ευτυχισμένο και δίνουν νόημα στη ζωή του. Γιατί η ζωή είναι δώρο κι έχουμε χρέος να μην τη σπαταλάμε άδικα ούτε απλώς να επιβιώνουμε, αλλά να ζούμε την κάθε της στιγμή έντονα.
Ο Άντον Τσέχωφ γεννήθηκε το 1860 στο Τανγκαρόγκ στις ακτές της Αζοφικής Θάλασσας. Ο πατέρας του ήταν απόγονος δουλοπάροικων. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στη φτώχεια. Σπούδασε Ιατρική και παράλληλα δημοσίευε διηγήματα για να βγάζει τα προς το ζην. Στην πορεία κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής του. Αφιερώθηκε λοιπόν στη συγγραφή χωρίς να εγκαταλείψει και την εξάσκηση της Ιατρικής. Πέθανε τον Ιούλιο του 1904 σε ηλικία σαράντα τεσσάρων ετών. Ο Βυσσινόκηπος είναι το τελευταίο θεατρικό του έργο. Ανέβηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1904 από το θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίν Στανισλάβσκι. Είχαν προηγηθεί τα έργα Ο Γλάρος (1895), Ο Θείος Βάνιας (1897), Οι τρεις αδελφές (1901) κ.ά. Πρόλαβε να δει την αποθέωση των έργων του και να νιώσει την αγάπη και την εκτίμηση του κόσμου. Γνήσιος εκφραστής του ρεαλισμού, δεν εξωραΐζει πρόσωπα και καταστάσεις. Προσεγγίζει με απλότητα και κατανόηση τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων που ζουν σε μια διαρκή προσπάθεια βελτίωσης των συνθηκών της ζωής τους. Στηλιτεύει την παθητικότητα και την αδράνεια σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανανέωσης, αναγέννησης και αναπροσδιορισμού των δεδομένων στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας του.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι νηπιαγωγός.