
Για την παράσταση «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, η οποία παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Του Νίκου Ξένιου
Οι Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, στην άρτια σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, τήρησαν χθες στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου συνέπεια προς το πρωτότυπο, στην πολύ καλή μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, με ολοκληρωμένη θέση για το έργο, επίλεκτο καστ ηθοποιών, εξαιρετική μουσική του Νίκου Κυπουργού και ξεχωριστή χορογραφία/κινησιολογία της Σεσίλ Μικρούτσικου.
Ιστορικό πλαίσιο
Στις «Θεσμοφοριάζουσες»
καταδικάζονται ανοικτά τόσο η τυραννία όσο και οι απόπειρες συμμαχίας με τους Πέρσες, στις οποίες κύριο ρόλο διαδραμάτισαν ο Αλκιβιάδης και ο Πείσανδρος.
Το 415 ανεβαίνει επί σκηνής ο Παλαμήδης του Ευριπίδη, ενώ 412 ανεβαίνουν στο θέατρο του Διονύσου η Ελένη και η Ανδρομέδα του Ευριπίδη, όλα παρωδούμενα στις Θεσμοφοριάζουσες, που ανεβαίνουν έναν χρόνο μετά, μαζί με τη Λυσιστράτη. Ένα βραχύβιο ολιγαρχικό καθεστώς επικρατεί στην Αθήνα, το οποίο επίσης παρωδείται στο συγκεκριμένο έργο: μπορεί ο Μνησίλοχος να ντύνεται και να συμπεριφέρεται όπως οι γυναίκες στα Θεσμοφόρια, όμως και οι γυναίκες συμπεριφέρονται όπως οι άνδρες στην Εκκλησία του Δήμου.
Το πολιτικό κλίμα στην Αθήνα είναι τεταμμένο. Οι δυνάμεις του Άγιδος βρίσκονται ακόμη στρατοπεδευμένες στη Δεκέλεια και λεηλατούν την Αττική γη, ο Ωρωπός έχει χαθεί, οι ολιγαρχικοί περιμένουν στη γωνία και οι Σπαρτιάτες περνούν στην τελευταία φάση του πολέμου, στον Ελλήσποντο. Στις Θεσμοφοριάζουσες καταδικάζονται ανοικτά τόσο η τυραννία όσο και οι απόπειρες συμμαχίας με τους Πέρσες, στις οποίες κύριο ρόλο διαδραμάτισαν ο Αλκιβιάδης και ο Πείσανδρος.
Παρώδηση του Ευριπίδη
Ο φύσει εικονοκλαστικός χαρακτήρας της αριστοφανικής κωμωδίας υποσκάπτει τον κυρίαρχο λόγο της τραγωδίας, επιστρατεύοντας υψηλό βαθμό θεατρικής εποπτείας: ο Αγάθων γράφει ένα νέο έργο, όπου θα υποδυθεί μια ιέρεια, μια παρθένα από την Τροία και μια Κορυφαία Χορού. Τέρμα! Ο Αγάθων ανταγωνίζεται τον Ευριπίδη!
Η χιουμοριστική υπονόμευση των τραγικών συμβάσεων είναι μια ενέργεια αυτοπροσδιορισμού της κωμωδίας, που ως genre ανταγωνίζεται την τραγωδία. Ο Ευριπίδης εξηγεί τα αίτια του μίσους των Θεσμοφοριαζουσών (ὁτιὴ τραγῳδῶ καὶ κακῶς αὐτὰς λέγω, στ. 85), βάσει των οποίων γίνεται κατανοητό ότι καυτηρίαζε την συμπεριφορά των γυναικών στα έργα του. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ως Ευριπίδης απευθύνεται στον «τέθηλυ» Αγάθωνα και απογοητεύεται. Ο φύσει εικονοκλαστικός χαρακτήρας της αριστοφανικής κωμωδίας υποσκάπτει τον κυρίαρχο λόγο της τραγωδίας, επιστρατεύοντας υψηλό βαθμό θεατρικής εποπτείας: ο Αγάθων γράφει ένα νέο έργο, όπου θα υποδυθεί μια ιέρεια, μια παρθένα από την Τροία και μια Κορυφαία Χορού. Τέρμα! Ο Αγάθων ανταγωνίζεται τον Ευριπίδη!
Ο Μνησίλοχος (ξεκαρδιστικός στον ρόλο ο Γιώργος Παπαγεωργίου) επιστρατεύει χονδροειδή σεξουαλικά αστεία και βωμολοχία. Το 425 π.Χ. ο Αριστοφάνης κέρδισε το πρώτο βραβείο στα Λήναια με τους Αχαρνής, όπου ο Ευριπίδης δανείζει στον Δικαιόπολι θεατρικά κοστούμια από τα έργα του. Στις Θεσμοφοριάζουσες ο Ευριπίδης βάζει τον Μνησίλοχο να παρεισφρήσει στο Θεσμοφόριο και να τον υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του τριημέρου των Θεσμοφορίων, δανειζόμενος ρουχισμό γυναίκας από το προσωπικό μπουντουάρ του Αγάθωνα (ἱμάτιον γοῦν χρῆσον ἡμῖν τουτῳὶ καὶ στρόφιον). Το λογοπαίγνιο/φάρσα του Μνησίλοχου για την καταγωγή της όρασης και της ακοής αποδεικνύει πως ο Αριστοφάνης είναι δεξιοτέχνης στην ανάπλαση διάφορων καθημερινών εκφράσεων, αλλά και περιρρεόντων σοφιστικών λογοπαιγνίων.
Μυούμενος στην τέχνη του θεάτρου
Με τρόπο υπόρρητο ο Αριστοφάνης σαρκάζει τα ήθη των γυναικών, συντασσόμενος με την αντιφεμινιστική άποψη που προηγουμένως έχει προσάψει στον Ευριπίδη.
Οι γυναίκες του Χορού ενεργοποιούν πιθανά σχέδια εξόντωσης του μεγάλου τραγικού, γιατί το δυσμενές γι’ αυτές κλίμα πλήττει τα συμφέροντά τους: τις εμποδίζει να απατούν τους συζύγους τους, να μπεκροπίνουν, να αναθρέφουν παλιανθρώπους και γενικώς να κάνουν του κεφαλιού τους. Το φεμινιστικό κλίμα αυτής της κωμωδίας δημιουργεί ένα δίπολο πολύ ενδιαφέρον με τη Λυσιστράτη (όπου επίσης οι γυναίκες αναλαμβάνουν τα ηνία της πόλεως, αποποιούμενες τις συζυγικές τους υποχρεώσεις). Ο Μνησίλοχος πρωταγωνιστεί σε ένα παρενδυσιακό όργιο που περιέργως παραπέμπει στον Πενθέα των Βακχών, περνά στο άβατο των γυναικείων τελετών και επιχειρεί ρητορικά να πείσει τις γυναίκες που μπεκρουλιάζουν ότι το ήθος τους είναι έτσι κι αλλιώς αμφίβολο. Στο τέλος του έργου ο Ευριπίδης υπόσχεται ότι θα πάψει να δυσφημεί τις γυναίκες στα έργα του και έρχεται σε συμβιβασμό μαζί τους. Αν και, όπως σαφέστατα υπαινίσσεται ο Αριστοφάνης, δεν είχε και πολύ άδικο που το έκανε. Με τρόπο υπόρρητο ο Αριστοφάνης σαρκάζει τα ήθη των γυναικών, συντασσόμενος με την αντιφεμινιστική άποψη που προηγουμένως έχει προσάψει στον Ευριπίδη. Όλα μέλι γάλα.
Κι ενώ ο Χορός αγανακτά με αυτά που ακούει, εμφανίζεται ο θηλυπρεπέστατος αθηναίος Κλεισθένης και τον αποκαλύπτει. Ο Μνησίλοχος συλλαμβάνεται, δένεται σαν παρθένα στον βράχο και περιμένει την ετυμηγορία των γυναικών. Μια σειρά θεατρικών τεχνασμάτων που επιστρατεύει τότε ο δεσμώτης οδηγεί σε υπόδυση γυναικείων ρόλων αντλημένων από τον Ευριπίδη. Η δεσμοφύλαξ Κρίτυλλα (εξαίρετη στον ρόλο η Άνδρη Θεοδότου), που παρακολουθεί την παρωδία της Ελένης του Ευριπίδη, ανακαλύπτει τον κρυμμένο Ευριπίδη πίσω από τον ρόλο του Μενέλαου που εκείνος υποδύεται για να απελευθερώσει τον Μνησίλοχο. Η σκηνή της Ηχούς που παρωδείται εκνευρίζει τόσο τον Μνησίλοχο που υποδύεται την ευριπίδεια Ανδρομέδα όσο και τον γελοίο Σκύθη τοξότη. Τελευταίο τέχνασμα: ο Ευριπίδης, σαν τσατσά ενός οίκου ανοχής, παραπλανά και ταυτόχρονα γελοιοποιεί τη ζωώδη σεξουαλικότητα του Σκύθη επιστρατεύοντας τα θέλγητρα μιας ημίγυμνης χορεύτρια.
Αποδόμηση της έμφυλης ταυτότητας
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως Αγάθων κλέβει την παράσταση, ενώ ως Σκύθης τοξότης δημιουργεί ένα σκιαγράφημα φαλλοκράτη ηλιθίου που επιστρατεύει ένα γλωσσικό ιδίωμα τύπου Αγκόπ. Το κυνικό ύφος και ο γραμμικός τόνος κάνουν ξεκαρδιστική την ερμηνεία του Μνησίλοχου από τον Μάκη Παπαδημητρίου.
Κατά την τέλεση των Θεσμοφορίων οι γυναίκες δέονταν για τη συνέχιση της ευφορίας της γης ανακατεύοντας περσινά θαμμένα κρέατα με σπόρους ροδιού και ξαναφυτεύοντάς τα στη γη, ώστε από τον θάνατο και τη σήψη να αναβλύσει νέα ζωή. Η λειτουργία του Χορού στη σκηνοθεσία του κύριου Θεοδωρόπουλου είναι ευθυγραμμισμένη με μια μελέτη αυτής της παγανιστικής παράδοσης: οι γυναίκες του Χορού είναι διακριτές προσωπικότητες, αναπτύσσουν εξατομικευμένο ρητορικό λόγο και αντίστοιχα κωμικά χαρακτηριστικά, σε μια παράσταση απόλυτα δημοκρατική, που δίνει βήμα σε ωραίες ατομικές ερμηνείες: Νάντια Κοντογεώργη, Ελένη Ουζουνίδου, Μαρία Κατσανδρή, Βαλέρια Δημητριάδου, Ειρήνη Μακρή, Κατερίνα Μαούτσου, Ίριδα Μάρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Σαρρή, Νατάσα Σφενδυλάκη, Αντιγόνη Φρυδά. Ο άρτια ενορχηστρωμένος Χορός τηρεί την ιδιότυπη Παράβαση των «Θεσμοφοριαζουσών»: συνεχίζει να κινείται εντός του δραματικού σύμπαντος και δεν διαρρηγνύει τη δραματική ψευδαίσθηση, ενώ παράλληλα επιχειρεί να αναβαθμίσει τα στερεότυπα για τις γυναίκες με μια μη πειστική επιχειρηματολογία.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου ως Αγάθων κλέβει την παράσταση, ενώ ως Σκύθης τοξότης δημιουργεί ένα σκιαγράφημα φαλλοκράτη ηλιθίου που επιστρατεύει ένα γλωσσικό ιδίωμα τύπου Αγκόπ. Το κυνικό ύφος και ο γραμμικός τόνος κάνουν ξεκαρδιστική την ερμηνεία του Μνησίλοχου από τον Μάκη Παπαδημητρίου. Και μια τελευταία, επίσης εγκωμιαστική παρατήρηση: ο Μνησίλοχος του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου μιλά για τον εαυτό του στο θηλυκό γένος, απορροφημένος από την θεατρική του μεταμφίεση (transvestissement), όμως, παρά το ανδροπρεπές και άτσαλο δέμας του, κατορθώνει ένα είδος «αλλαγής φύσεως» (μεταμορφώσεως, δηλαδή) επί σκηνής. Αυτό είναι σπάνιο και επίσης παραπέμπει στις Βάκχες του Ευριπίδη.
Τέλος, ο επιλεκτικός ρεαλισμός του Αριστοφάνη αποδίδεται έξοχα, και σε αυτό συμβάλλουν ιδιαίτερα οι έξοχοι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, τα κοστούμια «δύο διαστάσεων» του Άγγελου Μέντη και ο καρτουνίστικος «οικισμός αντίσκηνων» του βάθους της Μαγδαληνής Αυγερινού: αυτό το σκηνικό εύρημα καταφέρνει να δώσει την εντύπωση μιας προχειροφτιαγμένης «εξωσκηνικής» διευθέτησης χώρου, ούτως ώστε οι εναλλαγές των ρόλων, από την παρωδία ενός ευριπίδειου κειμένου στη σκηνική πραγματικότητα του αριστοφανικού έργου, και τ’ ανάπαλιν, να γίνονται ανενόχλητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.