
Για την παράσταση «Ελλάς Μονάχου», σε κείμενο και σκηνοθεσία Ανέστη Αζά και Πρόδρομου Τσινικόρη, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Νίκου Ξένιου
Η νέα δουλειά του Πρόδρομου Τσινικόρη και του Ανέστη Αζά για το φεστιβάλ Αθηνών έχει τον τίτλο Ελλάς Μονάχου, είναι συμπαραγωγή του θεάτρου Kammerspiele του Μονάχου και αφορά ένα φλέγον, πολύ φλέγον ζήτημα των καιρών μας: ως αποτέλεσμα θεατρικής έρευνας πάνω στο ζήτημα της μετανάστευσης σήμερα μέσα σε συνθήκες μιας συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, προσπαθεί να στηλιτεύσει την οικονομική «κρίση» και την επέλαση των social media, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία. Στις μορφές αφήγησης που επιλέγει ο Πρόδρομος Τσινικόρης εμπλέκονται θεατρικά έργα, performance walks, διασκευές μυθιστορημάτων, ρηξικέλευθες, υβριδικές μορφές μεταξύ κινηματογράφου και θεάτρου, πάντως διαφορετικές εκδοχές του documentary devised theatre.
Τόπος σχεδιασμού ενός μέλλοντος, όχι διάλειμμα αποκατάστασης
Η παράσταση δεν παρουσιάζει τη σημερινή Γερμανία ως τον επίγειο παράδεισο, ωστόσο έχει συγκεκριμένη πρόταση για την υπόθεση της οικονομικής μετανάστευσης. Τρεις νέοι μετανάστες (Άγγελος Γεωργιάδης, Βαλάντης Μπεΐνογλου, Κατερίνα Σόφτση) μάς μιλούν για τη ζωή τους, κομίζοντας τη βαρύτητα της πραγματικότητας μέσα στο θέατρο. Και οι τρεις έχουν ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα, δεν είναι απλοί χειρώνακτες, ωστόσο η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης έχει σταθεί μια άγρια, απωθητική αγορά εργασίας γι’ αυτούς. Έτσι, αναγκάζονται να φύγουν από τον ευρωπαϊκό νότο και να εγκατασταθούν στο Μόναχο, για μιαν αξιοπρεπέστερη διαβίωση, βιώνοντας το πολιτιστικό σοκ και τη δυσκολία εκμάθησης της γλώσσας.
Η Γερμανία ως χώρα οργανωμένη, με σφιχτό σύστημα διακυβέρνησης και αξιοκρατικότερες δομές, η Ελλάδα ως χάος και ως κοινωνία που κατρακυλά στα πολιτικοοικονομικά δεδομένα προηγούμενων δεκαετιών.
Από τη μια καταγράφεται το «ρίζωμα» και η φαντασιωσική καθήλωση στη μητέρα Ελλάδα («heimat»), η νοσταλγία και η αναμονή της επιστροφής, η προσωρινότητα της μετακίνησης στο Μόναχο ως λύσης για το εργασιακό αδιέξοδο. Από την άλλη, στα δεδομένα της παράστασης εγγράφεται η αισιοδοξία απέναντι στους νέους όρους ζωής και στο νέο αξιακό σύστημα της δυτικού τύπου εργοδοσίας. Έτσι, έχουμε από τη μια τα sms της μαμάς για «καλήν επάνοδο» και για «προσωπική προκοπή», ενώ από την άλλη κυριαρχεί η άθλια εικόνα μιας Ελλάδας αποτελματωμένης, όπως τη βιώνουν οι ήρωές μας στις καλοκαιρινές τους διακοπές. Η Γερμανία ως χώρα οργανωμένη, με σφιχτό σύστημα διακυβέρνησης και αξιοκρατικότερες δομές, η Ελλάδα ως χάος και ως κοινωνία που κατρακυλά στα πολιτικοοικονομικά δεδομένα προηγούμενων δεκαετιών.
Δεν υπάρχει λόγος για αναπολήσεις, λοιπόν. Οι ταινίες με τον Νίκο Ξανθόπουλο, η μουσική του «Ζορμπά» στις πάλαι ποτέ ελληνικές βραδιές της παροικίας, ο σφιχτός κοινωνικός ιστός και η αλληλοβοήθεια, η συνεχής αναφορά στον τόπο καταγωγής, η υπερβάλλουσα ελληνικότητα και η διατήρηση ηθών και εθίμων είναι, πλέον, διακοσμητικά στοιχεία, που κάθε άλλο παρά υπηρετούν τον ευγενή στόχο της προσαρμογής. Ο ψυχικός πόνος που παράγεται από την αντίθεση ανάμεσα στο ολόθερμο μεσογειακό ταμπεραμέντο και στην ψυχρή πραγματικότητα του Βορρά μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια βουβή κραυγή: βάζεις ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό σου και κραυγάζεις. Και, σταδιακά, ο πόνος σου απαλύνεται, η νοσταλγία εξαφανίζεται, γίνεσαι σκληρός και ανθεκτικός.
Πραγματισμός και πολιτική τοποθέτηση
Χωρίς ωραιοποιήσεις, η Γερμανία εμφανίζεται σκληρή, το κλίμα είναι δυσάρεστο, το κάπνισμα απαγορεύεται παντού, οι άνθρωποι είναι αναδιπλωμένοι στον εαυτό τους, τα τετραγωνικά που νοικιάζεις με τον μισό σου μισθό είναι πολύ περιορισμένα, η ζωή πανάκριβη, οι ώρες εργασίας διαρκώς αυξανόμενες: δεν είναι τυχαίο το πρόσφατο ψήφισμα περί δωδεκαώρου εργασίας στην Αυστρία που επικροτήθηκε από την καθ’ ημάς νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση. Το εργασιακό τοπίο της παγκοσμιοποίησης, ο ανηλεής ανταγωνισμός, η υπενθύμιση της πιθανότητας κατάρρευσης των μικρών μεσογειακών οικονομιών, ο δανεισμός, οι δουλικές πολιτικές επιλογές, η κατασίγαση των αντιδράσεων των εργαζομένων, όλα αυτά θίγονται στο έργο, εμμέσως πλην σαφώς. Εγείρεται, ως αδιαμφισβήτητο φάσμα, ένας νέος κόσμος, που ο καλλιτέχνης καλείται να τον αποτιμήσει.
Ο Τσινικόρης, παρών ο ίδιος επί σκηνής, επιλέγει τη διαδραστική μέθοδο, τη συνέντευξη, το τεκμήριο, την καταγραφή των παλμών της πραγματικότητας από μαρτυρίες των ίδιων των σύγχρονων μεταναστών.
Ο Τσινικόρης, παρών ο ίδιος επί σκηνής, επιλέγει τη διαδραστική μέθοδο, τη συνέντευξη, το τεκμήριο, την καταγραφή των παλμών της πραγματικότητας από μαρτυρίες των ίδιων των σύγχρονων μεταναστών. Έτσι, το θέατρο που εισηγείται είναι ζωντανό και ανοίγει άμεσο διάλογο με το κοινό. Σε αυτό συμβάλλει ιδιαίτερα η σκηνική άνεση του ίδιου, αλλά και ο τρόπος με τον οποίον δίδαξε τους τρεις ήρωές του πώς να αφηγηθούν τη δική τους αλήθεια. Οι συνεντευξιαζόμενοι πρωταγωνιστές φαίνονται να έχουν αναχωρήσει για τα καλά. Τα κίνητρα της εθελούσιας μετανάστευσής τους είναι ποικίλα και δεν μπορεί κανείς παρά να τους δώσει δίκιο: δεν προτίθενται να ενοικιάσουν το σπίτι τους στο Airbnb, δεν προτίθεται να κάνουν άλλες εκπτώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο, δεν προτίθενται να μεγαλώσουν τα παιδιά τους χωρίς όραμα. Και, το κυριότερο, δεν προτίθενται καν να επιστρέψουν στη γενέθλια χώρα τους. Παρά τη διαφορά ρυθμών ζωής, προσαρμόζονται και παροτρύνουν και άλλους να κάνουν το βήμα αυτής της αναβάθμισης ζωής. Δεν τα βάζουν με τον ύστερο καπιταλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, συμβιβάζονται με τη νέα κατάσταση και επιχειρούν να αποκομίσουν τα θετικά της στοιχεία. Η διαφορά τους από τους gastarbeiter των προηγούμενων δεκαετιών συνίσταται στον (ενδιάθετο ή και επίκτητο) κοσμοπολιτισμό τους: όπου γης πατρίς. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Η επιστροφή στην Ελλάδα θα ήταν ολέθρια, χωρίς προοπτικές.
Στα θετικά στοιχεία της τόσο ελκυστικής αυτής παράστασης εντάσσεται η προβολή δραστικότατων μαυρόασπρων φιλμ εποχής, η ζωντανή μουσική ερμηνεία, καθώς και η επιθεωρησιακή/χιουμοριστική διαχείριση των «έκτακτων» περιστατικών της παράστασης. Το πιο συγκλονιστικό γνώρισμά της είναι ο πανίσχυρος πραγματισμός που διαπνέει την κάθε κουβέντα που εκστομίζεται. Με μεγάλη λεπτότητα ο θεατής καλείται να προσυπογράψει τις επιλογές ζωής που προβάλλονται και να αναγνωρίσει το εύλογο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί.
Καλλιτεχνικά πορτρέτα
Από το 2011 συνεργάζεται, στην Ελλάδα και στη Γερμανία, με τον Ανέστη Αζά, μαζί με τον οποίο υπηρετούν το είδος του θεατρικού ντοκιμαντέρ, υπό την κοινή ιδιότητα του καλλιτεχνικού υπευθύνου της Πειραματικής Σκηνής-1 του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα, με τολμηρές και καινοτόμες προτάσεις ρεπερτορίου.
Φυσικά, στον σχεδιασμό ζωής που διαγράφεται με μεγάλη άνεση και φυσικότητα, υπάρχει και ο αντίλογος: ο ίδιος ο Πρόδρομος Τσινικόρης, για λόγους αστάθμητους, ακολούθησε την πορεία της επιστροφής στην Ελλάδα, των σπουδών εδώ, της τελικής ένταξης στο καθ’ ημάς δημόσιο θέατρο. Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε το 1981 στο Βούπερταλ από γονείς που μετανάστευσαν στη δεκαετία του '70 στη Γερμανία και είκοσι χρόνια μετά έφτιαξαν ένα εστιατόριο. Σπούδασε στο τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Τον Μάιο του 2008 προσκλήθηκε στο Internationales Forum του Theatertreffen στο Βερολίνο. Το 2009 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου συνεργάστηκε ως ηθοποιός με τον Ντίμιτερ Γκότσεφ (Πέρσες, Εθνικό Θέατρο) και ως βοηθός σκηνοθέτη και ερευνητής με τον Ντάνιελ Βέτσελ των Rimini Protokoll (Προμηθέας στην Αθήνα). Παρουσίασε την περφόρμανς X Apartments-Athens στο Fast Forward Festival, συνεργάστηκε με την Σέρμιν Λάνχοφ του Γκόρκι Θίατερ και στο πρότζεκτ Αθήνα 100%, με αστέγους στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2015 (Στη μέση του δρόμου), υπήρξε μέλος της δραματουργικής ομάδος και υπεύθυνος έρευνας για το X APARTMENTS (σύλληψη: Matthias Lilienthal).
Ως σκηνοθέτης, δραματουργός και ηθοποιός συνεργάστηκε με την Lola Arias, τους Ana Vujanović και Saša Asentić, τον Dries Verhoeven, τον Paul Preciado, τους Influx artist collective και με το Muenchner Kammerspiele, το 2016. Χρημάτισε για 3 χρόνια ηθοποιός στην «Πειραματική Σκηνή της Τέχνης». Από το 2011 συνεργάζεται, στην Ελλάδα και στη Γερμανία, με τον Ανέστη Αζά, μαζί με τον οποίο υπηρετούν το είδος του θεατρικού ντοκιμαντέρ, υπό την κοινή ιδιότητα του καλλιτεχνικού υπευθύνου της Πειραματικής Σκηνής-1 του Εθνικού Θεάτρου στην Αθήνα, με τολμηρές και καινοτόμες προτάσεις ρεπερτορίου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.