
Για την παράσταση Σιλωάμ, με δύο μονόπρακτα του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Γιανναράκου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Τζένη Καρέζη.
Του Νίκου Ξένιου
Δύο νεανικά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε μια κοινή παράσταση με τίτλο Σιλωάμ ανεβαίνουν στο Θέατρο Τζένη Καρέζη σε σκηνοθεσία Γιώργου Γιανναράκου. Τα δύο πρώιμα μονόπρακτα «Ο Κρυφός Ήλιος» και «Σιλωάμ» ανατέθηκαν στη σκηνοθετική του πρωτοβουλία από την κόρη του συγγραφέα Κατερίνα Καμπανέλλη και δεν είχαν ποτέ δει το φως της σκηνής μέχρι σήμερα. Κεντρικό τους θέμα η διαχείριση της ενοχής, της ελευθερίας και της υπαρξιακής αγωνίας για τον θάνατο. Κοινός θεματικός τους άξονας ο εγκλεισμός σε ένα θάλαμο στρατοπέδου συγκέντρωσης. «Ο Κρυφός Ήλιος» είναι ένα άρτιο έργο που μαρτυρεί ένα σημαντικό στάδιο της συγγραφικής εξέλιξης του μεγάλου μας συγγραφέα, ενώ το «Σιλωάμ» είναι ένα άνισο, αμήχανο πρωτόλειο με μεταφυσικές εξάρσεις και χαλαρούς δραματολογικούς αρμούς.
«Ο Κρυφός Ήλιος»: ένα μνημειώδες έργο
Με τη μοίρα του μελλοθανάτου να επικρέμαται, οι έξι φυλακισμένοι που φέρουν αφόρητο ψυχικό βάρος, διακρίνονται από σύγχυση αξιών και υπαρξιακό αδιέξοδο, ενώ αναζητούν τη λύτρωση στη θέσπιση μικρών επικοινωνιακών κόμβων ανά δύο κατά τη διάρκεια μιας ατέλειωτης νύχτας αναμονής.
Η επεξεργασία των δύο έργων είναι τεχνικά πολύ διαφορετική: στον «Κρυφό Ήλιο» οι χαρακτήρες είναι ανάγλυφοι και κατά κανόνα αντι-ηρωϊκοί. Με τη μοίρα του μελλοθανάτου να επικρέμαται, οι έξι φυλακισμένοι που φέρουν αφόρητο ψυχικό βάρος, διακρίνονται από σύγχυση αξιών και υπαρξιακό αδιέξοδο, ενώ αναζητούν τη λύτρωση στη θέσπιση μικρών επικοινωνιακών κόμβων ανά δύο κατά τη διάρκεια μιας ατέλειωτης νύχτας αναμονής: περιμένουν την εκτέλεση τριών συντρόφων τους που δραπέτευσαν μόλις το προηγούμενο βράδυ και αναζητούν τον υπαίτιο, τον καταδότη, τον Ιούδα. Ευθύς εξαρχής το έργο του (νέου, τότε) Καμπανέλλη δηλώνει τις προθέσεις του για συγγραφή στρατευμένου κειμένου, μιας αλληγορίας του Μυστικού Δείπνου, ανάμεσα στους συνδαιτημόνες του οποίου καταλέγεται κι ένας Ιούδας. Επίσης, σαφής είναι η πρόθεση του συγγραφέα να αθωώσει τον καταδότη, αναζητώντας τα ελαφρυντικά του στην αφόρητη condition humaine. Ποιο είναι το περιεχόμενο και η ηθική βάση της ανθρώπινης δράσης όταν το σκηνικό είναι η απόλυτη κακουργία;
Η δραστικότητα του έργου, μέσα από τον ηθμό της συμβολικής ηθογραφίας, κορυφώνεται στις επιμέρους στιχομυθίες, κατά τη διάρκεια των οποίων η εξαθλίωση του ηθικά υπαίτιου για την τελική εκτέλεση των τριών δραπετών φτάνει σε βάθη δυσθεώρητα: γραπωμένος από το ένστικτο της επιβίωσης και υπό το κράτος του τρόμου ο δράστης/καταδότης «Φαγιάς» προσπαθεί απεγνωσμένα να επιρρίψει την ευθύνη στους συγκρατούμενούς του, απομονώνοντάς τους έναν προς έναν και επιδιώκοντας να συνάψει φιλίες και επιμέρους «συμμαχίες», υιοθετώντας τον ρόλο του κρίνοντος για να υπεκφύγει τον ρόλο του κρινόμενου και, τελικά, υποσκάπτοντάς τους συστηματικά. Παράλληλα, ο συγγραφέας τού επιφυλάσσει τη Συγχώρηση. Ο Καμπανέλλης σκιαγραφεί με μεγαλοψυχία την «ανθρωπινότητα» των χαρακτήρων του, υπερβαίνει τη βιωματική γραφή της αφελούς ηθογραφίας και δημιουργεί ανθρωπο-τύπους συμβολικών διαστάσεων, ανάγοντας τον εγκλεισμό σε προϋπόθεση επαναπροσδιορισμού της ηθικής ελευθερίας.
O Ευθύμιος Ξυπολυτάς κρατά τα ερμηνευτικά σκήπτρα της παράστασης, έχοντας δουλέψει σε βάθος τον ευαίσθητο ρόλο του και ακροβατώντας ανάμεσα στην ενοχική, βεβαρυμμένη συνείδηση και στην αθώα, ανεπιτήδευτη αγιότητα.
Ο Γιώργος Γιαννούτσος στον ρόλο του «Κλέφτη» δίνει ένα μίνι ρεσιτάλ ηθοποιίας, ενώ ο Δημήτρης Κανέλλος στον ρόλο του «Επιθεωρητή» κρατά με σοβαρότητα το στιβαρό του ύφος και μια λεπτή κρούστα ειρωνείας που εξισορροπεί κάποιες χλιαρές ερμηνευτικές στιγμές του Λευτέρη Παπακώστα («Φαγιάς»). Ο απόλυτος αμοραλισμός του «Φαγιά» συναντά, στον αντίποδά του, τη ρομαντική, γαλήνια μορφή του «Καλόγερου»: ο Ευθύμιος Ξυπολυτάς κρατά τα ερμηνευτικά σκήπτρα της παράστασης, έχοντας δουλέψει σε βάθος τον ευαίσθητο ρόλο του και ακροβατώντας ανάμεσα στην ενοχική, βεβαρυμμένη συνείδηση και στην αθώα, ανεπιτήδευτη αγιότητα. Ο Ερρίκος Λίτσης εντυπωσιάζει με τη γαστριμαργική τιράντα του Γιατρού, μια συγγραφική στιγμή μεγαλοφυϊας του Καμπανέλλη που αναβαθμίζει το έργο και το ενθρονίζει στη σφαίρα του κλασικού: οι πεινασμένοι απαιτούν μια λεκτική περιγραφή μαγειρικής, ώστε η πείνα τους να κορεσθεί μέσω της φαντασίας. Το αξιοσημείωτο είναι πως δεν ανέχονται το Παράλογο να εισβάλει στη φαντασιωσική τους πανδαισία. Ο Κώστας Φαλελάκης αξιοπρεπής στον ρόλο του «Γιαπωνέζου» και συγκλονιστικός στον ρόλο του Απεσταλμένου στο μονόπρακτο «Σιλωάμ» που ακολουθεί. Το σύνολο των έξι ηθοποιών καλά ενορχηστρωμένο, σκηνοθετημένο, ενταγμένο σε μια λιτή εικαστική σύνθεση, με καλή μουσική υπόκρουση και λειτουργικές εναλλαγές φωτός και σκοταδιού.
«Σιλωάμ»: ένα αδύναμο σχεδίασμα έργου
Ένας Εβραίος από τη Βουδαπέστη τρυπώνει στην «παράγκα» για τις λοιμώδεις αρρώστιες του υποτιθέμενου νοσοκομείου του στρατοπέδου, με σκοπό να κρυφτεί ανάμεσα στους βαριά αρρώστους κρατουμένους, που πέθαιναν στα κρεβάτια τους ξεχασμένοι από τους Ες-Ες, και να γλιτώσει.
Το «Σιλωάμ» αποτελεί την πρώτη γραφή του μονόπρακτου του Καμπανέλλη «η Οδός» και τα χειρόγραφα βρέθηκαν πρόσφατα από την κόρη του συγγραφέα Κατερίνα Καμπανέλλη. Μαζί με το «Άνθρωποι και Ημέρες» -το πρώτο έργο του, γραμμένο γύρω στο 1949-1950, επίσης ανέκδοτο- και το «Κρυφός Ηλιος» αποτελούν μια τριλογία βασισμένη στην εμπειρία του Καμπανέλλη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν. Συσστεγαζόμενο με τον «Κρυφό Ήλιο» στην ίδια παράσταση, το έργο αυτό φαντάζει ανεπαρκές. H «Οδός» διαδραματίζεται τον Μάρτιο του 1945 στο ναζιστικό στρατόπεδο του Μαουτχάουζεν. Ο Πόλεμος πλησιάζει στο τέλος του, ενώ οι μαζικές εκτελέσεις Εβραίων συνεχίζονται. Ένας Εβραίος από τη Βουδαπέστη τρυπώνει στην «παράγκα» για τις λοιμώδεις αρρώστιες του υποτιθέμενου νοσοκομείου του στρατοπέδου, με σκοπό να κρυφτεί ανάμεσα στους βαριά αρρώστους κρατουμένους, που πέθαιναν στα κρεβάτια τους ξεχασμένοι από τους Ες-Ες, και να γλιτώσει. Υπόσχεται να τους υπηρετεί με αντάλλαγμα να τον βοηθήσουν ώστε η «παράγκα» να γίνει γι' αυτόν η δίοδος που θα τον οδηγήσει από τον σίγουρο θάνατο σε μια αβέβαιη ζωή: η ανάκτηση της σωματικής υγείας και ακεραιότητας μέσα στη βιβλική δεξαμενή στον Ησαϊα (8:6) και τον Εζεκία (22:9) στο χριστιανικό εννοιολόγιο προσλαμβάνει την επιπλέον σημασία της Λύτρωσης. Ο Απεσταλμένος διαδραματίζει, προφανώς, τον απόστολο/άγγελο της Σωτηρίας, διανοίγοντας σήραγγα προς το φως της αλήθειας.
Στην τιράντα του «Σιλωάμ», κατηγορείται ο Κύριος γιατί εγκατέλειψε το εβραϊκό έθνος στα χέρια της ναζιστικής κακουργίας. Το άγγιγμα του «λεπρού» ετοιμοθάνατου είναι μια δραματική κορύφωση που παραπέμπει στον «Φτωχούλη του Θεού» του Νίκου Καζαντζάκη.
Οι τέσσερεις ανώνυμες φιγούρες (ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Τέταρτος) που είναι αποκλεισμένες σε αυτό το λοιμοκαθαρτήριο εκφράζουν βαθύτατο αντισημιτισμό. Το κήρυγμα της πίστης του Εβραίου στον παντοδύναμο Θεό του τούς πείθει αρχικά να τον κρύψουν ανάμεσά τους: εδώ, στην τιράντα του «Σιλωάμ», κατηγορείται ο Κύριος γιατί εγκατέλειψε το εβραϊκό έθνος στα χέρια της ναζιστικής κακουργίας. Το άγγιγμα του «λεπρού» ετοιμοθάνατου είναι μια δραματική κορύφωση που παραπέμπει στον «Φτωχούλη του Θεού» του Νίκου Καζαντζάκη. Ωστόσο, η θλιβερή πραγματικότητα που αντικρίζει γύρω του κάνουν τον «Απεσταλμένο» του Καμπανέλλη να ξεσπάσει σ’ ένα δριμύ κατηγορώ κατά ενός Θεού που τον απογοητεύει. Πεπεισμένος πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να εναποθέτει τις ελπίδες του σε κάποια μεταφυσική δύναμη, αποφασίζει να απαρνηθεί την πίστη του.
Το έργο μπορεί να αναγνωσθεί με διαφορετικούς τρόπους. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ένα σχεδίασμα, ένα ημιτελές και vecchio κείμενο που δυστυχώς συσστεγάζεται με το άρτιο και καλογραμμένο μονόπρακτο «Κρυφός ήλιος». Η κοινή θεματική του στρατοπέδου συγκέντρωσης άραγε αρκεί; Ή μήπως ο προβληματισμός περί ηθικής ελευθερίας; Ο σκηνοθέτης Γιώργος Γιανναράκος θα πρέπει να διέκρινε σ΄αυτό το κείμενο κάποιον προβληματισμό σχετικό με τις δικές του υπαρξιακές/φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλιώς παραμένει απορίας άξιον το γιατί κυριολεκτικά «καταπόντισε» τις εξαιρετικές εντυπώσεις του «Κρυφού Ήλιου», καταπονώντας τους τόσο σπουδαίους ηθοποιούς του στην υπόδυση των σκιωδών, ασχημάτιστων και μη πειστικών χαρακτήρων του «Σιλωάμ», στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Παρ’ όλα αυτά, αποκαλυπτόμεθα μπροστά στη σοβαρότητα του εγχειρήματος εκ μέρους τόσο του σκηνοθέτη όσο και της Κατερίνας Καμπανέλλη και είμαστε ευγνώμονες για τον απρόσμενο εμπλουτισμό του ρεπερτορίου του νεοελληνικού θεάτρου με κείμενα τέτοιας εμβέλειας και βαρύτητας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.