
Για την παράσταση Το κουκλόσπιτο, του Ibsen, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής.
Του Νίκου Ξένιου
Το 1999 ο Γιώργος Σκεύας ξεκίνησε μια σειρά θεατρικών συνεργασιών με τον Λευτέρη Βογιατζή στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, στις παραστάσεις: Τέφρα και Σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000), Σ’ εσάς που με ακούτε της Λούλας Αναγνωστάκη (2003), Η Ήμερη του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι (2007). Είδαμε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής τη διασκευή και σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα στο Κουκλόσπιτο (1879) του Χένρικ Ίψεν, με πρωταγωνιστές την Αμαλία Μουτούση και τον Άρη Λεμπεσόπουλο. Το δεύτερο απ’ τα κοινωνικά έργα του Ίψεν και για μερικούς το πρώτο που εγκαινιάζει την τελευταία δημιουργική του περίοδο, σε μια παράσταση υψηλών αξιώσεων και αντιφατικών ερμηνειών.
Για την ιψενική Νόρα δεν είναι μόνο η εξάρτηση από μια σχέση που αναπαράγει το πατριαρχικό πρότυπο, αλλά και η κοινωνική συνάφεια, το «μάτι» του κοινωνικού περίγυρου, ο κριτικά ιστάμενος θεατής της παράστασης.
Μετά το σκοτάδι
Κατατασσόμενη στις κλασικότροπες παραστάσεις, που επαφίενται στη δραματουργική επάρκεια του έργου και την ερμηνεία σπουδαίων πρωταγωνιστών, η εκδοχή του Γιώργου Σκεύα αναπαράγει βήμα προς βήμα την πατριαρχική ατμόσφαιρα στο σπίτι, επιτρέποντας στον Άρη Λεμπεσόπουλο να ερμηνεύσει κάπως στυλιζαρισμένα και «διδακτικά» τον Τόρβαλντ. Ο ήρωας αναλαμβάνει τη διεύθυνση μιας μεγάλης τράπεζας και η αθώα και σπάταλη Νόρα μπορεί να ξοδεύει χωρίς περιορισμούς, χάρη στην αθωωτική πειθώ της κακομαθημένης «κουκλίτσας». Η ηρωίδα προσδοκά ένα «θαύμα» και η πραγματικότητα την αποκαρδιώνει. Το έργο προσφέρει τεράστιο έδαφος για προσωπική ερμηνεία σε πέντε ρόλους και αποτελεί πρότυπο δραματουργικής σύνθεσης, επιδεκτικής πολλαπλών αναγνώσεων και ποικίλων σκηνοθετικών παρεμβάσεων. Οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται κατά την εξέλιξη του έργου και εν τω γίγνεσθαι, πράγμα που πυκνώνει δραματουργικά το κείμενο, όση αφαιρετική δουλειά και αν έχει γίνει. Γιατί για την ιψενική Νόρα δεν είναι μόνο η εξάρτηση από μια σχέση που αναπαράγει το πατριαρχικό πρότυπο, αλλά και η κοινωνική συνάφεια, το «μάτι» του κοινωνικού περίγυρου, ο κριτικά ιστάμενος θεατής της παράστασης. Η Νόρα του Κουκλόσπιτου ξεχωρίζει για τη δύναμη του ηθικού συναισθήματός της που την κάνει τελικά να καταγγέλλει τον γάμο της, τον θεσμό που οι περισσότερες γυναίκες, συντηρούν μέχρι τέλους, κινούμενες από υπολογισμό ή συμφέρον, από δειλία ή φαρισαϊσμό. Και οι υπόλοιποι χαρακτήρες του έργου πλαισιώνουν αυτό το πορτραίτο με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Η παράσταση διατηρεί προσωπικό ύφος και η μετάφραση πληροί τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου ανεβάσματος του ιψενικού κειμένου επί σκηνής.
Η παράσταση διατηρεί προσωπικό ύφος και η μετάφραση πληροί τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου ανεβάσματος του ιψενικού κειμένου επί σκηνής: αστικός περίγυρος και ενδυματολογικές αναφορές σε μιαν άλλη εποχή, σε συνδυασμό με μια προβληματική συμβολικής απόδοσης του εξουσιαστικού πλέγματος που αγκυλώνει την ηρωίδα. Άνοιγμα και κλείσιμο της πόρτας που παραπέμπει σε ψυχαναλυτικά στερεότυπα, σιωπές που αναδεικνύουν εμφαντικά το ιδεολογικό πλαίσιο του έργου, λεπτότητα στον χειρισμό των ψυχολογικών αποχρώσεων και χαμηλοί τόνοι. Η σκηνή νεοκλασική σε δύο επίπεδα με ταπετσαρία, πιάνο, χριστουγεννιάτικο δέντρο «βενιαμίν», πακέτα με δώρα στην ίδια απόχρωση, μια σόμπα που γλυκαίνει τις φωτιστικές συνθήκες, μια πολυθρόνα με υποπόδιο, μια πόρτα που οδηγεί στο γραφείο του Τόρβαλντ και μια ωραία επινόηση υπαινικτικού τοιχίου με δύο εισόδους που παραπέμπει ευθέως σε κουκλόσπιτο, μαζί με το σκαμνάκι με το μονόγραμμα της Νόρας (σκηνικά Εύας Μανιδάκη - Φιλάνθης Μπουγάτσου). Η ίδια αισθητική υποστηρίζεται και από τα κοστούμια (Άγγελος Μέντης - Βέρικο Μγκελάτζε), όπως και από τους εξαιρετικούς φωτισμούς (Κατερίνα Μαραγκουδάκη) και τις καλές μουσικές επιλογές (Σήμη Τσιλαλή).
![]() Ν. Παπαγιάννης - Αρ. Λεμπεσόπουλος
|
Μετά την υπόκλιση
Ο ρόλος του Νιλς Κρόγκσταντ αποδίδεται «κουρασμένα» από τον Γιώργο Συμεωνίδη, χωρίς τον απαραίτητο κυνισμό και την απαραίτητη απελπισία που θα τον αναδείκνυαν. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η εκδοχή αυτή συνιστά σκηνοθετική άποψη. Η ερμηνεία της Μαρίας Ζορμπά στον ρόλο της Κριστίνα, δονούμενη από μιαν εσωτερικότητα συγκινητική, δημιουργεί ενδιαφέροντα δίπολα: τόσο με τη Νόρα, όσο και με τον Κρόγκσταντ. Ο Νικόλας Παπαγιάννης αποδίδει δυναμικά και με εύθραυστη γοητεία τις λεπτές αποχρώσεις της προσωπικότητας και τη συνείδηση του επερχόμενου τέλους, όπως και τον απονενοημένο έρωτα του γιατρού Ρανκ που αποδίδει χαρακτηριστικά προσωπικότητας στη Νόρα. Όταν, πριν από τη δεξίωση, η Νόρα προβάρει τη χαρακτηριστική -και πολύ καλοσκηνοθετημένη- ταραντέλα με στολή «κούκλας», το ναπολιτάνικο τραγούδι του κυρίου Παπαγιάννη προσδίδει μοναδικό τόνο: το αφαιρετικό παίξιμο στο πιάνο, τα χορευτικά μοτίβα, ο έντονος μανιερισμός και η αξιοποίηση του τοιχίου/κουκλόσπιτου ως ράμπας καθιστούν τη σκηνή αυτήν την πιο ενδιαφέρουσα της παράστασης.
[Η Αμαλία Μουτούση] διατηρεί σε απόλυτο έλεγχο τα εκφραστικά της μέσα, αντεπεξέρχεται σε όλες τις σταδιακές της μεταμορφώσεις και καταθέτει μια σπουδαία ερμηνεία.
Η ερμηνεία του Άρη Λεμπεσόπουλου αναδεικνύει τη χειριστική, «πατρική» πλευρά του Τόρβαλντ, ενός χαρακτήρα που ο ηθοποιός ελέγχει μεν, αλλά για κάποιον ακατανόητο λόγο αποδίδει σχηματικά. Στο τέλος του έργου, όπου οι φρούδες ελπίδες της ηρωίδας διαψεύδονται και η ίδια αφυπνίζεται και αντικρίζει την αλλοτρίωση του γάμου της, και ενώ ο κύριος Λεμπεσόπουλος αποδίδει έξοχα τη μεταστροφή/αποκάλυψη του «πραγματικού» Τόρβαλντ, αίφνης η παράσταση «ξεκουρδίζεται» από στόμφο και αυθαίρετους επιτονισμούς του, καθώς και κάποιες ακροβασίες εκτός ρόλου που ανατρέπουν το όχημα της ερμηνείας του: ίσως μια κακή βραδιά του καλού ηθοποιού. Ώστε την τελική σκηνή αντιπαράθεσης του ζευγαριού κυριολεκτικά σώζει η εγγαστρίμυθη, βαθιά μελετημένη, «αιθεροβάμων» προσέγγιση της Αμαλίας Μουτούση, που διατηρεί σε απόλυτο έλεγχο τα εκφραστικά της μέσα, αντεπεξέρχεται σε όλες τις σταδιακές της μεταμορφώσεις και καταθέτει μια σπουδαία ερμηνεία: με την έξοδό της από την πόρτα του κουκλόσπιτου, η Νόρα της κυρίας Μουτούση «βγαίνει» από τον κουκλίστικο ρόλο της και υποκλίνεται στο κοινό, ως μια εξαιρετική ηθοποιός.
Για την ιστορία
Στο έργο του μεγάλου δραματουργού (πρωτοανέβηκε στην Κοπεγχάγη το 1879) επικρατεί η αρχή ότι μόνον όποιος είναι και παραμένει ηθικά ελεύθερος είναι άνθρωπος δυνατός κι ευτυχισμένος. Όποιος δεν είναι κύριος της θέλησής του, υποκύπτει και πληρώνει με δραματικό τρόπο τις διάφορες κοινωνικές, ηθικές, ψυχολογικές υποδουλώσεις και τους συμβιβασμούς του. Η κριτική διείδε στο έργο του Ίψεν τον τραγικό νατουραλισμό, τη δυνατή πολεμική και την έκκληση γι’ ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Ίψεν, επηρεασμένος απ’ τη σύντροφο της ζωής του, απ’ την νορβηγίδα μυθιστοριογράφο Καμίλλα Κόλλετ κι απ’ τις θεωρίες του Στιούαρτ Μιλ, έγινε ευθύς απ’ την αρχή ο πιο ένθερμος συνήγορος του φεμινισμού κι έμεινε συνεπής σε αυτόν ως το τέλος. Το Κουκλόσπιτο βασίστηκε στη ζωή της Λάουρα Κίλερ, δανής φίλης του Ίψεν και κατοπινής συγγραφέως, που όντως πλαστογράφησε υπογραφή για να σώσει τον σύζυγό της Βίκτορ, πράγμα που εκείνος όχι μόνον δεν αναγνώρισε, αλλά επιπλέον την έκλεισε και σε ψυχιατρική κλινική. Η αντίδραση που προκάλεσε το Ένα κουκλόσπιτο στην πουριτανική κοινωνία της εποχής εκείνης ήταν αφάνταστη. Ο συγγραφέας κατηγορήθηκε επειδή αμφισβητούσε το ηθικό και νομικό κύρος της ιερότερης κοινωνικής καθιέρωσης: του γάμου, καθώς και την πατρική εξουσία της αστικής οικογένειας. Βέβαια, η πολεμική που εξαπολύθηκε και ο ανελέητος κατατρεγμός της ηρωίδας του έδωσαν λαβή σε μια προσεχτικότερη και γονιμότερη συζήτηση για τον γάμο και για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, ευρύτερα. Σ’ ένα λόγο που έβγαλε τον Ιούνιο του 1885 στον εργατικό Σύνδεσμο του Τρόντχαϊμ, είπε χωρίς περιστροφές πως «η μελλοντική κοινωνική αναμόρφωση θα εξαρτιόταν αποκλειστικά απ’ την αυριανή θέση του εργάτη και της γυναίκας».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.