
Για την παράσταση Δεσποινίς Τζούλια, του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Βασιλάκου.
Της Εύας Στάμου
Το θεατρικό αριστούργημα του Αυγούστου Στρίντμπεργκ, Δεσποινίς Τζούλια, ένα έργο που στις μέρες του (1888) θεωρήθηκε ιδιαίτερα τολμηρό κι ανατρεπτικό, έκανε πρεμιέρα τη Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου, στο Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου. Το πρώτο «σουηδικό νατουραλιστικό δράμα», όπως χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα του, το Δεσποινίς Τζούλια ανεβαίνει συχνά στην σκηνή καθώς πρόκειται για ένα κείμενο που επιδέχεται διαφορετικές σκηνοθετικές ερμηνείες και προσαρμόζεται συνήθως με επιτυχία στο πνεύμα και τις κοινωνικοπολιτικές αναζητήσεις κάθε εποχής.
Ο Στρίντμπεργκ θεωρείται από πολλούς ο πατέρας του ψυχολογικού δράματος, ωστόσο το Δεσποινίς Τζούλια είναι ένα θεατρικό κείμενο με έντονες κοινωνικές διαστάσεις και στοιχεία θρίλερ.
Ο Στρίντμπεργκ θεωρείται από πολλούς ο πατέρας του ψυχολογικού δράματος, ωστόσο το Δεσποινίς Τζούλια είναι ένα θεατρικό κείμενο με έντονες κοινωνικές διαστάσεις και στοιχεία θρίλερ. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η σχέση ανάμεσα στην Τζούλια -μια όμορφη, νεαρή αριστοκράτισσα- με τους υπηρέτες της οικογένειας - τον γοητευτικό Ζαν και την Κριστίν, την αφοσιωμένη, θρησκόληπτη αρραβωνιαστικιά του.
Η Κριστίν, ως απλή κοπέλα του λαού, σέβεται την τάξη των πραγμάτων και τα αφεντικά της, πιστεύει στη μεταθανάτια σωτηρία και με όπλο την πίστη της υπομένει τόσο τα καπρίτσια της Τζούλιας, όσο και την προκλητική απιστία του Ζαν. Όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον χαρακτήρα της Κριστίν αποδίδονται πειστικά και αβίαστα από την Αμαλία Αρσένη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ, πολέμιος της θρησκείας, συνέδεσε την θρησκοληψία με την απλοϊκή, υποταγμένη δούλα που καρτερικά φέρνει εις πέρας τον κοινωνικό και ταξικό της ρόλο δίχως να επιδιώκει την παραμικρή ανατροπή, αναζητώντας αντίθετα ασφάλεια στην τήρηση και την επανάληψη των κανόνων.
Ο Ζαν είναι διχασμένος ανάμεσα στην αφοσίωση -που, από νεαρή ηλικία, έχει διδαχθεί να νιώθει για τον αφέντη του- και το μίσος του για την αριστοκρατία. Αυτή η ψυχολογική διχοτόμηση έχει ως συνέπεια άλλοτε να προσπαθεί να καταπνίξει την φυσική τάση του για ανατροπή της κοινωνικής νόρμας, και να μιμείται τους λεπτούς τρόπους ή την καλλιεργημένη συμπεριφορά των αφεντικών του, κι άλλοτε να επαναστατεί κατά της αυστηρής ταξικής διαστρωμάτωσης που στέκεται εμπόδιο στην οικονομική εξέλιξη και την κοινωνική αναρρίχησή του. Το κυκλοθυμικό, ερωτικό παιχνίδι ανάμεσα στην Τζούλια και τον Ζαν θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών, καθώς θα περάσει από πολλά στάδια και θα απλωθεί σε διαφορετικά επίπεδα, πότε βαθαίνοντας με τη μορφή επώδυνων αποκαλύψεων και πότε μένοντας σε μια γοητευτική επιφάνεια.
Η μάχη των φύλων για τις θεωρητικούς του φεμινισμού τρίτης γενιάς μπορεί να θεωρείται πλέον ένα θέμα ξεπερασμένο, καθώς το κέντρο βάρους της φεμινιστικής φιλοσοφίας έχει μετατοπιστεί στο ζήτημα της απελευθέρωσης από τους στερεοτυπικούς ρόλους τόσο των αντρών όσο και των γυναικών. Τα κατάλοιπα, ωστόσο, αιώνων μισογυνισμού και (ό,τι εγώ θα ονόμαζα) «μισανδρισμού» γίνονται ακόμα αντιληπτά στον στίβο της καθημερινότητας. Όσο για το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις, με τις πρόσφατες κοινωνικές ανακατατάξεις λόγω της οικονομικής κρίσης και την μετακίνηση πληθυσμών από και κυρίως προς την Ευρώπη, πρόκειται για θέμα ιδιαίτερα ζωντανό κι επίκαιρο.
Η Τζούλια της Μαρίας Κίτσου δεν είναι μία σέξυ σειρήνα. Είναι μία μπερδεμένη, τραυματισμένη γυναίκα χωρίς άμυνες και αντιστάσεις, δίχως την απαραίτητη εμπειρία στις σχέσεις που θα της επέτρεπε να κατανοήσει τον τρόπο που λειτουργεί το ερωτικό παιχνίδι και να προστατεύσει τον εαυτό της από τις προθέσεις του Ζαν και το μίσος των υπηρετών.
Η αναίδεια, η προκλητικότητα, η δολιότητα κι ο κυνισμός του Ζαν, ποιότητες αριστοτεχνικά δοσμένες από τον Ορέστη Τζιόβα, δεν αποτελούν παρά την μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη παρουσιάζει έναν απελπισμένο νέο, εγκλωβισμένο στις συμβάσεις και τις απαγορεύσεις της εποχής του, έναν άντρα που τολμά να ονειρευτεί ότι η κατάκτηση της αφεντικίνας του θα του διασφαλίσει πολύ περισσότερα από την ψυχική εκτόνωση και την ηδονή μιας βραδιάς. Για τον θεατή δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι ο ζωώδης πόθος ή ο ψύχραιμος υπολογισμός που τον οδηγεί στην παράτολμη πράξη του.
Ο χαρακτήρας της Τζούλιας επιφανειακά περίπλοκος είναι εν τέλει πιο απλός και ευθύς από αυτόν του Ζαν. Η Λίλλυ Μέλεμε επιλέγει να κρατήσει την πρωταγωνίστριά της πολύ κοντά σε αυτό που φαίνεται ότι πραγματικά θέλησε να πει ο Στρίντμπεργκ. Έχουμε συνηθίσει από προηγούμενες παραστάσεις να βλέπουμε την Τζούλια στο ρόλο της μοιραίας γυναίκας που προκαλεί και παρασύρει τον παρτενέρ της, έχοντας απόλυτη επίγνωση του τι κάνει. Η Τζούλια της Μαρίας Κίτσου, όμως, δεν είναι μια σέξυ σειρήνα. Είναι μια μπερδεμένη, τραυματισμένη γυναίκα χωρίς άμυνες και αντιστάσεις, δίχως την απαραίτητη εμπειρία στις σχέσεις που θα της επέτρεπε να κατανοήσει τον τρόπο που λειτουργεί το ερωτικό παιχνίδι και να προστατεύσει τον εαυτό της από τις προθέσεις του Ζαν και το μίσος των υπηρετών. Ο εγωκεντρισμός κι ο ναρκισσισμός της, καθώς και η έπαρση που της δίνει η κοινωνική θέση της, αντί να την οπλίζουν με κυνισμό την αφήνουν χωρίς δίκτυ ασφαλείας απέναντι στην ωμή πραγματικότητα και τις τεχνικές επιβίωσης των υπηρετών.
Ένα ευάλωτο, ορφανό κορίτσι, χωρίς θετικά γυναικεία και αντρικά πρότυπα, αργεί να αντιληφθεί ότι η κοινωνική της τάξη δεν είναι αρκετή για να την σώσει από την απλή αλήθεια: ότι η αγάπη, η εμπιστοσύνη, ακόμα κι ο έρωτας δεν ανήκουν σε κάποιον αυτόματα λόγω της θέσης του, αλλά κατακτιούνται με πραγματικό κόπο. Στον έρωτα, όπως και στον θάνατο, είμαστε όλοι ίσοι. Η πρωταγωνίστρια αποδίδει τέλεια την αμφιθυμία της ηρωίδας να αποφασίσει μόνη το μέλλον της, την αδυναμία της να αντισταθεί στη μοίρα που οι ίδιες οι τολμηρές επιλογές της επιβάλουν σε μια γυναίκα της τάξης της.
Στον έρωτα, όπως και στον θάνατο, είμαστε όλοι ίσοι.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην κουζίνα του αρχοντικού, έναν χώρο που ανήκει στη δικαιοδοσία των υπηρετών. Η κουζίνα χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και την προετοιμασία του φαγητού κατά τη διάρκεια του οποίου σφαγιάζονται μικρά ζώα. Το συμβολικό ενώνεται με το πραγματικό καθώς ο αποκεφαλισμός του πουλιού από τον Ζαν προαναγγέλλει την θυσία της Τζούλιας που θα ακολουθήσει προκειμένου να μην διαταραχτεί η τάξη των πραγμάτων. Το λιτό, σκοτεινό σκηνικό αναδεικνύει τα σύμβολα-κλειδιά του δράματος: τις καλογυαλισμένες μπότες του κόμη, το ακονισμένο μαχαίρι, τον πάγο που χρησιμεύει για την συντήρηση των τροφίμων, στον ίδιο βαθμό απαραίτητη με τη διατήρηση νόμων και κανόνων αιώνων που κινδυνεύουν να αλλοιωθούν από τις νεωτεριστικές αντιλήψεις της εποχής.
Η τελευταία σκηνή του δράματος αποτελεί απόσταγμα της εξαιρετικής ερμηνείας των δύο πρωταγωνιστών. Η σκηνοθετική ματιά παραμένει πιστή στην ουσία του έργου και στα κίνητρα των ηρώων, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στη σωματική έκφραση του πάθους και της οδύνης τους. Μία παράσταση που όσοι αγαπούν το θέατρο δεν πρέπει να χάσουν.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας και ψυχοθεραπεύτρια.
Info
Συγγραφέας: Αύγουστος Στρίντμπεργκ
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Σκηνικό: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Χορογράφος: Μόνικα Κολοκοτρώνη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελβίνα Μποτονάκη
Βοηθός Σκηνογράφου: Μιχάλης Σαπλαούρας
Διεύθυνση Παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός
Φωτογραφίες Παράστασης: Μιχάλης Κλουκίνας
Παραγωγή: Λυκόφως – Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Κίτσου, Ορέστης Τζιόβας, Αμαλία Αρσένη