
Για τη θεατρική παράσταση Το γήρας - Ένα χορικό, σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη, η οποία παρουσιάστηκε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Του Νίκου Ξένιου
Η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, που επαναλειτουργεί μετά από οκτώ χρόνια στο Rex-αίθουσα «Κατίνα Παξινού», παρουσιάζει Το γήρας-Ένα χορικό της Γεωργίας Μαυραγάνη και της ομάδας της «Happy End».
Σε συνεντεύξεις διατυπώθηκαν σκέψεις περί γήρατος, εκφράστηκαν οι απόψεις ηλικιωμένων ανθρώπων και τα αυτοσαρκαστικά σχόλιά τους για την πίεση του χρόνου, κι όλα αυτά συντέθηκαν σταδιακά σε ένα κείμενο. Ακολούθησε ένα σεμινάριο στο θέατρο της Κατερίνας Καραδήμα στο Αγρίνιο και, τέλος, ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης (οι νέοι καλλιτεχνικοί διευθυντές της Πειραματικής Σκηνής) ζήτησαν από τη Γεωργία Μαυραγάνη να παρουσιάσει ηλικιωμένους ανθρώπους επί σκηνής (η πιο ηλικιωμένη είναι ογδόντα ενός ετών) σε αντιπαράθεση με νέους ανθρώπους, σε μια προσπάθεια να συντεθεί δραματουργικά μια νέα, επαναστατική προσέγγιση του γήρατος. Με άλλα λόγια, μια χορεία νέων ηθοποιών συναντά στη σκηνή μιαν χορεία ηλικιωμένων. Με τις κατάλληλες ρυθμίσεις, οι ηθοποιοί, ως Χορός αρχαίας τραγωδίας, απαγγέλλουν κείμενα διαφόρων: του Σοφοκλή, του Αργύρη Χιόνη, της Μαργαρίτας Καραπάνου, του «Θείου Βάνια» του Άντον Τσέχωφ και του Αντόνιο Ταμπούκι.
«Κοιτάζω το στόμα μου και τα χέρια μου και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Είμαι μόνο ένα παιδί. Ή μήπως δεν είμαι πια; Δεν μπορώ να αντιληφθώ όλα αυτά που έχουν σχέση με τον χρόνο. Κλείνω τα μάτια μου και αισθάνομαι δέκα χρονών. Και μετά τα ανοίγω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Κι εκεί... στέκεται ένας γέρος αδύνατος. Ένας γερο-έφηβος!».
Η σύνθεση του έργου
Η αποδοχή του γήρατος είναι μια δύσκολη υπόθεση, ίσως η δυσκολότερη φάση της ανθρώπινης ζωής. Όταν αρχίζουν να εκλείπουν, σταδιακά, το σφρίγος και η όρεξη για δημιουργία, μιλάμε για την ψυχική γήρανση. Κατ΄ουσίαν, ένας άνθρωπος που σταδιακά περιέρχεται στην τρίτη ηλικία δυσκολεύεται να το πιστέψει: «Κοιτάζω το στόμα μου και τα χέρια μου και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Είμαι μόνο ένα παιδί. Ή μήπως δεν είμαι πια; Δεν μπορώ να αντιληφθώ όλα αυτά που έχουν σχέση με τον χρόνο. Αυτοί που έχουν μελετήσει το πρόβλημα λένε πως δεν υπάρχει. Είναι αλήθεια. Κλείνω τα μάτια μου και αισθάνομαι δέκα χρονών. Και μετά τα ανοίγω και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Κι εκεί... στέκεται ένας γέρος αδύνατος. Ένας γερο-έφηβος!». Η παράσταση εκτείνεται χρονικά σε ένα σχεδόν αιώνα, με μνήμες, οικογενειακές φωτογραφίες, κρίσεις και επικρίσεις, αλλά και αμνησία, αντιπαλότητες και συγχώρεση. Πάνω απ’όλα όμως με το χιούμορ-πολύ χιούμορ!-στην αναγνώριση του Τώρα: της εποχής της πίεσης, του χαπιού για τα τριγλυκερίδια, του πεσίματος, του ύψους που χάνεται γιατί οι σπόνδυλοι συμπτύσσονται, του βάρους που δεν φεύγει ποτέ, του δέρματος που χάνει την ελαστικότητά του, των κηλίδων στα χέρια και της μασέλας. Το όριο του χρόνου προβάλλει αμείλικτο από την αρχή ως το τέλος της παράστασης, σαν να καιροφυλακτεί ο Χάρος σε μια γωνιά για να δώσει το παρών.
Οι νεώτεροι ηθοποιοί αφουγκράζονται τα αποσπάσματα από τις ζωές των μεγάλων ομολόγων τους και μετά, γλυκά-γλυκά, με «ωωπαλάκια!», τους καθίζουν σε πολυθρόνες, με τη φροντίδα που κανείς απευθύνει σε ένα μικρό παιδί. Εκείνοι όμως ξανασηκώνονται κι επιμένουν να γεύονται φέτες ζωής αναπολώντας το σφρίγος και τις δραστηριότητες της νεότητάς τους. Σε αντίστιξη, ακούγεται η φωνή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, που από τη δική της σκοπιά εμμένει στο παρόν. Η αποδοχή του γήρατος είναι μια έμμεση αποδοχή του θανάτου ως υπαρξιακής βεβαιότητας. «Έχει ανοίξει μια σχισμή ... Από έναν νέο την πίστη. Από έναν ηλικιωμένο την απόλαυση του αργά...» είναι οι λέξεις που «προεξέχουν» από το οικοδόμημα της σκηνικής αυτής σύνθεσης, που παντρεύει με θαυμαστό τρόπο τα γνωστά μας στερεότυπα για την τρίτη ηλικία, πλήττει το είδος αυτό ρατσισμού που αποκλείει ένα τεράστιο μέρος πληθυσμού από την ενεργή ζωή και ανατρέχει στους απαισιόδοξους στίχους του Σοφοκλή για να επιβεβαιώσει το άφευκτο της φθοράς και του τέλους.
Πολιτικό θέατρο και Επινόηση
Μιλάμε για μια δραματουργική σύνθεση που ανήκει στο είδος του devised theatre (θέατρο της επινόησης), όπου το κείμενο είναι ο συμφυρμός των βιωμένων εμπειριών των περφόρμερ. Μια ομάδα που παράγει ένα κείμενο νατουραλιστικό όπως αυτό «οικοδομεί» τους χαρακτήρες και μετά σταδιακά προσθέτει αφηγηματικά μέρη με βάση τους αυτοσχεδιαστικούς ελιγμούς των προβών. Το ίδιο ισχύει και για τη χορογραφία του δημοτικού χορού που συνοδεύει, με παύσεις, το κείμενο του Σοφοκλή. Τα παιδικά τραγουδάκια («γύρω γύρο όλοι, χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ, η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει, φτου ξελευτερία, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα», κ.ο.κ.) δεν είναι παρά ειρωνικές ψηφίδες που θα οδηγήσουν σε αυτήν τη ρετροσπεκτίβα, για να την αποτελειώσει ο πανδαμάτορας Χρόνος. Και η προειδοποίηση προς το κοινό: «Εκεί που είσαι ήμουνα κι εκεί που είμαι θα 'ρθεις»!
Η επιλογή της παράστασης είναι ν’ αποδοθεί στο γήρας η τιμή που του αξίζει, δεδομένου ότι είναι το προσδοκώμενο όλων μας.
Η επιλογή της παράστασης είναι ν’ αποδοθεί στο γήρας η τιμή που του αξίζει, δεδομένου ότι είναι το προσδοκώμενο όλων μας. Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον, και αυτό το καθιστά σαφές ο Χορός στο Γ’ Στάσιμο του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, με το οποίο κλείνει η Γεωργία Μαυραγάνη την παράστασή της, έχοντας επίγνωση του ότι ο μεγάλος ποιητής «δεν μεμψιμοιρεί για τη ζωή και το θάνατο αλλά στην ουσία αναδεικνύει την αξία του “εδώ και τώρα”». Ο διεστραμμένος ανταγωνισμός Θήβας και Αθήνας και η επί σκηνής παρουσία των δύο ηλικιωμένων γεναρχών, του Οιδίποδα και του Θησέα, το αίτημα του Οιδίποδα να «τον αφήσουν μόνο» («πόλεως δίχα») τη στιγμή της καθόδου του στον Άδη, η απουσία συγχώρησης για τον «εν δόμοις τύραννο» Ετεοκλή, η μοναξιά και ο «άπολις» χαρακτήρας μιας υπαρξιακής εξορίας («πόλις βία ήλαυνέ μ' εκ γης χρόνιον»), όλα αυτά επικαιροποιούν τον λόγο του Σοφοκλή για τα γηρατειά. Η «πολιτική» εχθρότητα των δύο θεμελιακών για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό πόλεων και ένας υπαινιγμός για τις πολιτικές καινοτομίες του Κλεισθένη καιροφυλακτεί στο κείμενο του Σοφοκλή. Στο τρίτο στάσιμο της τραγωδίας (στίχοι 1211-1248) ο χορός θρηνεί τα γεράματα και θεωρεί πως ο θάνατος μόνο θα φέρει ανακούφιση από αυτά, τόσο στον Οιδίποδα («Μοίρα κι αυτού του δύστυχου/ τα γηρατειά, όχι δική μου μόνο»), όσο και σε κάθε άνθρωπο. Ένας συρτός χορός, παύσεις, έντονη ματιά στον θεατή και, παρένθετος, ο καυστικός λόγος του αρχαίου ποιητή (μετάφραση Μαρωνίτη):
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.