
Για την παράσταση Ασκητική, βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, σε σκηνοθεσία Πάνου Αγγελόπουλου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Τζένη Καρέζη.
Του Πέτρου Πολυμένη
Αναζητώντας τις διασταυρώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας με τον φιλοσοφικό στοχασμό, η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη έχει εκεί δεσπόζουσα θέση. Ο συγγραφέας κατάφερε στα μυθιστορήματά του, όχι μόνο να μας δώσει ολοζωντανούς (και ενίοτε αρχετυπικούς) χαρακτήρες, αλλά και μια συνολική θεώρηση για τη σχέση ανθρώπου και κόσμου. Συμπύκνωση της θεώρησης τούτης είναι η Ασκητική.
«Γράφω τώρα την Ασκητική, ένα βιβλίο mystique, όπου διαγράφω τη μέθοδο ν’ ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο ωσότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή. Είναι πέντε κύκλοι: Εγώ, ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός. Πώς ν’ ανέβουμε όλα τούτα τα σκαλοπάτια κι όταν φτάσομε στο ανώτατο να ζήσομε όλους τους προηγούμενους κύκλους. Το γράφω επίτηδες χωρίς ποίηση, με στεγνή, επιταχτική φόρμα» (επιστολές προς τη Γαλάτεια, αρ. 48, σελ. 133-134). Το κείμενο δεν είναι φορτωμένο με το γλωσσικό ιδίωμα του Καζαντζάκη και καταπιάνεται με κεντρικά φιλοσοφικά ερωτήματα από την περιοχή της οντολογίας, της γνωσιολογίας και της ηθικής. Ποια τα όρια της γνώσης μας για τον κόσμο, ποια η σχέση ανθρώπου και φύσης, πώς εισέρχεται το θεϊκό στοιχείο, τι αξίζει να πράττουμε και τι προέχει κατά τον προσανατολισμό μας σε αυτό το φωτεινό διάστημα που λέγεται ζωή, μιας και «ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο∙ καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο», όπως μας υπενθυμίζει η εναρκτήρια φράση.
Στη δραματοποίηση δεν φτιάχνονται πρόσωπα με αφορμή το κείμενο, αλλά απομονώνονται διαλογικά στοιχεία που τα εκφέρουν διαδοχικά οι ηθοποιοί. Οπότε η παράσταση εν πολλοίς στηρίζεται στην πειθώ των ηθοποιών κατά την απαγγελία, στη δύναμη του ίδιου του κειμένου και σε ορισμένες εμπνεύσεις της Μαρίας Βαζαίου που υπογράφει σκηνικά και κουστούμια.
Η Ασκητική φέρνει έναν αέρα από τον Ζαρατούστρα του Νίτσε, αν και υιοθετεί ορισμένα κεντρικά μοτίβα του Καντ: το αδιαπέραστο σύνορο που συναντά ο νους επιχειρώντας να γνωρίσει τον κόσμο, τα φαινόμενα και τα απρόσιτα πράγματα καθ’ εαυτά, ο δυισμός νου και σώματος, η πρωτοκαθεδρία της ελευθερίας σε συνδυασμό με την εκ των έσω υποταγή σ’ ένα χρέος. Διαβάζοντας την Ασκητική ως φιλοσοφικό δοκίμιο, μπορούν να διατυπωθούν επιφυλάξεις ως προς τη γεωμέτρηση ερωτήσεων και απαντήσεων, και την πλέξη των επιχειρημάτων προς μια συνεπή και συνολική θεώρηση. Όμως δεν παύει να δίνει καθαρό στίγμα μέσα από ένα μωσαϊκό ενίοτε ετερόκλητων απόψεων και διατυπώσεων: μια υπερβατική έννοια της ελευθερίας (όπως δηλώνεται στη διάσημη φράση «δεν πιστεύω τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμ’ ελεύθερος»), ο ρόλος του χρέους, η αναμέτρηση με το θεϊκό στοιχείο, η δημιουργική δύναμη και ο αγώνας, η βαρύτητα της παράδοσης (εδώ βρίσκεται και μια κρίσιμη διαφοροποίηση με τη νιτσεϊκή θεώρηση).
Το ερώτημα είναι πώς μπορούν όλα τούτα να δραματοποιηθούν επί σκηνής. Τούτο επιχειρεί ο σκηνοθέτης Πάνος Αγγελόπουλος στο θέατρο Τζένη Καρέζη, παρουσιάζοντας μια διασκευασμένη μορφή του κειμένου. Με αφετηρία τη φράση του Καζαντζάκη «μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνεύμα», ο σκηνοθέτης την παραλλάσσει, και αντί για τις πέντε ανυφάντρες κάνει λόγο για πέντε θεατρίνους, οπότε ανεβάζει επί σκηνής πέντε ηθοποιούς (Κατερίνα Διδασκάλου, Λευτέρης Βλάχος, Δημήτρης Γρηγοριάδης, Σοφία Κομηνέα και Μαρία Παπαφωτίου), και έναν ακόμα, τον Νικήτα Τσακίρογλου, που κάνει πιο ορατό το ρόλο του συγγραφέα-αφηγητή. Στη δραματοποίηση δεν φτιάχνονται πρόσωπα με αφορμή το κείμενο, αλλά απομονώνονται διαλογικά στοιχεία που τα εκφέρουν διαδοχικά οι ηθοποιοί. Οπότε η παράσταση εν πολλοίς στηρίζεται στην πειθώ των ηθοποιών κατά την απαγγελία, στη δύναμη του ίδιου του κειμένου και σε ορισμένες εμπνεύσεις της Μαρίας Βαζαίου που υπογράφει σκηνικά και κουστούμια. Ως αισθητικό γεγονός έχει κάποιες κατά τόπους αναλαμπές, αλλά δεν δημιουργείται ένα δρώμενο με υψηλή αισθητική συγκίνηση που θα φέρει τα μέσα έξω σε λέξεις, ιδέες, ανθρώπινες στάσεις και αντιδράσεις∙ επιχειρώντας μια εκ νέου ανάγνωση της Ασκητικής, μέσα από μια διασκευή που θα μπορούσε να είναι πιο ανατρεπτική και αφαιρετική από την προτεινόμενη, ρισκάροντας μιαν ερμηνευτική προσέγγιση.
Φυσικά η παράσταση δεν παύει να είναι μια καλή ευκαιρία να ψηλαφίσουμε την Ασκητική του Καζαντζάκη, και σε τούτο συνεισφέρουν η μαγνητική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου και των ηθοποιών που στέκονται πειστικά πλάι του, όπως η Κατερίνα Διδασκάλου και ο Δημήτρης Γρηγοριάδης.
* Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ είναι ποιητής και διδάκτορας Φιλοσοφίας.