Με αφορμή το Ποτέ δε σε ξεχνώ, μια παράσταση για την εμμονή, του Κώστα Κουτσολέλου.
Της Δήμητρας Κονδυλάκη
Τι σημαίνει «καλλιτέχνης»; Ο φίλος που με κάλεσε στην παράστασή του δυσανασχετεί με τέτοιους χαρακτηρισμούς, παρότι είναι από τους λίγους της γενιάς του που τον δικαιούνται σε τέτοιο βαθμό.
Ακόμα και αυτή η δυσανεξία μοιάζει προέκταση της μπεκετικής περσόνας που περιφέρει σαν δεύτερο ρούχο ανεξαρτήτως έργου: εμμονή –αποτυχία– αποτυχία ξανά. Ο ίδιος όμως –πολύ πιο συνειδητός ως καλλιτέχνης απ’ ό,τι θέλει να δείχνει– ξέρει, και το αποδεικνύει κάθε φορά, ότι έχει νόημα να αναρωτιέται κανείς και να το θέτει. Ξανά και ξανά. Ειδικά σήμερα. Σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικού είναι απολύτως δυσδιάκριτα. Που την πίστη στο ωραίο, το μεγάλο και το υψηλό και κυρίως τη δυνατότητα αντιστοίχισής του με τον έξω και τον μέσα κόσμο έχει εξ ολοκλήρου ιδιοποιηθεί ο κόσμος της διαφήμισης και της μαζικής κατανάλωσης, μη αφήνοντας στην τέχνη παρά τον χώρο του άσχημου και του λίγου. Σε μια εποχή που το Όνομα και το Πρόσωπο –όσο εφήμερο κι αν είναι– τείνει να υποκαταστήσει εντελώς την παραγωγή Έργου, τροφοδοτώντας και ανακυκλώνοντας αενάως τη βιομηχανία του Πολιτισμού και τη δίψα του κοινού για Θέαμα που είναι ακόρεστη και σαρωτική.
Καλλιτέχνης υπό αυτές τις συνθήκες είναι εκείνος που τολμά να εκτίθεται παρά την αμφισβήτηση όλων των νοημάτων: της ομορφιάς, της διάρκειας, της συνύπαρξης, της αρμονίας, της ανταμοιβής.
Καλλιτέχνης υπό αυτές τις συνθήκες είναι εκείνος που τολμά να εκτίθεται παρά την αμφισβήτηση όλων των νοημάτων: της ομορφιάς, της διάρκειας, της συνύπαρξης, της αρμονίας, της ανταμοιβής κτλ. Παρά την περιθωριοποίησή του και τις δυσκολίες της «αυτοπαραγωγής» και της επιβίωσης. Κι ακόμη περισσότερο παρά την αυτοαμφισβήτησή του, εντός του κόσμου των θεσμών που τον απορρίπτει ή στην καλύτερη περίπτωση, που τον αγνοεί, τροφοδοτώντας ή ακόμα και διασφαλίζοντας την ειλικρίνεια και την αγνότητά του. Είναι αυτός που συνεχίζει να φτιάχνει τα άχρηστα νοήματά του, γράφοντας, παίζοντας, κατασκευάζοντας πράγματα ή πειραματιζόμενος σε μια σκηνή, επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Που το κάνει εξακολουθητικά, συνεχόμενα, βασανιστικά για τον ίδιον και για τους άλλους, χωρίς ανταμοιβή, χωρίς πραγματική προσδοκία άλλη, πέρα από την προσωπική του, έστω και μικρή, ικανοποίηση από το αποτέλεσμα. Και που εντέλει δεν έχει άλλο δρόμο από την αυτοδραματοποίησή του: την αναπαράσταση δηλαδή του δικού του προσωπικού / καλλιτεχνικού δράματος. Που δεν θα μας ενδιέφερε αν δεν κατάφερνε φυσικά να υπερβεί τόσο τα όρια του «δράματος» όσο και του προσωπικού.
«Ο άνεργος ηθοποιός», «ο άστεγος ηθοποιός», «ο εγκαταλειμμένος ηθοποιός» είναι ταυτόχρονα και σε μεταφορικό επίπεδο «ο ηθοποιός χωρίς ρόλο», «ο ηθοποιός χωρίς κείμενο», «χωρίς επαρκές κείμενο», «ο ηθοποιός που γράφει μόνος το κείμενο», «που δεν ξέρει πώς να τελειώσει το κείμενο».
Οδός Χαλκοκονδύλη, στην έξοδο του Μπαγκλαντές, η παράσταση του Κώστα Κουτσολέλου συνεχίζεται στο δρόμο, δίπλα σ’ έναν πραγματικό άστεγο (όχι καλλιτέχνη), καθώς ο ίδιος σκύβει να κατεβάσει, ενώπιον του κοινού, τα ρολά της… υπογείου σκηνής, που μέχρι πρόσφατα ήταν χώρος συνάθροισης Πακιστανών (με κιλίμια και αραβικές αφίσες στους τοίχους) και τώρα ό,τι έχει απομείνει στο φαντασιακό μας από την έννοια του πειραματικού θεατρικού χώρου στην υπερθεατρική Αθήνα. «Τέλος, αυτό ήταν», λέει με σκωπτικό χαμόγελο στο κοινό που τον κοιτάζει αμήχανο καθώς σηκώνεται. Ενώ λίγες μέρες μετά, καθώς οι παραστάσεις πλησιάζουν στο τέλος τους, πάντα εντός της performance που συνεχίζει (στα social media), γράφει «δεν μπορώ να βγω από τον ρόλο. βοήθεια» και είναι φυσικό γιατί, ποιος ο ρόλος και ποιο το πρόσωπο που τον υποδύεται; Τα όρια πλησίασαν επικίνδυνα. «Ο άνεργος ηθοποιός», «ο άστεγος ηθοποιός», «ο εγκαταλειμμένος ηθοποιός» είναι ταυτόχρονα και σε μεταφορικό επίπεδο «ο ηθοποιός χωρίς ρόλο», «ο ηθοποιός χωρίς κείμενο», «χωρίς επαρκές κείμενο», «ο ηθοποιός που γράφει μόνος το κείμενο», «που δεν ξέρει πώς να τελειώσει το κείμενο» – με όλα τα αισθητικά συμφραζόμενα αυτής της κατάστασης, που μπορεί να εκτείνονται από τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια ως την μεγαλύτερη ανοησία…
Για καλή μας τύχη, εδώ, αντίθετα απ’ ό,τι σε πλείστα δήθεν «μεταμοντέρνα» εγχειρήματα, η εμφανώς δουλεμένη παρουσία κάνει το «δεν υπάρχουν λέξεις» του ρόλου πιστευτό. Η πυκνότητα της ενέργειας ισορροπεί τη «χαλαρότητα» του νοήματος. Και μας μετακινεί ασυναίσθητα από τον χώρο του πραγματικού, στον χώρο του υπαρξιακού: «Δεν ξέρω γιατί κι όμως είμαι εδώ και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να συνεχίσω με όσο λίγα, ανάξια, ευκαταφρόνητα έχω. Δεν έχω να πω τίποτα. Δεν μπορώ καν να σηκώσω το τηλέφωνο, μπορώ μόνο ανέκφραστος να το παρατηρώ να χτυπά, ανήμπορος, ανοχύρωτος στο μούδιασμα που με καταλαμβάνει». Μεταξύ καρέκλας και τουαλέτας. Μηχανικό πλύσιμο χεριών. Στον χώρο αυτόν του ελάχιστου – που δικαιωματικά αντιστοιχίζεται με το σύμπαν του Μπέκετ χωρίς να αναπαράγει ούτε λέξη του. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο: το βίωμα τού «Ποια είναι η λέξη». Χωρίς αυτολύπηση. Στεγνό και συγκινητικό ταυτόχρονα.
Λιγότερη σημασία έχει τι λέγεται, και περισσότερο η διαδικασία. Το σώμα σε μια καρέκλα. Σκυμμένο σε μια ηλεκτρική κιθάρα που δεν θα εκτονώσει ποτέ τον δυναμισμό της.
Λιγότερη σημασία έχει τι λέγεται, και περισσότερο η διαδικασία. Το σώμα σε μια καρέκλα. Σκυμμένο σε μια ηλεκτρική κιθάρα που δεν θα εκτονώσει ποτέ τον δυναμισμό της. Κάπου στην άκρη δεξιά, μπροστά σ’ έναν κενό χώρο που θα μείνει απεγνωσμένα κενός με τη μαύρη μοκέτα του άθικτη και απάτητη ως το τέλος. Το τραγούδι αγάπης που πασχίζει να ακουστεί μέσα από σκόρπιες νότες, από μια σπασμένη κι άλλοτε αναπάντεχα ορμητικά φωνή ή από ένα τρανζίστορ και που δεν θα φτάσει ποτέ τον προορισμό του – όχι τόσο γιατί ο άλλος δεν υπάρχει αλλά γιατί έχει χαθεί το νόημα της απεύθυνσης στη διαδρομή. Παρόλο που «ο άλλος» είναι εκεί. Ακριβώς απέναντι. Ποτέ όμως δεν θα καταφέρει, ως πρόσωπο, να ανταποκριθεί στο «μεγαλειώδες» νόημα του τραγουδιού. Στον «συγκλονισμό» της ανάμνησης: Ο μόνος τρόπος ν’ ακουστεί πειστικά το τραγούδι είναι η απουσία – είτε είναι λαϊκό (με τον καθόλου τυχαίο τίτλο Ποτέ δεν σε ξεχνώ του καθόλου τυχαίου ερμηνευτή της αγάπης Γιάννη Πάριου) είτε ροκ μπαλάντα (Carrie από την εποχή του εφηβικού μας μελοδράματος). Ο μόνος τρόπος ν’ ακουστεί πειστικά το τραγούδι είναι η ανυπαρξία του οποιαδήποτε δεσμού. Του οποιοδήποτε προσώπου. Ακόμη και του ίδιου, εκείνου που το ψελλίζει στο σκοτεινό δωμάτιο. Προσπαθώντας εμμονικά, μέσω του θεάτρου, να αντισταθμίσει την έλλειψη. Αλλά, τον εξουδετερώνει το υπαρξιακό κενό και η pop κουλτούρα. Κι εξουδετερωμένος, εξουθενωμένος, εξατμισμένος (το πρόσωπο και ο ρόλος) επιστρέφει στη σιωπή.
Αυτή τη σιωπή μας προσφέρει. Κατεβάζοντας σκωπτικά τα ρολά. Μέχρι να τα ανοίξει πάλι.
Του εύχομαι την επόμενη φορά να μην εξατμιστεί τόσο. Να βρει το κείμενο – με ό,τι σημαίνει αυτό. Ή έστω κάποιες (παραπάνω) λέξεις.
* Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ είναι θεωρητικός θεάτρου, συγγραφέας και μεταφράστρια.
Βοηθός σκηνοθέτη : Βάσω Καμαράτου
Σκηνικά – Φωτισμοί : Μπαγκλαντές (Χαλκοκονδύλη 35, Αθήνα)