alt

Για την παράσταση Μικρές αλεπούδες της Lillian Helman, σε σκηνοθεσία του Thomas Ostermeier, από τη Schaubühne, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2015.

Του Νίκου Ξένιου

Take us the foxes, the little foxes that spoil the vines For our vines have tender grapes. —Song of Solomon (2:15)

Δύο χρόνια μετά την πολυσυζητημένη εμφάνισή του στην Πειραιώς 260 με τον ιψενικό «Εχθρό του λαού», ο Τόμας Όστερμαϊερ επέστρεψε και φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών με τη Schaubühne από 19 έως 21 Ιουνίου για να μας παρουσιάσει την περυσινή παραγωγή «Μικρές αλεπούδες».

Η παράσταση βασίζεται στο ομώνυμο έργο της Λίλιαν Χέλμαν που στηλιτεύει την απληστία μιας παρηκμασμένης κοινωνίας όπου η ευτυχία ταυτίζεται με το κυνήγι του χρήματος και οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν διαλυθεί[1]. Μια παράσταση υψηλής αισθητικής και μεγάλου εκτοπίσματος, που επαναθίγει, με γερμανικό φλεγματισμό και κυνισμό, το κλασικό αμερικανικό μπουλβάρ κι ευθυγραμμίζει ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων παλαιάς κοπής με ένα απόλυτα σύγχρονο πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό.

Η γερμανική εκδοχή του αμερικανικού South

Μια παράσταση υψηλής αισθητικής και μεγάλου εκτοπίσματος, που επαναθίγει, με γερμανικό φλεγματισμό και κυνισμό, το κλασικό αμερικανικό μπουλβάρ κι ευθυγραμμίζει ένα ψηφιδωτό χαρακτήρων παλαιάς κοπής με ένα απόλυτα σύγχρονο πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό.

Ο Τόμας Όστερμαϊερ πρωτοπαρουσίασε τις «Μικρές αλεπούδες» στη Schaubühne τον Ιανουάριο του 2014, μεταφέροντας στη σύγχρονη Γερμανία μια υπόθεση του αμερικανικού Νότου των αρχών του 20ού αιώνα. Στις «Κleinen Füchse» του Όστερμαϊερ η απληστία και ο εύκολος πλουτισμός οδηγούν τη γερμανική οικογένεια τραπεζιτών Χάμπαρντ να παραθέσει διπλωματικό δείπνο στον αμερικανό επιχειρηματία Μάρσαλ: η παγερή σύζυγος Ρετζίνα Χάμπαρντ (Νίνα Χος), που θέλει να δραπετεύσει από την ανούσια ζωή της και να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, οι άπληστοι αδελφοί της Όσκαρ (Ντέιβιντ Ρούλαντ) και Μπεν (στον ρόλο ο εκπληκτικός Μαρκ Βάσκε), που προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον Χόρας (Τόμας Μπέιντινγκ), τον άρρωστο σύζυγο της Ρετζίνα, για να εξασφαλίσουν το ποσόν των εβδομήντα πέντε χιλιάδων που απαιτεί ο Αμερικανός για την επέκταση της επιχείρησής τους, κινούνται με εξώφθαλμη ιδιοτέλεια. Ο Χόρας θα πεθάνει από έμφραγμα αφού πρώτα συγκρουστεί με τη Ρετζίνα, με την οποία βρίσκεται χρόνια αποξενωμένος και διαπιστώσει πόσο μόνος είναι: απονέμοντας δικαιοσύνη, θα ανατρέψει τα φιλάργυρα σχέδια της οικογένειας, αφήνοντας το παλιό, καλό σύστημα αξιών ως κληρονομιά στην κόρη του: αυτόπτης μάρτυρας της σύγκρουσης του ζευγαριού είναι η έφηβη μοναχοκόρη  Αλεξάνδρα (στον ρόλο η Άιρις Μπέκερ), η οποία αντιλαμβάνεται πόση απληστία υπάρχει στον κόσμο και ωριμάζει τραυματικά και απότομα.

Η σκηνογραφία από μαύρους καναπέδες από δέρμα και επιχρωμιωμένο μέταλλο, μαύρο πιάνο με ουρά ως κατάλοιπο του παλιού συστήματος αξιών, μεταλλική σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο, πάτωμα που αργά περιστρέφεται μαζί με τους ακίνητους ή κινούμενους ηθοποιούς φέρνοντας, εναλλάξ, στο προσκήνιο το πιάνο ή τον καναπέ και, αντίστοιχα, τον διάλογο που διαδραματίζεται εκεί, φωτισμό που γίνεται νεκρικός στις σκηνές της αλλοτρίωσης των συνειδήσεων, στρωμένη τραπεζαρία «στα ενδότερα», που αποκαλύπτει μέρος μόνο των δολοπλοκιών των χαρακτήρων, συρόμενη δίφυλλη πόρτα, που ανακαλεί σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, και προπάντων σύγχρονη μουσική, όλα συνάδουν προς τη σύγχρονη «ντηζαϊνάτη» νεοπλουτική αισθητική αυτής της «μαύρης» σάτιρας.  

Μια «αγία οικογένεια» φιλάργυρων μικροαστών

Ο Όσκαρ Χάμπαρντ ασκεί σωματικό και ψυχικό bullying στη σύζυγο και στον γιο του, πράγμα που ταιριάζει στις σελίδες ενός southern boulevard, όμως συνιστά κατάφωρη αντίθεση προς το σύγχρονο πλαίσιο όπου κινείται η διασκευή. Ο Μόριτζ Γκότβαλντ στον ρόλο του γιου εδραιώνει ένα γλοιώδη χαρακτήρα ως κωμική φιγούρα απατεωνίσκου. Στο εκβιομηχανιζόμενο σκηνικό όπου το παλιό υποστατικό φαντάζει απολίθωμα του ρομαντικού παρελθόντος, η Μπέρντι, η σύζυγος του Όσκαρ, είναι η μόνη που φέρει τα εύσημα ευγενούς καταγωγής: μάλιστα η μητέρα της είχε αρνηθεί να την παντρέψει με κάποιον Χάμπαρντ, θεωρώντας πως ήσαν «άνθρωποι που έφτιαξαν την περιουσία τους χρεώνοντας παράλογο τόκο στους φτωχούς, ανυποψίαστους νέγρους» (μάλιστα στο πρωτότυπο έργο υπάρχει και ένας δεύτερος ρόλος μαύρου υπηρέτη). Η ερμηνεία της Νίνα Χος στον ρόλο της σύγχρονης Ρετζίνα Χάμπαρντ είναι λεπτή σαν κρύσταλλο και εσωτερική, γεμίζει τη σκηνή με ψυχρότητα θηλυκού “bitch” εκτελεστή και εναρμονίζεται προς την ευαίσθητη, εξίσου φλεγματική ερμηνεία του ιδεαλιστή Χόρας από τον Τόμας Μπέιντινγκ, ιδιαίτερα στη σκηνή της εν ψυχρώ εγκατάλειψής του την ώρα του εμφράγματος. Αντιθέτως, η Ουρσίνα Λάρντι στον ρόλο της Μπέρντι, της αλκοολικής και υποταγμένης συζύγου του Όσκαρ, δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, με τη διαφορά η δραματική κορύφωση που επιτυγχάνει φαντάζει εμβόλιμη στον ρυθμό της παράστασης.

Ο Όστερμαϊερ μοιάζει να υπαινίσσεται πως η ζωή και η ευημερία του γηράσκοντος ευρωπαίου μικροαστού κινδυνεύει ανά πάσαν στιγμή να τερματιστεί από την κορυφούμενη απληστία των «κατοίκων του άνω ορόφου» και οι επίγονοι να βρεθούν επί ξυρού ακμής.

Η Ρετζίνα, μια φιλοχρήματη «ice-queen» που ανάγει την καταγωγή της στην Αλαμπάμα του 1900 και η Μπέρντι, μια «drama queen» που παραπέμπει σε ηρωίδα του Τέννεσι Ουίλιαμς, δεν εντάσσονται εύκολα στο κοινωνικό πλαίσιο της σύγχρονης Γερμανίας και έτσι, εκτός πλαισίου, ως θεατρικοί χαρακτήρες είναι τρωτοί. Από τα εξωκειμενικά ολισθήματα του γερμανού δραματουργού διασώζεται η τελική σκηνή, εκείνη της οριστικής αποξένωσης της Ρετζίνα από το ανθρώπινο περιβάλλον, τη στιγμή που πλέον ελέγχει τα ηνία της ζωής και της περιουσίας των άλλων. Η οικονομικά θριαμβεύτρια, απόλυτα χειριστική Ρετζίνα είναι μια «καταραμένη» φιγούρα που δαιμονοποιήθηκε στο θέατρο και τη μεγάλη οθόνη στις δεκαετίες 1930-1950, συμπαρασύροντας και τη δημιουργό της. 

Η παράσταση καταφέρεται στον αμοραλισμό του όψιμου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, με ένα έργο μπουλβάρ που προσφέρεται δραματουργικά, λόγω της υπερβολικής αναφοράς του στην κλιμάκωση της ανομίας: η Ρετζίνα το λέει χαρακτηριστικά: «Αν βάλεις το ένα τρίτο των χρημάτων στην επιχείρηση, λογικά θα πρέπει να πάρεις και το ένα τρίτο των κερδών. Αλλά και πάλι, δεν υπάρχει κάποιος νόμος σχετικά… ή μήπως υπάρχει;».Â Ο Όστερμαϊερ μοιάζει να υπαινίσσεται πως η ζωή και η ευημερία του γηράσκοντος ευρωπαίου μικροαστού κινδυνεύει ανά πάσαν στιγμή να τερματιστεί από την κορυφούμενη απληστία των «κατοίκων του άνω ορόφου» και οι επίγονοι να βρεθούν επί ξυρού ακμής. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του: «Είναι ένα έργο που μιλά για την απληστία μέσα στην οικογένεια, για τα χρήματα, και το πώς αυτά καταστρέφουν τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Επέλεξα να φέρω την ιστορία στον κόσμο του σήμερα, γιατί αυτά τα θέματα μας απασχολούν στο παρόν. Πλούσιες οικογένειες που λειτουργούν με μαφιόζικους τρόπους κυβερνούν την υπόλοιπη χώρα – και το βλέπουμε αυτό στη Γερμανία, στην Ελλάδα, σε όλες τις χώρες. Με τράβηξε αυτό το έργο, λοιπόν, γιατί ασχολείται με παγκόσμια θέματα, δηλαδή με το πρόβλημα του καπιταλισμού. Λέει πολλά για τους καιρούς στους οποίους ζούμε. Επίσης, αυτό το έργο μ’ ενδιέφερε γιατί, σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα που επικεντρώνονται σε πρωταγωνιστές ανδρικού φύλου, εδώ βρίσκουμε μια ισχυρή γυναίκα. Και ο τρίτος λόγος είναι ότι η Λίλιαν Χέλμαν είναι, κατά τη γνώμη μου, μια από τις σπουδαιότερες θεατρικές συγγραφείς του 20ού αιώνα, αν και όχι τόσο αναγνωρισμένη στην Ευρώπη».

alt

Άγριος ανταγωνισμός και δίψα για χρήμα

Αντί να αρκεστεί στις δάφνες των πρώτων της επιτυχιών, η Χέλμαν πέρασε στον χώρο της πεζογραφίας σε ηλικία σχεδόν εξήντα χρόνων, με αποτέλεσμα το όνομά της να προσλάβει διαστάσεις αντικομφορμιστικού συμβόλου και πολιτικής ηρωḯδας.

Η μεγάλη επιτυχία του πρώτου έργου της, «The Children's Hour», που το 1934 έκανε διάσημη τη Λίλιαν Χέλμαν στα είκοσι οκτώ της χρόνια, η δουλειά της ως σεναριογράφου, ο απότομος και ειλικρινής της χαρακτήρας, οι αριστερές της πεποιθήσεις, η σχέση της με τον Ντασιέλ Χαμέτ, η πολεμική της στον μακαρθισμό (είναι γνωστή η άρνησή της να «δώσει» ονόματα στους λογοκριτές της εποχής εκείνης) και το γενικότερο πορτραίτο της ως ακτιβίστριας υπερσκέλισαν τις μικρές απορρίψεις που δέχτηκε από τον χώρο της θεατρικής κριτικής. Αντί να αρκεστεί στις δάφνες των πρώτων της επιτυχιών, η Χέλμαν πέρασε στον χώρο της πεζογραφίας σε ηλικία σχεδόν εξήντα χρόνων, με αποτέλεσμα το όνομά της να προσλάβει διαστάσεις αντικομφορμιστικού συμβόλου και πολιτικής ηρωḯδας. Έγραψε τρία αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα, το Μια ανολοκλήρωτη γυναίκα (An Unfinished Woman: A Memoir, 1969), το Τζούλια (Pentimento, 1973) και το Ο καιρός των αχρείων (Scoundrel Time, 1976), στα οποία διηγούνταν διαφορετικές περιόδους της ζωής της. Η συγγραφική αξία της Χέλμαν δεν μειώνεται από το γεγονός ότι χρησιμοποίησε μυθοπλασία στις αυτοβιογραφίες της. Λόγω των πεποιθήσεών της, βρέθηκε για πολλά χρόνια στη μαύρη λίστα των σεναριογράφων, οι οποίοι είχαν αποκλειστεί από το Χόλιγουντ και το Μπρόντγουεϊ. Η λογοκρισία έθεσε τέλος στην καριέρα της Χέλμαν μέχρι και τον θάνατό της, το 1984.

Αφού ανακαινίστηκε από τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το θέατρο Schaubühne επαναλειτούργησε τη δεκαετία του εξήντα ως κινηματογράφος και μιούζικ χωλ, ενώ στη δεκαετία του 1970 δημιουργήθηκε ο θρύλος του από τον Πήτερ Στάιν, με το ανέβασμα του έργου του Πήτερ Βάις «Διάλογοι για το Βιετνάμ» προς οικονομική υποστήριξη των Βιετκόνγκ. Η αριστερή καλλιτεχνική του δράση συνεχίστηκε με το «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ και η πρώτη καλή κριτική δόθηκε στον «Πέερ Γκιντ» του Ίψεν. Με τη βοήθεια του Μπότο Στράους ο Στάιν έκανε το θέατρο παγκοσμίως γνωστό, μέχρι που το 2005 ο Τόμας Όστερμαϊερ εδωσε νέο προσανατολισμό στην κλασική πια Schaubühne.

* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.

[1] Οι «Μικρές Αλεπούδες» έκαναν πρεμιέρα το 1939 στο Μπρόντγουεϊ και δύο χρόνια μετά στη μεγάλη οθόνη, με τη συγγραφέα να υπογράφει τη διασκευή του και τον Γουίλιαμ Γουάιλερ να σκηνοθετεί, μεταξύ άλλων τους Μπέτι Ντέιβις και Χέρμπερτ Μάρσαλ. Το 1967 τους ρόλους της Ρετζίνα και της Μπέρντι ερμήνευσαν, αντίστοιχα, η Αν Μπάνκροφτ και η Μάργκαρετ Λάιτον. Το 1979 ο Τόμας Μουρ θα ανεβάσει το έργο με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Χαντλ. Το 1981 η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ερμήνευσε τη Ρετζίνα και η Μωρήν Στέιπλετον τη Μπέρντι. Το 1997 το έργο ξανανέβηκε με την Στόκαρντ Τσάνινγκ και τη Φράνσις Κονρόι. Οι «Μικρές Αλεπούδες» πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα από την Έλλη Λαμπέτη και έχουν σκηνοθετηθεί, επίσης, από τον Γιώργο Θεοδοσιάδη το 1974 και τον Γιάννη Μαργαρίτη το 1998.

Info
Σκηνοθεσία
Thomas Ostermeier
Σκηνογραφία
Jan Pappelbaum
Κοστούμια
Dagmar Fabisch
Μουσική
Malte Beckenbach
Δραματουργία
Florian Borchmeyer
Φωτισμός
Urs Schönebaum
Ερμηνεύουν
Birdie Hubbard - Ursina Lardi
Oscar Habbard - David Ruland
Leo Hubbard - Moritz Gottwald
Regina Giddens - Nina Hoss
William Marshall - Andreas Schröders
Ben Hubbard - Mark Waschke
Alexandra Giddens - Iris Becher
Horace Giddens - Thomas Bading
Addie - Jenny König

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«The dumb waiter» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη (κριτική) – Δυο εκτελεστές σε υπαρξιακή παγίδα

«The dumb waiter» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη (κριτική) – Δυο εκτελεστές σε υπαρξιακή παγίδα

Για την παράσταση «The dumb waiter», σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη, στο θέατρο «Σημείο». © για την εικόνα: Μαριλένα Αναστασιάδου

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

Απόλαυσα, στο θέατρο «Σημείο», την εξαιρετική σκηνοθ...

Έξτρα παράσταση για τη «Νέκυια» στη Θεσσαλονίκη

Έξτρα παράσταση για τη «Νέκυια» στη Θεσσαλονίκη

Μετά τη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού, η «Νέκυια», με τον Γιάννη Αγγελάκα και την Όλια Λαζαρίδου, σε σκηνοθεσία Χρήστου Παπαδόπουλου, συνεχίζεται με ακόμα μία παράσταση, Πέμπτη 13.02.24. 

Επιμέλεια: Book Press

...

«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα – Η αντίδραση που έγινε συναίνεση

«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα – Η αντίδραση που έγινε συναίνεση

«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα. Μια κριτική προσέγγιση της επιτυχημένης θεατρικής παράστασης. 

Γράφει ο Νίκος Σγουρομάλλης

Ένα κοινό χαρακτηριστικό της τέχνης που παρ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου έρχεται στο Υπόγειο

«Βίος και Πολιτεία»: Ο ψυχίατρος Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου έρχεται στο Υπόγειο

Στο 63ο επεισόδιο της σειράς συζητήσεων στο Βιβλιοπωλείο της Πολιτείας με ανθρώπους από το χώρο του βιβλίου και των ιδεών, o Κώστας Κατσουλάρης συνομιλεί με τον ψυχίατρο και συγγραφέα Θεόδωρο Μεγαλοοικονόμου με αφορμή το βιβλίο του «Ποια ψυχική υγεία και ποια ψυχιατρική, σε ποια κοινωνία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων). ...

«Ντόμινο – Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων» της Έλενας Μαρούτσου (κριτική) – Πρόγευση Παραδείσου

«Ντόμινο – Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων» της Έλενας Μαρούτσου (κριτική) – Πρόγευση Παραδείσου

Για τη συλλογή διηγημάτων της Έλενας Μαρούτσου «Ντόμινο – Η τέχνη των αλυσιδωτών πτώσεων» (εκδ. Κίχλη). Κεντρική εικόνα: Σχέδιο της Χριστίνας Κάμπαρη, κάρβουνο σε χαρτί, 42 x 30 cm, 2018.

Γράφει ο Γιάννης Καρκανέβατος

Βλέποντας το εξώφυλλο, α...

Νίκος Αδάμ Βουδούρης: «Η Λολίτα ήρθε στην εφηβεία και δεν θα φύγει ποτέ απ' τη ζωή μου»

Νίκος Αδάμ Βουδούρης: «Η Λολίτα ήρθε στην εφηβεία και δεν θα φύγει ποτέ απ' τη ζωή μου»

Από τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ στη «Λολίτα» και από τον Παπαδιαμάντη στον Κουμανταρέα. Αυτά είναι κάποια από τα βιβλία της ζωής του Νίκου Αδάμ Βουδούρη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Νάρκισσος και Ιανός» του Γιώργου Αριστηνού (προδημοσίευση)

«Νάρκισσος και Ιανός» του Γιώργου Αριστηνού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από την Εισαγωγή της μελέτης του Γιώργου Αριστηνού «Νάρκισσος και Ιανός – Οι μεταμορφώσεις του Μοντερνισμού στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία», η οποία θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Από την Εισαγωγή

...
«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»

Ο Μ...

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ