
Για την παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη, βασισμένη σε πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου που ανεβαίνει στο θέατρο Φούρνος. «Δεν υπάρχει κάποια προεξοφλημένη συνθήκη επιτυχίας: η δραματουργική παρέμβαση είναι απειροελάχιστη, ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται τα κείμενα του συγγραφέα και οι δύο μαζί εμπιστεύονται την ερμηνεύτρια, με τον αυθορμητισμό ενός χειροτεχνήματος χωρίς επιτήδευση».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Πώς πέντε διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου μπορούν να γίνουν το υλικό για να φτιαχτεί ένας θεατρικός μονόλογος με ουσία; Ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης αντλεί έμπνευση από το ζοφερό σύμπαν του Έλληνα συγγραφέα και αναδεικνύει στη σκηνή του θεάτρου Φούρνος τις θαυμάσιες ερμηνευτικές δυνατότητες της Δέσποινας Σαραφείδου. Ο τίτλος είναι "Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;", ενώ oι δύο εταιρείες παραγωγής είναι η 1+1=1 και Angelus Novus.
Πυκνότητα νοημάτων, λιτότητα, ντοπιολαλιά, άκρα ποιητικότητα και αίσθηση παρακμής, παράλληλα με βαθύτατη ανθρωπιά και συμπόνια: να ποιος είναι ο ορίζοντας των πέντε διηγημάτων, που προέρχονται από τρεις διαφορετικές συλλογές: Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου. Τα κείμενα του Δημητρίου συνδέονται οργανικά και η γυναικεία φιγούρα που πρωταγωνιστεί στην παράσταση μεταμορφώνεται, από διήγημα σε διήγημα, με εργαλεία τη φωνή, το σώμα και την ενδυμασία. Μεταμορφώνεται σε πέντε διαφορετικά αφηγηματικά υποκείμενα, κυριαρχημένα από την απώλεια, τη στέρηση, τη μοναξιά. Πρόσωπα εκτός κανονικότητας, τραυματισμένα, συμπλεγματικά, μυστηριώδη, που κινούνται στο καλαίσθητο σκηνικό της Μαρίας Καραθάνου (εμπνευσμένο από πίνακες του Γιώργου Ρόρρη).
Από διήγημα σε διήγημα
Ενδοοικογενειακή βία στην ακριτική ελληνική επαρχία είναι το ζήτημα που αλλοιώνει, στεγνώνει τα αισθήματα και απογειώνει την ποίηση στο Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη (1987): μια νιόπαντρη Αρβανίτισσα δεν γίνεται ποτέ αποδεκτή από την οικογένεια του άντρα της, βιώνει συνεχή ματαίωση, ψυχοσυναισθηματικό και σωματικό βιασμό και σκληρότητα: «Νὰ μπάσουμε σπίτι μας τὴν Ἀρβανίτω, τὴν τέτοια, τὴν πάντοια;» Η γυναίκα καταπίνει τη γλώσσα της, ενώ όλο και περισσότερο εξαρτάται από το μονάκριβο, νοητικά υστερημένο αγόρι της: «Ἂν δὲν εἶχε κεῖνο τὸ ἄρρωστο πλάσμα, θὰ τρελαινόταν, θὰ σκοτωνόταν. Λὲς καὶ τό ’νιωθε τὸ νήπιο, τὴν ἔσφιγγε μὲ δύναμη ἄντρα, ἀπὸ τριῶν ἡμερῶν. Σ’ αὐτὸ τὸ ἀγκάλιασμα βρῆκε παρηγοριά. Ἀχώριστοι». Ο θάνατος του παιδιού κυριολεκτικά τής λύνει τη γλώσσα: «Ντιάλιθ’ ἴμ, Χριστάκη μου, ντιάλιθ’ ἲμ λοῦλε ἒστου πίς, ὀρφανό μου, λοῦλε οὒ ἒ ζέζα μὲ τοὺς παλιανθρώπους. Ἄχ! χούνα ἴμε, μοῦ σπόβε σπίρτιν τῆς μαύρης»1.
Αμέσως μετά η Δέσποινα Σαραφείδου μεταμορφώνεται σε πόρνη που πουλάει το κορμί της εκτεθειμένη στα αδηφάγα μάτια των ανδρών στη Συγγρού: ο μικρόκοσμος, λούμπεν και παρακμιακός, που συνθέτει το σύμπαν της αποτελείται από επαρχιώτες, φουρναρόγατους, σκουπιδιάρηδες του Δήμου, φύλακες του πάρκου. Μέχρι που, κάποια στιγμή, παύει να «περνάει η μπογιά της». Και τότε, αίφνης, εκδίδει το νεαρό αγόρι της, «ένα ξανθό με παχιά χείλη και άτονο βλέμμα», που μες στην άγνοιά του παραδίδεται στην εκπόρνευση σαν σε κάποιο «μακρινό όνειρο θαλπωρής». Του δίνει ορμόνες για να κάνει στήθος με μεγάλη ευκολία και το ονομάζει «Βαλέρια», κι όλα αυτά μόνο για δυο ψωροχιλιάρικα. Το άδοξο τέλος του παιδιού της την κατακλύζει μ’ ένα αίσθημα ανήθικης ελευθερίας. Το ανθρώπινο ον στην κατώτατη βαθμίδα της ύπαρξής του.
Ένας κόσμος λούμπεν
Το τυχαίο βλέμμα ενός περαστικού, η μειονεξία ενός παρία της ζωής, ο ακραίος πρωτογονισμός ενός σκληρού ανθρώπου, το ταλαιπωρημένο κορμί και ο πόνος ενός άλλου: αυτό είναι το σταθερό θεματολόγιο του Σωτήρη Δημητρίου: μετά από ένα όμορφα ερμηνευμένο τραγούδι (διδασκαλία Ελιόνας - Ελένης Σινιάρη), η «Φλέβα του λαιμού» χτυπά έντονα στο ομώνυμο εξεζητημένο διήγημα (1998), όπου η σύνδεση μάνας και κόρης αποκαλύπτει την ιδιαίτερη ευαισθησία του συγγραφέα. Η θεατρική ένταση και αυτή η ιδιότυπη γλώσσα που, όπως λέει ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, κρατά «γερές ρίζες στη γη και στην καρδιά», εδώ γνωρίζουν την κορύφωσή τους. Όπως και στo Mια Μαρίνα Τζάφου, εδώ προκύπτει «η παρηγορητική φαντασίωση της ταυτότητας ενός άλλου» και το ανοίκειο ανάγεται σε αυταξία.
Το ειρωνικό χαμόγελο του συγγραφέα απέναντι στα ανθρώπινα; Ή, ίσως, η επικράτηση της ζωής πάνω στον θάνατο;
Αμέσως μετά, με μια-δυο φωτιστικές παρεμβάσεις (εξαιρετική Στέβη Κουτσοθανάση) και με επιμελημένη κίνηση της πρωταγωνίστριας από την Ίριδα Νικολάου, η εξιστόρηση μεταφέρεται σε ένα νεκροταφείο: στη «Γλύκα στο στόμα» επιτυγχάνεται η αιρετική υπέρβαση και του τελευταίου ταμπού, του σεβασμού απέναντι στον πεθαμένο. Σκοτάδι και αδιέξοδο κυριαρχούν και επιβεβαιώνουν την ακρότητα του πένθους ώσπου, σε μιαν ειρωνική αντιστροφή, το ένστικτο επικρατεί. Ερωτική συνεύρεση εν μέσω απελπισμένης συντριβής; Η λίμπιντο μέσα στο πάρκο της απόλυτης, μετά θάνατον πνευματικότητας; Το ειρωνικό χαμόγελο του συγγραφέα απέναντι στα ανθρώπινα; Ή, ίσως, η επικράτηση της ζωής πάνω στον θάνατο; Όπως έχω γράψει και παλαιότερα, «με ένα ολίσθημα του νου, ο συγγραφέας σε εκτινάσσει στο παράλογο, που έτσι κι αλλιώς εμφωλεύει στην πρώτη γωνία. Τέλος, κι αφού ο κραδασμός (που είναι διακριτικός) έχει περάσει, απομένει ένα ίζημα στο τέλος, που θα εκραγεί αθόρυβα και θα σε καταβαραθρώσει και πάλι».
Η γοητεία του «χειροποίητου»
Πολύ σκληρός λόγος και τραγικά ωμή παρουσίαση της ανθρώπινης σκληρότητας στο τελευταίο διήγημα: στο «Κάι, κάι, θεούλη μου» ένας ανισόρροπος βασανιστής ζώων αντλεί ηδονή από την κακουργία του, σε κάποιο μακρινό, παραμελημένο φυλάκιο, και μπροστά στα έντρομα μάτια των έφεδρων ναυτών. Σε μιαν ανατριχιαστική, αποτροπιαστική κορύφωση φρίκης και οδύνης, η ελεγειακή κραυγή των ταλαιπωρημένων ζώων έρχεται, ανθρωπομορφικά δοσμένη, να αποτελέσει ένα είδος προσευχής. Ο συγγραφέας, με θρησκευτικό ρίγος καταθέτει τον θριαμβικό αντίλογο στην απόλυτη ασυνειδησία, την κορυφαία αναλγησία, τον φασισμό και την αποκτήνωση του ανθρώπου («Ένα παιδί απ’τη Θεσσαλονίκη»)
Στην παράσταση του Δαμιανού Κωνσταντινίδη η συγκίνηση επικρατεί, και η αιτία μπορεί να αναζητηθεί στην πηγαιότητα της σύνθεσης. Δεν υπάρχει κάποια προεξοφλημένη συνθήκη επιτυχίας: η δραματουργική παρέμβαση είναι απειροελάχιστη, ο σκηνοθέτης εμπιστεύεται τα κείμενα του συγγραφέα και οι δύο μαζί εμπιστεύονται την ερμηνεύτρια, με τον αυθορμητισμό ενός χειροτεχνήματος χωρίς επιτήδευση. Η Δέσποινα Σαραφείδου διαθέτει μιαν εγγενή μεταμορφωσιγένεια, αφενός γιατί η στόφα της ως ηθοποιού είναι σπανιότατη και η ερμηνευτική της γκάμα όλο και πλουσιότερη, κι αφετέρου γιατί οι επιλογές της πάντα απορρέουν από ποιοτικά κριτήρια και ενσυναίσθηση. Αισθάνομαι ότι σ’αυτήν την παράσταση εξοφλείται ένα προσωπικό «χρέος» προς τον συγγραφέα αυτόν, που στις τρεις προηγούμενες δεκαετίες έφερε τον νεοελληνικό λόγο στην ύψιστη βαθμίδα γνησιότητας και ιχνηλάτησε την ανθρώπινη φύση στο έσχατο πεδίο ευτελισμού και ωμότητας: από αυτήν τη ζοφερή συνθήκη, όμως, αναβλύζει ένα ποτάμι τρυφερότητας που επικρατεί στην καρδιά των συμβαλλομένων. Εξαιρετική παράσταση.
1. Γιε μου, Χριστάκη γιε μου/ λουλούδι του σπιτιού, ορφανό μου, λουλούδι/ ω η μαύρη με τους παλιανθρώπους/ Αχ! αίμα μου,μου τρύπησες την ψυχή της μαύρης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Κείμενο: Σωτήρης Δημητρίου
Σκηνοθεσία: Δαμιανός Κωνσταντινίδης
Ερμηνεία: Δέσποινα Σαραφείδου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Επιμέλεια κίνησης: Ίρις Νικολάου
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Μουσική διδασκαλία – Τραγούδι: Ελιόνα - Ελένη Σινιάρη
Βοηθός σκηνοθέτη: Κική Καραΐσκου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Γερακίτης
Trailer: Γιώργος Γεωργακόπουλος
Γραφιστική επιμέλεια: ONArt – Dennis Spearman
Γραφείο τύπου - Επικοινωνία: Ράνια Παπαδοπούλου – Blue Rosebud Productions
Παραγωγή: 1+1=1 & Angelus Novus