
Για την παράσταση «Εμένα οι μικρές ιστορίες με νοιάζουν, Ναπολέων!» του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, που ανεβαίνει στο θέατρο «Εν Αθήναις».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Είδα, στο θέατρο «Εν Αθήναις», την παράσταση Εμένα οι μικρές ιστορίες με νοιάζουν, Ναπολέων!, του συγγραφέα και σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Μάρκελλου (Δυο Πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα, Χορευτική Πανούκλα, Η Απαγωγή της Τασούλας, Η Ίτσα του Σάσμα). Πρόκειται για διασκευή του εκτενούς μυθιστορήματος του Γιόζεφ Ροτ Οι εκατό μέρες (“Die hundert Tage”, 1936, από την ελληνική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου στις εκδ. Άγρα, 2013/2023) που ο Κ. Μάρκελλος έκανε μαζί με την Ελένη Στεργίου. Το κείμενο, απόλυτα ρεαλιστικό και παράλληλα έξοχα λυρικό, προσφέρει το έδαφος για τρεις διασταυρούμενες- σκηνικές αφηγήσεις που αφορούν τα διαχρονικά δεινά του πολέμου, τη γοητεία που ασκεί η εξουσία στις μάζες και την ειρωνική μεταστροφή της τύχης των ισχυρών.
Ο Ροτ ρίχνει μια ψυχογραφική ματιά στην περίοδο (στην πραγματικότητα 111 ημέρες) που ακολούθησε την επιστροφή του Ναπολέοντα από την εξορία στην Έλβα την 1η Μαρτίου 1815 έως τη συντριπτική ήττα του στο Βατερλώ στις 18 Ιουνίου του 1815
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης στο Book's journal: «Στις 23 Μαΐου 1939, o σαρανταπεντάχρονος Ροτ, βυθισμένος στο ποτό των χαμένων του ψευδαισθήσεων αλλά και στο πραγματικό αλκοόλ, μαθαίνει για την αυτοκτονία ενός μεγάλου επαναστάτη και πολύ φίλου του, του συγγραφέα Ερνστ Τόλλερ. Καταρρέει επιτόπου και, τέσσερις μέρες αργότερα, πεθαίνει στο νοσοκομείο από πνευμονία και delirium tremens. Είχε όμως προλάβει, ανάμεσα στο Εμβατήριο Ραντέτσκυ που γράφηκε το 1932, λίγο πριν το τέλος της Βαϊμάρης, και την Κρύπτη που γράφηκε το 1938, τη χρονιά της Νύχτας των Κρυστάλλων, να γράψει το 1935, χρονιά των φυλετικών νόμων της Νυρεμβέργης, τις Εκατό μέρες. Το βιβλίο αυτό όπως και ο Βουβός προφήτης (1929) αναδεικνύουν, μέσω δύο «μεγάλων», Τρότσκι και Ναπολέοντα, το μεγαλείο των «μικρών». Αν κατά τον Στέφαν Τσβάιχ το Εμβατήριο Ραντέτσκυ είναι ένα βιβλίο αποχαιρετισμού για την Αυτοκρατορία και η Κρύπτη των Καπουτσίνων είναι ο τελευταίος ασπασμός της, ο Ιώβ, η ζωή ενός απλού ανθρώπου (1930) είναι το πρελούδιο μιας ανθρώπινης συμφωνίας για τη σχέση των ταπεινών με τους ισχυρούς. Εκεί εξιστορούνταν η ζωή ενός καθημερινού απλού Εβραίου, του Μέντελ Σίνγκερ, μέσα από την πορεία του από τα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας στους «κακόφημους» δρόμους της Νέας Υόρκης. Οι Εκατό μέρες θα μπορούσαν να θεωρηθούν το φινάλε αυτής της συμφωνίας. Ο Ιώβ επανέρχεται ως Ναπολέων στις Εκατό μέρες. Όταν ο Ναπολέων επιστρέφει στο Παρίσι μετά το Βατερλώ, τα πλήθη φωνάζουν «“Δεν είναι ο αυτοκράτορας Ναπολέων αυτός! Ο Ιώβ είναι. Δεν είναι ο αυτοκράτορας!… Ο αυτοκράτορας Ιώβ!” επανέλαβαν οι τροχοί της άμαξας».
Οι χαρακτήρες είναι εν μέρει ανθρώπινοι και εν μέρει παραβολές.
Ο Ροτ ρίχνει μια ψυχογραφική ματιά στην περίοδο (στην πραγματικότητα 111 ημέρες) που ακολούθησε την επιστροφή του Ναπολέοντα από την εξορία στην Έλβα την 1η Μαρτίου 1815 έως τη συντριπτική ήττα του στο Βατερλώ στις 18 Ιουνίου του 1815 και την επαναφορά του βασιλιά Λουδοβίκου 18ου στον θρόνο, σε δύο ενότητες που παρουσιάζουν τη σκοπιά του ίδιου του Βοναπάρτη και δύο που αφορούν μια νεαρή χωριατοπούλα, συντοπίτισσα του -από το Αιάκειο της Κορσικής--, την πλύστρα του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι. Οι χαρακτήρες είναι εν μέρει ανθρώπινοι και εν μέρει παραβολές.
Μια εξιστόρηση ιδιαίτερα ρομαντική
Ο Ναπολέων είναι καθ' οδόν για να κατακτήσει τον κόσμο και η Αντζελίνα τον λατρεύει με την αθωότητα και το δέος (έως και την ειδωλολατρική προσκόλληση) μιας νεαρής κοπέλας που εγκαταλείπει την ιδιαίτερη πατρίδα της για ν’ακολουθήσει τα ίχνη του ινδάλματός της. Ο Ναπολέων επιστρέφει στο Παρίσι, συγκεντρώνει στρατό και βαδίζει στον πόλεμο. Κατόπιν, επανέρχεται ηττημένος στο Παρίσι, παραιτείται, αποχαιρετά τη μητέρα του και φεύγει ενώ οι εχθροί του εισβάλλουν, για να παραδοθεί εν τέλει στο έλεος των Άγγλων. Η Αντζελίνα κλέβει από τα ασπρόρουχα του Ναπολέοντα ένα μαντήλι του, που απεικονίζει τον χάρτη των πολεμικών του επιτυχιών, και κοιμάται μ’ αυτό κάτω από το μαξιλάρι της. Φτάνει δε να τον υπερασπίζεται με όλη της τη δύναμη, ακόμα κι όταν οι στρατιώτες του τον εγκαταλείπουν. Κατά μια περίεργη και ειρωνική συγκυρία, κι ενώ εκείνος εκπροσωπεί τον διακεκριμένο άνδρα και η Αντζελίνα την περιθωριακή, ταπεινή γυναίκα, οι μοίρες τους είναι αλληλένδετες.
«Ο Ροτ παραμένει εντούτοις προσηλωμένος σ’ έναν ηθικό πυρήνα, όπου μετά βίας συμπιέζονται, με όλες τις απρόβλεπτες διαφυγές τους, η νοσταλγία με την περιπλάνηση, ο πόνος της πατρίδας (Heimweh) με τη συνείδηση του οριστικού ξεριζωμού, η γοητεία του θανάτου με την ευγνωμοσύνη για το ακατάλυτο δώρο της ζωής», γράφει ο Διονύσης Καψάλης στη «Φούγκα της Νοσταλγίας - Για τον Γιόζεφ Ροτ».
Μέσα στον ίλιγγο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μετά την αναχώρησή του από το Βερολίνο με την άνοδο του Χίτλερ, ο ιδιότυπος συγγραφέας κατακλύζεται από τρόμο και φόβο. Χαρακτηρίζοντας τη μάταιη καταστροφή ενός πληθυσμού -στην προκειμένη περίπτωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του στρατού του Ναπολέοντα- και το αίσθημα απώλειας όταν ο Ναπολέων συνειδητοποίησε ότι όλα έχουν χαθεί και τρέπεται σε φυγή, φιλοσοφεί πάνω στον εφήμερο χαρακτήρα της νίκης και στο άφευκτο γεγονός ότι οι ηγέτες θα ανεβαίνουν και θα πέφτουν, αλλά ο απλός λαός θα πληρώνει πάντα το υψηλότερο τίμημα. Όπως γράφει και το σκηνοθετικό σημείωμα, «την Ιστορία γράφουν οι νικητές κι οι δυνατοί με το μελάνι τους, όμως αυτοί που την ποτίζουν με το αίμα τους είναι οι αφανείς και οι ελάχιστοι πρωταγωνιστές της, με τις μικρές, προσωπικές ιστορίες τους».
Η παθολογική λατρεία του ηγέτη
Η Αντζελίνα γνωρίζει και λατρεύει τον Ναπολέοντα αποκλειστικά μέσα από τα πορτραίτα του καβάλα στο άσπρο του άλογο, που κρέμονται σε κάθε γωνιά του κόσμου. Θα αναβάλει για λίγο τη φετιχιστική της λατρεία προς τον Βοναπάρτη, για να διασκεδάσει με «τον κόσμο των σπαθιών, της μπότας με τα σπιρούνια και της υφαντής πλεξούδας του υπέροχου λοχία-ταγματάρχη Σοσταίν», ενός κωμικού γίγαντα που θα της δώσει έναν γιο: τον γιο της Πασκάλ Πιέτρι που, όταν μεγαλώσει, θα πολεμήσει στο πλευρό του Μεγάλου Στρατηλάτη για να κατακτήσει μαζί του τον κόσμο. Αργότερα, η Αντζελίνα θα καταφύγει στο κρεβάτι του Πολωνού τσαγκάρη Βοκούρκα, που έχει, μάλιστα, χάσει το πόδι του σε εκστρατεία του Ναπολέοντα, και ο οποίος της προτείνει να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του στην πατρίδα του. Λίγο πριν αναχωρήσουν, επιστρέφει ο αυτοκράτορας και εκείνη τον ακολουθεί στα καθήκοντα της πλύστρας, εγκαταλείποντας τον Βοκούρκα. Ο Βοκούρκα είναι η πιο συμπαθητική αλλά και η πιο ηθική περσόνα στο μυθιστόρημα, πρόσωπο που το διακρίνει φιλελεύθερος αντιεθνικισμός, χαρακτηριστικός του Ροτ.
Η τελευταία σελίδα ανήκει στην Αντζελίνα που πεθαίνει στον δρόμο, επιτιθέμενη σ’ένα πλήθος φιλοβασιλικών σε ένα παραληρηματικό ξέσπασμα αφοσίωσης, αγκαλιάζοντας ένα ομοίωμα κούκλας του Αυτοκράτορα σαν να επρόκειτο, μέσα στην παραίσθησή της, για τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη στον Χάρτη: «Οι υποθέσεις ποικίλλουν για τις προθέσεις του συγγραφέα και μάλλον σχετίζονται περισσότερο με την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στην Γερμανία, την οποία ο Ροτ εγκαταλείπει μόλις οι Ναζί ανεβαίνουν στην εξουσία, το 1933. Έναν ακριβώς χρόνο μετά ο Ροτ αρχίζει να συγγράφει τις «Εκατό μέρες». Άραγε η επιλογή του να αναμετρηθεί με τους τρόπους της λογοτεχνίας με ένα τόσο εμβληματικό και επιδραστικό ιστορικό πρόσωπο, όπως ο Ναπολέων, αποτελεί μια ισχυρή αφορμή να μιλήσει για την εξουσία, την αλαζονεία της, τις αντιφάσεις της, τα όρια της και την υπέρβασή τους έως την τελική πτώση της;»
Όπως και να’χει, στο έργο αυτό επικρατεί έντονος συναισθηματικός μυστικισμός: ο Ναπολέων, στα μάτια της Αντζελίνας, είναι προικισμένος με ακαταμάχητη γοητεία, ενώ παράλληλα δεν έχει τη δύναμη που η Ιστορία του έχει προσάψει. Ο Ροτ στέκεται ιδιαίτερα στη μοναξιά του Ναπολέοντα και στη συνείδησή του για τον χρόνο που λιγοστεύει. Οι ένδοξες στιγμές του Βοναπάρτη συσκοτίζονται αρκετά στο κείμενο αυτό ενώ, αντίθετα, φωτίζεται το πρόσωπο της άσημης παραδουλεύτρας. Το βιβλίο τελειώνει με τον ηττημένο Ναπολέοντα να βρίσκει στη μάχη το πτώμα του μικρού τυμπανιστή Πασκάλ και να τον θάβει με τα ίδια του τα χέρια. Ο ίδιος ανακοινώνει τη θλιβερή είδηση στην Αντζελίνα. Αυτή όμως, λίγο αργότερα, όταν ο αυτοκράτορας βρίσκεται στο δρόμο για την παράδοσή του στους Βρετανούς, ορμά εναντίον του πλήθους που πανηγύριζε για την ήττα του Ναπολέοντα. Και το πλήθος την λυντσάρει. Η τελευταία σελίδα ανήκει στην Αντζελίνα που πεθαίνει στον δρόμο, επιτιθέμενη σ’ένα πλήθος φιλοβασιλικών σε ένα παραληρηματικό ξέσπασμα αφοσίωσης, αγκαλιάζοντας ένα ομοίωμα κούκλας του Αυτοκράτορα σαν να επρόκειτο, μέσα στην παραίσθησή της, για τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.
Η παράσταση του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, αν και εκτυλίσσεται εν είδει απαγγελλόμενου κειμένου, λόγω της εξαιρετικής μουσικής δόμησής της (Γιώργος Χρυσικός) και των πρωτότυπων φωτισμών στα χρώματα που είχε η γαλλική σημαία της Εθνοσυνέλευσης του 1794, στο κόκκινο, το λευκό και το μπλε, αποκτά μια ξεχωριστή θεατρική ποιότητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Διασκευή: Ελένη Στεργίου, Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Ερμηνεύουν οι: Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Ελένη Στεργίου, Κωνσταντίνος Μάρκελλος
Πρωτότυπες Συνθέσεις-Ηχητικός Σχεδιασμός: Γιώργος Χρυσικός
Σχεδιασμός Φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Φωτογραφίες: Valeria Isaeva
Βίντεο-Trailer: Πέτρος Μακρής
Βοηθός Φωτιστή: Γιώργος Αγιαννίτης
Ηχοληψία: Μανώλης Ανδρεάδης
Έπαιξαν οι μουσικοί: Γιώργος Χρυσικός (κοντραμπάσο, fx, loops), Ραφαέλα Τσομπανούδη (τσέλο), ΑλέξηςΒουτουρής (βιολί), ΝικόλαςΠλάτων (τρομπέτα).