
Για την παράσταση «Πνεύμονες» του Ντάνκαν Μακμίλαν σε σκηνοθεσία Ειρήνης Λαμπρινοπούλου, στο θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα μέχρι τις 13 Μαΐου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα είδα τους «Πνεύμονες» του Ντάνκαν Μακμίλαν, στην πολύ καλή σκηνοθεσία της Ειρήνης Λαμπρινοπούλου. Ο Ντάνκαν Μακμίλαν έγραψε τα έργα: Lungs, People, Places and Things, Every Brilliant Thing καθώς και τη θεατρική μεταφορά του βιβλίου του Τζορτζ Όργουελ 1984. Όλα τα έργα του ανέβηκαν σε διάφορα θέατρα της Αγγλίας, των ΗΠΑ αλλά και άλλων χωρών, με πολύ μεγάλη επιτυχία, αποσπώντας πολλά βραβεία. Παρουσιάστηκαν επίσης σε διάφορα φεστιβάλ (Festival D’Avignon, Salzburg Festival). Οι «Πνεύμονες» πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Studio Theatre, στην Ουώσινγκτον, το 2011, στη Μ. Βρετανία βραβεύτηκαν ως καλύτερο έργο του 2013 (Old Vic) και στην Ελλάδα έχουν ανέβει τρεις φορές μέχρι σήμερα.
Το ζήτημα του έργου
Με κεντρικό ζήτημα το εάν αξίζει να κάνει κανείς παιδί ή όχι (πολύ σημαντικό και πολύπλευρο ζήτημα, που σήμερα ανακινείται σοβαρά), ο θεατής μπαίνει στη διαδικασία να συνυπολογίσει όλους τους παράγοντες που παρεισφρέουν στον προβληματισμό: την υπογεννητικότητα και τον δημογραφικό μαρασμό του δυτικού κόσμου σε αντιπαραβολή προς τη γεωμετρική άνοδο του πληθυσμού της γης, τη θέση της γυναίκας και την επαναπραγμάτευση του ρόλου της ως μητέρας, τις σχέσεις των δύο φύλων και το ζήτημα του γάμου σε σχέση με την τεκνοποιία, το σοβαρότατο ζήτημα του συστήματος αξιών με το οποίο πρόκειται να μεγαλώσει ένα παιδί σήμερα. Και, πάνω απ’ όλα, το ζήτημα προτεραιοτήτων που τίθεται στην προσωπική ζωή καθενός, σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ιδεολογική ασάφεια, η βία, η διαφθορά και η εικονική πραγματικότητα. Όλα συνυπολογίζονται από ένα νεαρό ζευγάρι, που είναι -εκ πρώτης όψεως- πολύ ερωτευμένο. Επίσης, πρόκειται για ένα ζευγάρι μορφωμένο, ευαισθητοποιημένο στα μείζονα προβλήματα της ανθρωπότητας και, κυρίως, οικολογικά ενεργοποιημένο (και εδώ η γυναίκα θέτει το ζήτημα του «ανθρακικού αποτυπώματος» κάθε ανθρώπου που έρχεται στον κόσμο για να εκπέμψει «δέκα χιλιάδες τόνους διοξειδίου του άνθρακα! Αυτό είναι το βάρος του Πύργου του Άιφελ! Θα γεννούσα έναν Πύργο του Άιφελ!»). Ποιες είναι οι ηθικές και κοινωνικές ευθύνες της ανατροφής ενός παιδιού εν μέσω κλιματικής κρίσης; Αυτό φαίνεται να τους απασχολεί πρωτίστως.
Στο πρώτο μέρος του έργου ο προβληματισμός Εκείνης φτάνει στα όρια της υστερίας, και αυτή η στάση έρχεται σε αντίθεση με τη φυσιολογική επιθυμία ένα παιδί να είναι καρπός έρωτα και αμοιβαίας επιθυμίας: οι διάλογοι συνιστούν αντίλογο στην υστερία της νέας -τεκνοποιητικά ικανής- γενεάς περί, υποτίθεται, θεϊκής παραίνεσης για αναπαραγωγή, και υπ’ αυτήν την έννοια στηλιτεύουν το κύμα νεοσυντηρητισμού που έχει κατακλύσει τον δυτικό κόσμο. Εκείνος είναι παραδοσιακό αρσενικό αλλά υιοθετεί πολιτική ορθότητα σε όλες τις φάσεις, πλην της σεξουαλικής. Εκείνη ναι μεν τον θέλει δυναμικό κι αποφασιστικό, όμως το βλέμμα του πόθου του το ερμηνεύει ως βλέμμα βιαστή («Μερικές φορές μου φαίνεται ότι θα μου κόψεις τα άκρα και θα με θάψεις στο δάσος»). Είναι τόσο ρευστές οι αντιλήψεις περί συντροφικότητας, τόσο διαπραγματεύσιμοι οι όροι αυτοπραγμάτωσης ενός νέου ανθρώπου, τέτοιος ο κατακερματισμός του ατόμου σήμερα, που ευτυχώς το έργο θέτει επί τάπητος τέτοια ζητήματα.
Έτσι, στο δεύτερο μέρος, η πλοκή θα εξελιχθεί απρόσμενα προς μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, και μάλιστα επιταχυνόμενη, διαλύοντας τους αφηγηματικούς αρμούς και διανύοντας δεκαετίες ολόκληρες μέσα σε λίγα λεπτά.
Όμως, η συντροφική σχέση (εκτός γάμου) του πρώτου μέρους θα προσκρούσει σε μιαν έντονη συναισθηματική αντίδραση που θα χωρίσει το ζευγάρι και σε μια σωρεία υπαρξιακών προβλημάτων. Το οικοδόμημα του δεσμού θ’ αποδειχθεί ιδιαίτερα σαθρό, ενώ οι προσδοκίες τους θα έρθουν σε έντονη σύγκρουση προς την πραγματικότητα. Έτσι, στο δεύτερο μέρος, η πλοκή θα εξελιχθεί απρόσμενα προς μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, και μάλιστα επιταχυνόμενη, διαλύοντας τους αφηγηματικούς αρμούς και διανύοντας δεκαετίες ολόκληρες μέσα σε λίγα λεπτά.
Αποτύπωμα στον πλανήτη ή όχι;
Η οικολογική ενοχή στο δεύτερο μέρος πάει περίπατο, παραμένει μετέωρος και νεφελώδης προβληματισμός ενώ, αντίθετα, αναπτύσσονται δυσανάλογα τα Εγώ των δύο ηρώων, των οποίων οι διαφορές (η γυναίκα είναι υποψήφια διδάκτωρ ενώ εκείνος μουσικός, μέλος συγκροτήματος, που διαβάζει μόνο τα βιβλία που εκείνη του υποδεικνύει, Εκείνος είναι μάλλον ρηχός ενώ Εκείνη είναι περιστασιακά βάναυση και εγωκεντρική) είναι μηδαμινές και δεν επαρκούν για να τους χωρίσουν.
Ασχέτως της υπόθεσης του έργου, τα ζητήματα της πίστης/απιστίας, της μονο/πολυγαμικότητας, το ζήτημα της γνώμης του κοινωνικού περίγυρου, το ζήτημα των γονεϊκών ρόλων, εγείρονται γιγαντιαία και καταλαμβάνουν τον αντιληπτικό χώρο του θεατή.
Οι γνωστές συμβάσεις που διέπουν τα δύο φύλα αναπαράγονται και διογκώνονται και αμφότεροι αναπτύσσουν αμυντικούς μηχανισμούς, ενώ η σεξουαλική τους έλξη φαίνεται να επικρατεί όλων. Ασχέτως της υπόθεσης του έργου, τα ζητήματα της πίστης/απιστίας, της μονο/πολυγαμικότητας, το ζήτημα της γνώμης του κοινωνικού περίγυρου, το ζήτημα των γονεϊκών ρόλων, εγείρονται γιγαντιαία και καταλαμβάνουν τον αντιληπτικό χώρο του θεατή. Από έργο κοινωνικού προβληματισμού, το κείμενο του Μακμίλαν εξελίσσεται απρόσμενα σε έργο για γιάπις. Κύριο γνώρισμά του είναι ένας αυξημένος θεατρικός νατουραλισμός – όπου οι προτάσεις σπάνια βρίσκουν τέλος.
Κάποιες ενστάσεις
Το αν είναι σύμφωνο με το αίσθημα δικαίου μας να κάνουμε παιδιά σε έναν πιθανά μη βιώσιμο κόσμο, αυτό περνά επιπολής. Ο υποτιθέμενος ακτιβισμός («Θα φυτέψουμε δέντρα» και τα λοιπά) είναι προσχηματικός: κατ’ ουσίαν είναι δύο μεσοαστοί με μεσοαστικές επιλογές, που μάλιστα διακατέχονται από ένα ηθικής τάξεως άγχος για το αν «είναι καλοί άνθρωποι». Επιπλέον, ο γυναικείος χαρακτήρας παρουσιάζεται στερεοτυπικά παράλογος, σε αντίθεση με τον ορθολογιστή άντρα του έργου. Αυτά τα γνωρίσματα του κειμένου με ενόχλησαν. Κατά τα άλλα, παραμένει ένα συναρπαστικό έργο, γιατί ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα άξιος στη συγγραφή σύγχρονων, δυναμικών διαλόγων, καθώς και πολύ σαφής στις υποδείξεις του:
«Το έργο γράφτηκε για να παιχτεί σε άδεια σκηνή. Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν έπιπλα, ούτε φροντιστήριο, ούτε παντομίμα. Δεν υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών. Το φως και ο ήχος δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αλλαγή στον χρόνο ή στον χώρο».
Υπό αυτό το πρίσμα, το έργο είναι εξαιρετικός καμβάς για να αναπτύξουν δυο νέοι ηθοποιοί όλο το εύρος της ερμηνευτικής τους δεινότητας, έχει υψηλές θεατρικές ποιότητες και αυτό που τελικά συμβαίνει επί σκηνής είναι σπάνιο. Βεβαίως, εδώ οφείλω να αποδώσω τα εύσημα στη σκηνοθέτιδα Ειρήνη Λαμπρινοπούλου, που αφενός σεβάστηκε απόλυτα την επιθυμία του συγγραφέα και ανέβασε μιαν απόλυτα λιτή παράσταση (δύο άνθρωποι σε μια γυμνή σκηνή, ελάχιστες αλλαγές φωτισμού, ελάχιστα ηχητικά σήματα, καμία ενδυματολογική παρέμβαση) και αφετέρου αξιοποίησε το ταλέντο δύο νέων παιδιών που έχουν πολύ μέλλον στο θέατρο: της Ελένης Δαφνή και του Βασίλη Ζώη.
Οι κινήσεις τους, επίσης, δηλώνουν με σαφήνεια το «πέρασμα» από τη μια σκηνή στην άλλη. Μοιάζει με κινηματογραφικό μονοπλάνο, και αυτό το βρήκα συναρπαστικό.
Οι μεταβάσεις από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο υποδηλώνονται από τους δύο καλούς ηθοποιούς που αλλάζουν θέση, ή αλλάζοντας ανεπαίσθητα τον τόνο στη μέση μιας φράσης. Οι κινήσεις τους, επίσης, δηλώνουν με σαφήνεια το «πέρασμα» από τη μια σκηνή στην άλλη. Μοιάζει με κινηματογραφικό μονοπλάνο, και αυτό το βρήκα συναρπαστικό. Τέλος, βρήκα πολύ ενδιαφέροντα τον εξής προβληματισμό: ενώ όλοι μας κατά βάθος επιθυμούμε να είμαστε τέλειοι σύντροφοι και ονειρευόμαστε τέλειες συνθήκες σχέσης, αυτό καθημερινά διαψεύδεται από την πραγματικότητα της ζωής μας, από τις μικρότητές μας και από τη ματαιοδοξία του να διαιωνίσουμε το «θαυμαστό» κύτταρό μας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Μετάφραση: Κρίστελ Καπερώνη
Σκηνοθεσία: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου
Μουσική: Ζήσης Μεζίλης, Κωστής Χρήστου
Φωτισμοί: Νίκος Μαυρόπουλος
Φωτογραφίες – trailer: Joey Leo
Γραφιστικά: Βάγια Κεκέ
Παίζουν οι ηθοποιοί: Ελένη Δαφνή, Βασίλης Ζώης