
Για την παράσταση «Η κληρονομιά μας», του Μάθιου Λόπεζ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου, στο Εθνικό Θέατρο. ©Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Το έργο του πορτορικανικής καταγωγής αμερικανού Μάθιου Λόπεζ «Η κληρονομιά μας» μετέφρασε, διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Γιάννης Μόσχος στην αίθουσα «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου. Πρόκειται για μια δυναμική παράσταση/πρόταση λίγο πριν από την αποχώρησή του από το Εθνικό, που προκαλεί σωρεία συζητήσεων, τόσο για τη θεματική της, όσο και για την αξιοσημείωτη διάρκειά της. Το έργο, βραβευμένο μεταξύ άλλων με Tony και με Olivier, προσείλκυσε τη gay κοινότητα στο Broadway της Νέας Υόρκης (Ethel Barrymore Theatre) και στο Young Vic στο West End του Λονδίνου.
O Λόπεζ στην «Κληρονομιά» μιλά με ειλικρίνεια για τα κοινωνικά και σεξουαλικά ήθη που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο Μανχάταν
Με πρότυπο το «Άγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ και τα «Howard’s End» και «Maurice» του Ε. Μ. Φόρστερ (καθώς και τις κινηματογραφικές διασκευές τους, του πρώτου το 1992 και του δεύτερου το 1987, από τους Merchant-Ivory), ο Λόπεζ στην «Κληρονομιά» μιλά με ειλικρίνεια για τα κοινωνικά και σεξουαλικά ήθη που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο Μανχάταν. Μόνο που σήμερα το παιχνίδι παίζεται out of the closet και οι όροι είναι τελείως διαφορετικοί. Στο «Howards End», ο πραγματικός σκοπός της Μάργκαρετ είναι να επιτύχει οικονομική σταθερότητα επειδή το σπίτι της γκρεμίζεται, κι έτσι παντρεύεται τον Χένρι Γουίλκοξ, όχι από αγάπη, αλλά για να αποκτήσει ένα νέο σπίτι. Αυτό δεν απέχει πολύ από το βαθύτερο κίνητρο του Έρικ στην «Κληρονομιά», που παντρεύεται τον ηλικιωμένο Χένρι από ανασφάλεια.
Ένα νέο queer έπος
Ο Λόπεζ γράφει ένα κείμενο-μαραθώνιο εξήμιση ωρών που, σε πρώτη ανάγνωση, αφορά ομοφυλόφιλους που ζουν στο Μανχάταν. To έργο βασίζεται στη συναισθηματική προσέγγιση του θεατή: διατρέχοντας τρεις εποχές, αναζητά το πώς οι σημερινοί τριαντάρηδες/σαραντάρηδες γκέι θα παραμείνουν πιστοί στις θυσίες των προγόνων τους, το πώς θα βρουν την προσωπική τους πνευματική και υλική ολοκλήρωση και το πώς θα διατηρήσουν την παλιά (αναγκαστική, τότε, λόγω καταδίωξης) αλληλεγγύη μέσω της διαφύλαξης μιας κοινής ταυτότητας (Inheritance).
Ο προβληματισμός του έργου δεν είναι ανάλογος του προβληματισμού του «Bent» του Σέρμαν, ούτε η συντριβή για τη ζωή (και τον θάνατο) των ομοφυλοφίλων θυμίζει στο παραμικρό το «Torchsong Trilogy» (Ερωτική Τριλογία) του Χάρβεϊ Φέρστιν. Επίσης, απέχει αρκετά από τα υπόλοιπα κλασικά έργα παρόμοιας θεματικής της δεκαετίας του ’80: The Boys In The Band, Longtime Companion, The Normal Heart, Bent, My Night With Reg, κλπ. Εδώ τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους, το σεξουαλικό λεξιλόγιο δεν περνά από λογοκρισία, το γυμνό αφθονεί και η συγκάλυψη αντικαθίσταται από φραστική ωμότητα. Η ταχεία επέκταση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων και η έλευση της συνδυαστικής θεραπείας έχουν αλλάξει σήμερα το τοπίο για τους οροθετικούς ομοφυλόφιλους, παραμένει ωστόσο ανεπίλυτο το ζήτημα της συντροφικότητας.
Είναι αξιοπερίεργο το πώς ο ανδρικός αισθησιασμός υποχωρεί μπροστά στη λαγνεία για τα σπίτια, τα λουξ διαμερίσματα και τα ακίνητα: προς όφελος μιας ρομαντικής διεξόδου, η υπόθεση γρήγορα στρέφεται γύρω από ένα ερειπωμένο σπίτι σε απόσταση μόλις τριών ωρών οδήγησης από το Μανχάταν, όπου κυριαρχεί ένας κήπος και μια αιωνόβια κερασιά με καρφωμένα δόντια αγριογούρουνου στον κορμό της.
Παρά την πρωτοκαθεδρία τέτοιων ζητημάτων στην πραγματική ζωή, τα δύο κεντρικά ζητήματα του έργου παραμένουν η επιδημία του AIDS, αφενός, κι αφετέρου η τρομερή συναισθηματική αξία της ιδιοκτησίας («home, sweet home»), και τα δύο πολύ κεντρικά και καθοριστικά για την αντίληψη του μέσου Αμερικανού. Είναι αξιοπερίεργο το πώς ο ανδρικός αισθησιασμός υποχωρεί μπροστά στη λαγνεία για τα σπίτια, τα λουξ διαμερίσματα και τα ακίνητα: προς όφελος μιας ρομαντικής διεξόδου, η υπόθεση γρήγορα στρέφεται γύρω από ένα ερειπωμένο σπίτι σε απόσταση μόλις τριών ωρών οδήγησης από το Μανχάταν, όπου κυριαρχεί ένας κήπος και μια αιωνόβια κερασιά με καρφωμένα δόντια αγριογούρουνου στον κορμό της. Αυτό το σπίτι είναι το «πνευματικό» τοπίο/μνημείο ανθρωπιάς όπου ο Ουώλτερ του έργου θα φροντίσει και θα παρηγορήσει καμιά διακοσαριά γκέι άντρες στα τελευταία στάδια νόσησης από AIDS.
Αδύναμα σημεία του κειμένου
Ο Έρικ (συγκλονιστικός στον ρόλο ο Άγγελος Μπούρας) είναι ένας συμπονετικός δικηγόρος με άποψη για τον γερμανικό Εξπρεσιονισμό και αγάπη για χριστουγεννιάτικες παραστάσεις του «Καρυοθραύστη», που ζει σε ενοικιαζόμενο σούπερ διαμέρισμα στο Upper West Side μαζί με την επτάχρονη σχέση του, τον επίδοξο συγγραφέα Τόμπι. Σε αντίθεση με την ευπρέπεια του Έρικ, ο χαρακτήρας του Τόμπι (ενός όμορφου ημιμαθούς νάρκισσου με τραυματική παιδική ηλικία που πάσχει από έλλειψη αυτογνωσίας αλλά έχει συγγραφικό ταλέντο) τον οδηγεί σε οργιαστικά «polyamory» πάρτι στο Fire Island, στα ναρκωτικά, στο ποτό και σε άλλες αυτοκαταστροφικές επιλογές. Ο Γιώργος Χριστοδούλου μάς δίνει μια υποδειγματική ερμηνεία, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, ιδιαίτερα στην εμμονή του Τόμπι με τον νεαρό Άνταμ, τον πρωταγωνιστή του έργου που ο Τόμπι έχει διασκευάσει από το πρώτο του μυθιστόρημα και προσπαθεί να το μεταφέρει στο Μπρόντγουεϊ. Όταν ο Άνταμ τον απορρίπτει, ο Τόμπι τον υποκαθιστά με τον Λίο, έναν πανομοιότυπο rent boy. Τον Άνταμ, όπως και τον εκδιδόμενο νεαρό Λίο, υποδύεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Κώστας Νικούλι.
Ενώ ο αυτοκαταστροφικός Τόμπι επιδιώκει τη φήμη και το υπερβατικό, ατελείωτο και επικίνδυνο σεξ, ο Έρικ συνάπτει βαθειά φιλία με τον μεγαλύτερο άνδρα του πάνω ορόφου, τον Γουόλτερ, που έχει σχέση τριανταεπτά χρόνων με τον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία Χένρι. Υπάρχει εδώ η εκκρεμότητα της ιδιοκτησίας του περίφημου «σπιτιού» του έργου, η εκκρεμότητα μιας σχέσης και η εκκρεμότητα ενός στόχου ζωής. Ενώ, λοιπόν, ο εκδιδόμενος Λίο κολλάει AIDS, η απρόσμενη τροπή είναι πως τελικά θα σωθεί και θα περιέλθει στη φροντίδα του Έρικ, που με τη σειρά του θα ακολουθήσει το πρότυπο του Ουώλτερ, του προκατόχου του, αξιοποιώντας το «σπίτι» και μεταμορφώνοντάς το σε άσυλο ανθρωπιστικής βοήθειας. Κι ενώ ο σωσίας του Λίο (ο ανερχόμενος σταρ Άνταμ) θα εξαφανιστεί από σκηνής, ο Λίο θα μυηθεί στην κουλτούρα της ομήγυρης, θα φορέσει vintage naïf πουκάμισο και θα δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο (θα γίνει, υποτίθεται, ο συγγραφέας του έργου που βλέπουμε). Τώρα, το γιατί στο έργο του Λόπεζ υπάρχουν δύο πανομοιότυποι νεαροί παραμένει μια ακατανόητη συγγραφική επιλογή, όπως και το γιατί αυτή η ομοιότητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης: αυτή η διόλου πειστική ομοιότητα είναι το πρώτο τρωτό σημείο του κειμένου.
Kαθώς η εποχή Ομπάμα αργοσβήνει και διαμορφώνεται στον ορίζοντα η εχθρική Αμερική του Τραμπ: ανάμεσά τους, ο Στέφανος Μουαγκιέ υποδύεται άψογα έναν νέο γιατρό που, ως μαύρος ομοφυλόφιλος και οροθετικός, δεν βλέπει πλέον μέλλον για τον εαυτό του στη χώρα του Τραμπ και μεταναστεύει στον Καναδά...
Οι χαρακτήρες που ο Λόπεζ βάζει να αποτελούν τον κύκλο του Έρικ προσπαθούν να κρατήσουν τα κεκτημένα τους καθώς η εποχή Ομπάμα αργοσβήνει και διαμορφώνεται στον ορίζοντα η εχθρική Αμερική του Τραμπ: ανάμεσά τους, ο Στέφανος Μουαγκιέ υποδύεται άψογα έναν νέο γιατρό που, ως μαύρος ομοφυλόφιλος και οροθετικός, δεν βλέπει πλέον μέλλον για τον εαυτό του στη χώρα του Τραμπ και μεταναστεύει στον Καναδά, ενώ το γκέι ζεύγος Jason 1 και Jason 2, που υποδύονται ο Γιώργος Ζιάκας και ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας, είναι απόλυτα ενταγμένο κοινωνικά, καθώς οι δύο σύζυγοι περιμένουν παιδί από μια παρένθετη μητέρα. Πολύ δεμένοι με τον υπόλοιπο θίασο είναι και οι ηθοποιοί Γιώργος Μακρής, Παναγιώτης Παναγόπουλος και Θανάσης Ραφτόπουλος. Όλοι τους υποδύονται άντρες με ελευθεριάζοντα βίο, απόλυτα ταυτόσημο με τα στερεότυπα σχετικά με την gay ζωή. «Αυτή η συγκεκριμένη γενεά ομοφυλόφιλων ανδρών δεν μοιράζεται γενετικούς δεσμούς, αλλά μοιράζεται βιβλία - Giovanni's Room, Maurice, Sense and Sensibility -, ταινίες, μουσική και χορό. Χρησιμοποιούν λίστες ανάγνωσης και παραπομπές για να δοκιμάσουν ο ένας τον άλλον, για να συνάψουν δεσμούς και για να καλωσορίσουν τους νεοφερμένους», γράφει για το έργο ένας Αμερικανός κριτικός. Το δεύτερο αρνητικό χαρακτηριστικό του κειμένου είναι, λοιπόν, η επικέντρωσή του στους «σεξομανείς» gay άνδρες και η σχεδόν παντελής απουσία γυναικών (gay ή straight) από τον φαλλοκρατούμενο μικρόκοσμό τους: μοναδική εξαίρεση, ο μελοδραματικός μονόλογος μιας ηλικιωμένης γυναίκας στο τέλος του έργου (την υποδύεται αρκετά συμπαθητικά η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου). Ο μελοδραματισμός είναι το τρίτο αρνητικό γνώρισμα του κειμένου.
Ομοκοινωνική ουτοπία στην αυγή της εποχής του Τραμπ
Το έργο σε πολλά σημεία υιοθετεί διδακτικό τόνο. Ο Λόπεζ διακόπτει την πλοκή για να ανοίξει συζήτηση για την κουλτούρα των ΛΟΑΤΚΙ, τα προνόμια και τη φτώχεια, απευθυνόμενος στο κοινό: αυτό προδίδει μεν ειλικρίνεια και μαχητική διάθεση, αποβαίνει όμως, αναπόφευκτα, εις βάρος της δραματουργίας. Ο μέσος Αμερικανός φαίνεται πως έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι μια Χίλαρι Κλίντον θα άλλαζε τη ζωή του, τη στιγμή που ένας Τραμπ θα την απειλούσε. Αυτό μαρτυρεί τη ρηχή πολιτική συνείδηση του μέσου Αμερικανού, που στα πλαίσια του κλειστού του μικρόκοσμου ο αντικομφορμισμός και η Αριστερά δεν έχουν την παραμικρή θέση, όπως την παραμικρή θέση δεν έχει το γυναικείο ζήτημα στη συνάφειά του προς το ζήτημα της χειραφέτησης της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Κι ενώ τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους, ρητά και απερίφραστα, παρά το γεγονός ότι το λεξιλόγιο του έργου αντλείται απευθείας από την καθημερινότητα και η ψευδοσεμνοτυφία απουσιάζει απ’ αυτό εντελώς, δυστυχώς οι κορυφώσεις του προβληματισμού του δεν θίγουν τα σημαντικότερα ζητήματα.
Είναι χαρακτηριστικό πως η πιο ακραία πολιτική αντιπαράθεση του έργου εξαντλείται μεταξύ ενός δισεκατομμυριούχου Ρεπουμπλικανού χρηματοδότη του Τραμπ (που έχει, παρά τη μυστικότητα της σεξουαλικής του ταυτότητας, πραγματιστική και αρκούντως ελευθεριακή βιοθεωρία και διαχωρίζει σαφώς το σεξ από τη συντροφικότητα) και μιας πολυφυλετικής, out of the closet, και εκ των πραγμάτων προοδευτικής ομάδας νεότερων, Δημοκρατικών ομοφυλόφιλων ανδρών (που είναι απολύτως mainstream και που, όπως ο μέσος straight, φιλοδοξούν να βιώσουν τον ανεπιτήδευτο, πηγαίο έρωτα και την οικογενειακή γαλήνη). Τον πραγματιστή Χένρι υποδύεται θαυμάσια ο Θέμης Πάνου. Ο Τραμπ παρουσιάζεται ως η φιγούρα που «αντιγράφει το γενετικό του υλικό από tweet σε tweet, από άτομο σε άτομο» και που προδικάζει το τέλος των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε κάθε περίπτωση παρέκκλισης της «κανονικότητας». Με αφορμή αυτό σκέφτηκα το εξής: το ζήτημα που θέτει το έργο, δηλαδή η αναζήτηση ενός συλλογικού παρελθόντος και η διατήρηση ενός είδους παρακαταθήκης (legacy) της gay κοινότητας, είναι έλασσον στη σημερινή εποχή του grindr, όπου φλέγουν ένα σωρό άλλα θέματα, όπως η κανονικοποίηση της ζωής των gay στον δυτικό κόσμο και η δραματική επανεκλογή του Τραμπ, τόσα χρόνια μετά.
Άλλο πράγμα, όμως, είναι η ανδρική γκέι κοινότητα και άλλο η ζωή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας επί συνόλω. Επίσης, άλλο η γκέι χειραφέτηση των δεκαετιών 1970 και 1980 κι άλλο η έντονα κανονικοποιημένη γκέι συνύπαρξη του σήμερα, εν όψει της πολιτικής ορθότητας και της οιονεί συμπερίληψης.
Η «Κληρονομιά μας» είναι ένα ρομαντικό έπος που αφηγείται άθλα ανδρών ταλαιπωρημένων, κατατρεγμένων, κατασπαραγμένων από το AIDS και την κοινωνική κηλίδωση, και μάλλον σ’αυτούς απευθύνεται, αποτίοντας φόρο τιμής στις επιλογές τους, που για την εποχή τους ήταν η επιτομή του queer. Άλλο πράγμα, όμως, είναι η ανδρική γκέι κοινότητα και άλλο η ζωή της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας επί συνόλω. Επίσης, άλλο η γκέι χειραφέτηση των δεκαετιών 1970 και 1980 κι άλλο η έντονα κανονικοποιημένη γκέι συνύπαρξη του σήμερα, εν όψει της πολιτικής ορθότητας και της οιονεί συμπερίληψης. Δεν μπορώ παρά να επισημάνω την gay naïveté που γίνεται όλο και πιο επίμονη τα τελευταία χρόνια και σχηματοποιείται με τον διάττοντα Κασσελάκη στην πολιτική σκηνή και τον έντονο μικροαστισμό πολλών χειραφετημένων γκέι: απόδειξη, μια οδυνηρή στατιστική που διάβασα χθες η οποία αποδίδει στην ομοφυλοφιλική κοινότητα πολύ υψηλά ποσοστά ψήφου στα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης. Θα υπερψήφιζα, ως εκ τούτου, ένα έργο που θα υπερασπιζόταν τη σημερινή queer συνθήκη: γιατί σήμερα η queer συνθήκη δεν είναι μόνο ταυτότητα φύλου ή σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλλά και επιλογή τρόπου ζωής, και πολιτική επιλογή, και επιλογή συστήματος αξιών και αλληλεγγύη προς τους τρανσέξουαλς και τα θύματα της ομοφοβικής βίας, που δεν είναι παρά μεταμφιεσμένος φασισμός.
Τολμηρή επιλογή ρεπερτορίου, δυναμική σκηνοθεσία και καστ
Η ταυτόχρονη ερμηνεία του Ουώλτερ και του Ε. Μ. Φόρστερ από τον Κώστα Μπερικόπουλο είναι εκπληκτική. Ο χαρακτήρας του Ουώλτερ αντανακλά ήρεμη ανθρωπιά και δηλώνει ότι ο σεβασμός για τους νεκρούς πρέπει να εξισορροπείται από την αγάπη για τους ζωντανούς. Η παρηγορητική παρουσία του Γουόλτερ, σε συνδυασμό με την αναπαράσταση του Φόρστερ ως φλεγματικού Βρετανού που φοράει τουίντ σακάκι, καπέλο και φουλάρι, είναι το πιο επιτυχημένο σημείο του κειμένου. Ο Φόρστερ υπήρξε ένας εσωστρεφής ομοφυλόφιλος άνδρας, ο οποίος βρήκε τη δύναμη να γράψει υπαινικτικά για τις επιθυμίες του και σταμάτησε να δημοσιεύει μυθιστορήματα στα σαράντα του, καταπνίγοντας ένα βιβλίο του με ξεκάθαρο γκέι θέμα, το «Maurice», μέχρι τον θάνατό του, το 1970, σε ηλικία ενενήντα ενός ετών. Ο Φόρστερ (που στο έργο προσφωνείται ως «Μόργκαν») μιλά στους άλλους χαρακτήρες, στα πλαίσια μιας απόλυτα γραμμικής αφήγησης που φέρει έντονα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού (οι νεκροί της εδουαρδιανής Αγγλίας συνομιλούν με τους ζωντανούς, στον ξύπνιο και στον ύπνο τους) και γοητεύει με την αμεσότητά της. Πρόκειται για μια μεταθεατρική λειτουργία στo πλαίσιo της οποίας ένας παλαιότερος, διεθνώς αναγνωρισμένος και μεταφρασμένος ομοφυλόφιλος συγγραφέας παριστάνεται ως μέντορας στη διαμόρφωση της αφήγησης, σαν να προεδρεύει σ’ ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής.
Η ταχύτητα και ο αναβρασμός των ομαδικών σκηνών του έργου κρατούν τον θεατή σε εγρήγορση, ενώ οι πολύ πετυχημένοι διάλογοι αγγίζουν κρυφές πτυχές ευαισθησίας που πρέπει να μνημονευτούν.
Ευτυχώς, το «έπος» του Λόπεζ καλύπτει μεγάλη γκάμα θεμάτων: γάμος ομοφύλων, ανοικτές σχέσεις, HIV, πολιτική και κομματική κουλτούρα, απροσχημάτιστο σεξ, απώλεια, μνήμη και, κυρίως, αγάπη και συντροφικότητα. Θετικό πρόσημο του 21ου αιώνα είναι το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του έργου δεν πάσχουν από εσωτερικευμένη ομοφοβία και ο πόνος που βιώνουν δεν προκύπτει από ντροπή για τη σεξουαλικότητά τους. Η ταχύτητα και ο αναβρασμός των ομαδικών σκηνών του έργου κρατούν τον θεατή σε εγρήγορση, ενώ οι πολύ πετυχημένοι διάλογοι αγγίζουν κρυφές πτυχές ευαισθησίας που πρέπει να μνημονευτούν. Το κείμενο αναδίδει απλότητα και καθαρή, πονεμένη ομορφιά,. Επίσης, το ότι οι ηθοποιοί μιλούν συχνά σε τρίτο πρόσωπο για να περιγράψουν τις εσωτερικές τους σκέψεις φαίνεται, όλως περιέργως, πως δραματουργικά λειτουργεί στην εντέλεια. Όλα αυτά είναι πολύ θετικά, όπως θετική είναι και η επιλογή ενός τέτοιου έργου από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού μας θεάτρου, σε μια χώρα όπου βασιλεύει η ψευδοσεμνοτυφία και η υποκρισία.
Στόχος της παράστασής του είναι η υπογράμμιση μιας σημαντικής αλήθειας: πως η σφυρηλάτηση δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους είναι, αν όχι πανάκεια, πάντως απαραίτητη προϋπόθεση άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, διεύρυνσης της επικοινωνίας και των περιθωρίων συντροφικότητας, αναψηλάφησης αξιών που φαντάζουν ήδη παρωχημένες σήμερα.
Ο Γιάννης Μόσχος αξίζει χίλιους επαίνους: με λιτό, αφαιρετικό σκηνικό και διακριτικούς φωτισμούς, με αυστηρό έλεγχο των ερμηνευτικών crescendi των ηθοποιών του και υπεκφεύγοντας όσο μπορεί τον μελοδραματισμό (που αφθονεί στο κείμενο), καταφέρνει να τιθασεύσει αυτόν τον χείμαρρο ετερόκλητων στιγμιοτύπων και να στήσει μια συγκινητική, ρέουσα παραστασιακή συνθήκη. Στόχος της παράστασής του είναι η υπογράμμιση μιας σημαντικής αλήθειας: πως η σφυρηλάτηση δεσμών ανάμεσα στους ανθρώπους είναι, αν όχι πανάκεια, πάντως απαραίτητη προϋπόθεση άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, διεύρυνσης της επικοινωνίας και των περιθωρίων συντροφικότητας, αναψηλάφησης αξιών που φαντάζουν ήδη παρωχημένες σήμερα. Πλούσιοι και φτωχοί, ηλικιωμένοι και νέοι, ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί, κάτω από τη ρομαντική σκέπη του έργου του Λόπεζ, μπορούν να γεφυρώσουν το χάσμα που τους χωρίζει, μετατρεπόμενοι ο ένας για τον άλλον σε μέντορα, μούσα, φίλο ή εραστή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Συγγραφέας: Μάθιου Λόπεζ
Μετάφραση/σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος
Σκηνικά: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση: Ανθή Θεοφιλίδη
Σχεδιασμός βίντεο: Νίκος Πάστρας
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Πρωταγωνιστούν:
Γιώργος Ζιάκας,
Αλκιβιάδης Μαγγόνας,
Γιώργος Μακρής,
Στέφανος Μουαγκιέ,
Κώστας Μπερικόπουλος,
Άγγελος Μπούρας,
Κώστας Νικούλι,
Παναγιώτης Παναγόπουλος,
Θέμης Πάνου,
Θανάσης Ραφτόπουλος,
Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου,
Γιώργος Χριστοδούλου