
Για την παράσταση «Ελεγεία της μνήμης» του Νικ Πέιν, σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, στο Studio Μαυρομιχάλη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Είδα, στο Studio Μαυρομιχάλη, το έργο του Νικ Πέιν «Ελεγεία της μνήμης» («Elegy»), σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή. Το έργο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Laurence Olivier 2017 για το καλύτερο νέο έργο της χρονιάς, ενώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2016 στο θέατρο Donmar Warehouse, στο Λονδίνο.
Ο Φώτης Μακρής, μετά από μελέτη των δύσκολων φράσεων του κειμένου του Πέιν, επικεντρώνεται στο ζήτημα των ορίων της επιστήμης: στο πώς ο άνθρωπος μπορεί να προσαρμοστεί σ’ έναν κόσμο όπου βασιλεύει η τεχνολογία χωρίς να απολέσει τα συστατικά της ανθρωπινότητάς του. Οι δύο ηρωίδες του έργου, η Λόρνα και η Κάρι, είναι εκπαιδευτικοί που έχουν συνάψει σοβαρή ερωτική σχέση στα σαράντα τους και είναι παντρεμένες στο αφηγηματικό παρόν, εξηντάρες πλέον και υπό το κράτος ενός κορυφαίου διλήμματος: ο εγκέφαλος της Λόρνα πάσχει από μιαν εκφυλιστική ασθένεια που επιδεινώνεται με γεωμετρική πρόοδο. Η μοναδική λύση που τους προσφέρει η Νευρολογία είναι μια επέμβαση με σχεδόν προεξοφλημένη επιτυχία, αλλά και ένα σημαντικό κόστος: απώλεια μεγάλου μέρους της μνήμης της. Και, το χειρότερο: το κομμάτι της μνήμης που θα πρέπει να θυσιαστεί αφορά ακριβώς την πιο βραχυπρόθεσμη μνήμη, δηλαδή τη σχέση της με την Κάρι.
Επιστροφή στις εργοστασιακές ρυθμίσεις
Η Κάρι (τον ρόλο ερμηνεύει με θαυμαστή ευαισθησία και δυναμισμό η Μαρία Τσιμά) είναι απολύτως συντετριμμένη, έχει όμως αναλάβει πληρεξουσιότητα για να υπογράφει αντί της Λόρνα σε όλα τα σημαντικά ζητήματα, με αμοιβαία συγκατάθεση. Επιπλέον, οι μεταφυσικές της ανησυχίες είναι σαφώς εντονότερες από εκείνες της Λόρνα - μ’ έναν εξευγενισμένο τρόπο προσεγγίζει τον Θεό, πράγμα που επιβάλλει συγκεκριμένη ρυθμική στην εκτύλιξη των συναισθημάτων της. Η Κάρι είναι μια νουνεχής ύπαρξη, με υψηλό αίσθημα καθήκοντος. Στο έργο (και, αντίστοιχα, στην ευφάνταστη και πρωτότυπη σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή) η τραγικότητα της απόφασης της Κάρι κορυφώνεται, ενώ ο χρόνος ξεδιπλώνεται σπειροειδώς προς τα πίσω, σαν σε rewind. Της κάθε σκηνής έπεται η σκηνή που χρονικά προηγείται, αυτό όμως διόλου δεν αποβαίνει εις βάρος του σασπένς ή της κατανόησης, γιατί τα στιγμιότυπα παρατίθενται καλειδοσκοπικά (σαν πολύτιμα διαμαντάκια σ’ ένα αφηγηματικό περιδέραιο) και σταδιακά οι χαρακτήρες διαφωτίζονται.
Η Λόρνα, που την ενσαρκώνει η Στέλλα Κρούσκα επιχειρώντας μια καταβύθιση στον δύσκολο ρόλο της αμνησιακής, έχει αποφασίσει να συνεχίσει πάση θυσία τη ζωή της, μηδενίζοντας το «κοντέρ» και ξαναρχίζοντας από την αρχή.
Η Λόρνα, που την ενσαρκώνει η Στέλλα Κρούσκα επιχειρώντας μια καταβύθιση στον δύσκολο ρόλο της αμνησιακής, έχει αποφασίσει να συνεχίσει πάση θυσία τη ζωή της, μηδενίζοντας το «κοντέρ» και ξαναρχίζοντας από την αρχή. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων στερείται της πολύτιμης ανάμνησης της σχέσης και θέτει τα αισθήματα αυτής της «άγνωστης» (πλέον) γυναίκας υπό αμφισβήτηση: Με αγαπά; Με αγάπησε ποτέ; Κι εδώ ο συγγραφέας κοιτάζει στο μικροσκόπιο την ίδια τη φύση της ερωτικής αγάπης και αφοσίωσης, συνδέοντάς την αναπόσπαστα με τις μνήμες και τα στιγμιότυπα που απανθίζονται σε μιαν ανθρώπινη σχέση. Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας των δυο γυναικών είναι τελείως επουσιώδες στο έργο, και αυτό είναι σκόπιμο, γιατί υποτίθεται ότι όλα διαδραματίζονται σ’ ένα εγγύς μέλλον, όπου τα ήθη θα είναι διαφορετικά. Είναι, λοιπόν, το «Elegy» του Πέιν, ένα έργο εν μέρει φουτουριστικό κι εν μέρει δοκιμιακό, γιατί καταπιάνεται με το τεράστιο ζήτημα της βιοηθικής που τώρα μόλις αρχίζει να προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις για την ανθρωπότητα.
Θαυμάσιο θεατρικό team
Ο Φοίβος Σαμαρτζής φτιάχνει τη video art που θα πλαισιώσει τη σκηνοθεσία, αφενός γιατί το περιβάλλον του έργου ταιριάζει να είναι digital κι αφετέρου γιατί η ταινία του λειτουργεί ως απόλυτος ρυθμιστής της χρονικότητας της παράστασης – ένα ψηφιακό «χαλί» πάνω στο οποίο κινούνται οι ηθοποιοί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια: η ανάπτυξη των συναισθημάτων, η παραμικρή αλλαγή στάσης και έκφρασης, οι χειρονομίες, η αλλαγή θέσης πάνω στη σκηνή, τα πάντα πλαισιώνονται από αυτήν την εξαιρετική ταινία, τεκμηριώνοντας μιαν άποψη που παντρεύει αρμονικά το θέατρο με τις νέες τεχνολογίες.
Πώς αλλιώς θα αποκτούσε νόημα η ύπαρξή μας, αν όχι από το άθροισμα των αναμνήσεών μας;
Παράλληλα, ο Νείλος Καραγιάννης δημιουργεί ένα ηχητικό και μουσικό περιβάλλον που επικαθορίζει τις συναισθηματικές ποιότητες των τριών ηρωίδων χωρίς να προδίδει την ουσία του έργου: όλοι μας αγαπάμε ανθρώπους (ή, ακόμη, και καταστάσεις και ατμόσφαιρες) γιατί μπορούμε διαρκώς και αδιαλείπτως να ανακαλούμε στη μνήμη μας τις στιγμές που ζήσαμε. Πώς αλλιώς θα αποκτούσε νόημα η ύπαρξή μας, αν όχι από το άθροισμα των αναμνήσεών μας; Η θεωρητική δυνατότητα της «αφαίρεσης» ή του περιορισμού της Μνήμης θα μπορούσε, ως εκ τούτου, να αποβεί ολέθρια για την ουσία της ζωής μας, για τη νοηματοδότηση των σχέσεών μας, για την επιβίωση του ψυχικού μας κόσμου. Εδώ ανακύπτει και το ζήτημα του αν η Λόρνα, μετά από την επέμβαση στον εγκέφαλο της, παραμένει η «ίδια» ή αποτελεί μια νέα ύπαρξη που απλώς φέρει το όνομα και το σώμα της. Αυτό είναι το στοιχείο θρίλερ του κειμένου του Πέιν, μια σύλληψη ευφυής, που επιτρέπει στην Κάρι να αποστασιοποιηθεί από τον έρωτά της, να τον επανεκτιμήσει, να σταθμίσει τα σημαντικά και τα επουσιώδη και με την επιλογή της να προκρίνει την ειλικρινή, ανιδιοτελή αγάπη.
Το τρίγωνο κλείνει: η δεοντολόγος γιατρός
Τέλος, τον δυσκολότερο ρόλο, αυτόν της νευροχειρουργού, τον κρατά επάξια η Φανή Παναγιωτίδου: προτείνοντας δύσκολες επιλογές στο ζευγάρι των γυναικών Λόρνα-Κάρι, οφείλει να ακροβατήσει στην επιβεβλημένη σοβαρότητα, στην αναπόφευκτη σκληρότητα και στον αυστηρό επαγγελματισμό από τη μια, καθώς και στην ενσυναίσθηση, στη γυναικεία τρυφερότητα και στον ρόλο της αρωγού από την άλλη. Θαυμάσιος ρόλος, που επιτρέπει στην καλή ηθοποιό μεγάλο ποσοστό εσωτερικότητας και μη-εκπεφρασμένου συναισθήματος. Θα έλεγα ότι πρόκειται για τη συμπόνια που νιώθει η πειραματίστρια απέναντι στο πειραματόζωο, βάζοντας τη δική της τραυματική εμπειρία με τη μητέρα της σε πρώτο πλάνο – όλα είναι ζήτημα ιεράρχησης, τελικά.
Προτείνοντας ένα chip νανοτεχνολογίας στη θέση του εγκεφαλικού ιστού που θα αφαιρεθεί, στην ουσία η νευρολόγος προτείνει την αμνησία ως μονόδρομο.
Προτείνοντας ένα chip νανοτεχνολογίας στη θέση του εγκεφαλικού ιστού που θα αφαιρεθεί, στην ουσία η νευρολόγος προτείνει την αμνησία ως μονόδρομο. Ο σεβασμός και η σοβαρότητα του αρχικού ιατρικού σχεδιασμού θα βαθύνουν όταν θα προκύψει ένα απρόοπτο που, επειδή δεν είμαι spoiler, δεν θέλω να αποκαλύψω σ’ αυτήν την παρουσίαση. Περιορίζομαι στο να επισημάνω την ευελιξία με την οποία οι τρεις ηθοποιοί κινούνται σε όλο το εύρος των ψυχικών μεταπτώσεων των γυναικείων χαρακτήρων που υποδύονται. Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον έργο, που φέρνει στο προσκήνιο κορυφαία ζητήματα της εποχής μας, φιλοτεχνώντας τρεις ώριμους γυναικείους χαρακτήρες με μεγάλη όρεξη για ζωή και για γνώση.
Μια άψογη παράσταση
Θα μείνει, λοιπόν, ο έρωτας της Λόρνα και της Κάρι ανέπαφος από τη ραγδαία εισβολή της τεχνολογικής σωτήριας λέμβου στη ζωή τους, με μιαν επιλογή άρνησης της επέμβασης; Ή θα δοθεί η εκκίνηση μιας νέας ζωής, απονοηματοδοτώντας τελείως το βίωμα μιας εικοσαετούς σχέσης; Θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν οι δυο ερωτευμένες γυναίκες τις παρενέργειες της βεβιασμένης παράτασης του επίγειου χρόνου τους, της αλλαγής χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων της ύπαρξής τους, χωρίς να χάσουν την ανθρώπινη υπόστασή τους; Αυτό το είδος compressionism στο θέατρο συμπτύσσει μέσα σε εβδομήντα λεπτά πολλά δύσκολα ερωτήματα της εποχής μας, σχολιάζοντας με λεπτότητα το έλλειμμα στο ηθικοπνευματικό σκέλος του πολιτισμού που καλούμεθα να βιώσουμε. Η σκηνοθετική πινελιά του Φώτη Μακρή και οι εξαιρετικοί φωτισμοί «τούνελ» όπου εντάσσει την πάσχουσα φιγούρα της Λόρνα στις στιγμές κορύφωσης και άγχους προικίζουν την παράστασή του με σπάνια εκφραστικότητα.
Αγάπη, απώλεια, πίστη στον άνθρωπο: από την πραγμάτευση αυτών των ζητημάτων ανακύπτει το ζήτημα της θυσίας της ταυτότητας και η συγκεκριμένη παράσταση αρθρώνει λόγο υπεράσπισης αυτής της ταυτότητας. Θαυμάσια οργάνωση του λόγου στη μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, πρωτότυπη απόδοση και «προβολή» επί του σκηνικού των στίχων του Ντάγκλας Νταν και του Κρίστοφερ Ρηντ, ρηξικέλευθη η κινησιολογία, πολύ λειτουργικά τα κοστούμια και σφιχτό το δέσιμο των τριών ηθοποιών. Ένα υπαρξιακό δράμα που αποδίδεται σαν μουσική σύνθεση, λιτά και χωρίς μελοδραματισμούς, θέτοντας τη σχέση του ζευγαριού στο στόχαστρο για να εξετάσει τη φύση του ευγενέστερου ανθρώπινου συναισθήματος, της αγάπης.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Μετάφραση : Δημήτρης Κιούσης
Σκηνοθεσία - Φωτισμοί : Φώτης Μακρής
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική : Νείλος Καραγιάννης
Video Art : Φοίβος Σαμαρτζής
Βοηθοί σκηνοθέτη : Ηρώ Δημητρίου, Βίκυ Χανδρινού
Παίζουν : Στέλλα Κρούσκα, Φανή Παναγιωτίδου, Μαρία Τσιμά