
«Φλάι» της Στέλλας Ζαφειροπούλου, σε σκηνοθεσία Πέπης Μοσχοβάκου, στο Θέατρο Όλβιο, με πρωταγωνίστρια τη Λίλη Τσεσματζόγλου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο μονόλογος «Φλάι» της Στέλλας Ζαφειροπούλου ανέδειξε τη συγγραφέα πριν από εννέα χρόνια, παράλληλα με Βραβείο της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος για το θεατρικό της έργο «Χήνες». Έκτοτε έγινε γνωστή και για τα έργα της «Δέκατη Τρίτη» και «Παγώνια», ενώ δούλεψε και στην τηλεόραση. Στο θέατρο «Όλβιο» ανεβαίνει πάλι φέτος το έργο της «Fly», σε σκηνοθεσία της Πέπης Μοσχοβάκου και μουσική Γιάννη Οικονόμου, με πρωταγωνίστρια την εκπληκτική Λίλη Τσεσματζόγλου.
Διερεύνηση των προθέσεων της συγγραφέως
«Προσωπική γραφή πάνω σε μια προδιαγεγραμμένη μοίρα» αποκαλεί η Στέλλα Ζαφειροπούλου το προϊόν της μυθοπλασίας της: μια μύγα του τύπου goniurellia tridens (κοινώς: στελλόμυγα) που διαφέρει καθ’ όλα από το μέσο άτομο εντόμου. Περιδιαβάζοντας το λεκανοπέδιο Αττικής, η μύγα αυτή αγαπά τον Λυκαβηττό, ερωτεύεται ένα... αεροζόλ, ένα κιούπι με μέλι και μια λάμπα που τη ζεματάει (αγαπά αντισυμβατικά, με αυτοκαταστροφικές επιλογές), επιλέγει όλους τους «διαφορετικούς» για να τη συναρπάσουν (έναν ημίονο, έναν σκαντζόχοιρο και τον μπούφο του συγγραφέα Robert Fisher: εκείνον τον ξεχωριστό μπούφο που δεν μπορούσε να κάνει «μπου»), πνίγεται μέσα σ’ ένα ποτήρι με μπύρα, βλέπει τον κόσμο ανάποδα και «δεν κλείνει τις τρύπες της», αλλά αφήνει να χάσκουν τα κενά, οι ελλείψεις, οι αδυναμίες της.
Το ξεχωριστό αυτό πλάσμα (ένα άλλο παραμυθένιο «ασχημόπαπο») θα αναπληρώσει τα συναισθηματικά του κενά και το έλλειμμα τρυφερότητας που έχει βιώσει, θα αποκτήσει επίγνωση της αξίας του, θα αποδείξει το μεγαλείο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο.
Η αλλόκοτη μύγα δεν αναζητά την αποδοχή στις κοινωνικές νόρμες, αλλά σε μια συμπαντική αρμονία που συνδέεται αναπόσπαστα με την πρότερη αυτοεκτίμηση και αποδοχή του Εαυτού. Το ξεχωριστό αυτό πλάσμα (ένα άλλο παραμυθένιο «ασχημόπαπο») θα αναπληρώσει τα συναισθηματικά του κενά και το έλλειμμα τρυφερότητας που έχει βιώσει, θα αποκτήσει επίγνωση της αξίας του, θα αποδείξει το μεγαλείο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο. Αυτό που του κόβει τα φτερά είναι η επιμονή των άλλων να το φέρουν στα μέτρα τους για το «καλό» του: ο ζωομορφισμός και -πιο συγκεκριμένα- η τερατομορφία είναι το διαφοροποιό στοιχείο με το οποίο θα επιβάλει στους άλλους τη θέσπιση διαφορετικών κριτηρίων (ηθικής, αισθητικής, δεοντολογίας).
Μεταμόρφωση και πτήση
Διαφορετικότητα και συμπερίληψη, αναζήτηση ταυτότητας και αποδοχής, μέσα από την αλληγορία ενός ιδιότυπου αρθρόποδου, που αντικρίζει τα ανθρώπινα υπό διαφορετική οπτική γωνία. Μια αλληγορία για την κατάργηση του κοινωνικού αποκλεισμού, την ανάγκη κατάκτησης της αυτονομίας και το «πέταγμα» σε ονειρικούς κόσμους, το «Φλάι» μιλά με ιλαροτραγικό ύφος για τους μετέωρους ανθρώπους, αυτούς που δεν αφομοιώνονται και δεν ανήκουν πουθενά, διαπνέονται όμως από έντονη ανάγκη επικοινωνίας. Η αλλοτριότητα είναι ο θεματικός άξονας, ενώ ο αλλότριος μπορεί να ανιχνεύεται και μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό: και τούτο είναι το μεγάλο εύρημα και η επιτυχία του έργου.
Οι ήρωες της Ζαφειροπούλου είναι μεν υπαρκτοί άνθρωποι, που τους συναντά κανείς σε κάθε του βήμα, έχουν όμως το κοινό γνώρισμα του περιθωριακού: η «ζουζούνα», ο σκαντζόχοιρος, η μικροαστή Ελενίτσα, οι βλαβεροί οργανισμοί, είναι πραγματικοί και υπάρχουν δίπλα μας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανελεύθεροι, εγκλωβισμένοι σε τόπο και χρόνο, συμπεριφορές και χαρακτηρολογικά γνωρίσματα, επιλογές και σταδιοδρομίες, συναναστροφές και γλωσσικές εκφράσεις που άλλοι έχουν επιλέξει γι’αυτούς, κατηγοριοποιώντας τους σε «κουτάκια» με τους χαρακτηρισμούς «αποδεκτός»-«ημιαποδεκτός»-«μη αποδεκτός». Η εσωτερική τους αλήθεια έχει λογοκριθεί, αλλοιωθεί, προσαρμοστεί στις νόρμες του μέσου, «κανονικού» ανθρώπου. Αντίθετα, οι ήρωες της Ζαφειροπούλου είναι μεν υπαρκτοί άνθρωποι, που τους συναντά κανείς σε κάθε του βήμα, έχουν όμως το κοινό γνώρισμα του περιθωριακού: η «ζουζούνα», ο σκαντζόχοιρος, η μικροαστή Ελενίτσα, οι βλαβεροί οργανισμοί, είναι πραγματικοί και υπάρχουν δίπλα μας.
Κριτική του έργου
Μια αυστηρή κριτική: θα μου αρκούσε να βιώσω, ως θεατής, την ιδιαιτερότητα του έρωτα μιας μύγας για έναν σκαντζόχοιρο (που είναι ιδιαίτερα συγκινητική συνύπαρξη), έναν σκαντζόχοιρο που στο τέλος «αναλαμβάνεται στους ουρανούς», και εκεί να ολοκληρωθεί η συμβολική διάσταση της αφήγησης. Περιττεύει η συνεχής παραβολή προς μια σειρά «ξεχωριστών», ιδιαζουσών ζωομορφών: αυτό δημιουργεί «κοιλιά» στο εκφωνούμενο κείμενο και του αφαιρεί μεγάλο μέρος της συνεκτικότητάς του. Το ίδιο ισχύει και για τον ιδιαίτερα εκτενή πρόλογο, γενικά σχοινοτενή σημεία που αποδεικνύονται δίκοπο μαχαίρι για έναν συγγραφέα (το ίδιο συμβαίνει και στο έργο «Παγώνια»). Ευτυχώς, τα σκηνοθετικά ευρήματα της κυρίας Μοσχοβάκου, η πρωτότυπη (έως υπερρεαλιστική) προσέγγιση των λεπτομερειών, των επίπλων, των σκηνικών προπς, η ωραία υπόκρουση και η εξαιρετική, συναρπαστική ερμηνεία της Λίλης Τσεσματζόγλου αναδεικνύουν το κείμενο, συγκαλύπτοντας τα τρωτά του σημεία.
Η διαφορετικότητα της επιθυμίας αυτής της μύγας αποδίδει τη διαφορετικότητα τόσων ανθρώπων γύρω μας: ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου ο νεοσυντηρητισμός τείνει να απαλείψει την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και να ισοπεδώσει εκ νέου τον ψυχισμό ανθρώπων περιθωριακών, το θέμα επανέρχεται ως φλέγον.
Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω πως ο σκληρός μονόλογος της Στέλλας Ζαφειροπούλου λέει τα πράγματα με το όνομά τους, όσο κι αν φαίνονται ως προϊόντα μιας ποιητικής φαντασίας. Πως το έργο της αναδεικνύει την πολυπλοκότητα και πολυσημαντότητα του ανθρώπινου όντος. Η διαφορετικότητα της επιθυμίας αυτής της μύγας αποδίδει τη διαφορετικότητα τόσων ανθρώπων γύρω μας: ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου ο νεοσυντηρητισμός τείνει να απαλείψει την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και να ισοπεδώσει εκ νέου τον ψυχισμό ανθρώπων περιθωριακών, το θέμα επανέρχεται ως φλέγον. Η δε αποκάλυψη συνίσταται στο ότι η κεντρική ηρωίδα -έχοντας προϋπάρξει άνθρωπος- επιλέγει να γίνει κάτι άλλο μέσα στο σκηνικό αυτού του επίμονα αναλλοίωτου κόσμου. Αυτή δεν είναι μια καφκική πραγματικότητα, αλλά μια «αλλαγή δέρματος», μια μεταμορφωσιγενής κίνηση προς τα εμπρός. Είναι η συνισταμένη των (διαφορετικών) επιθυμιών της και της ανάγκης της για ανθρωπιά τη μετατρέπουν σε μύγα: σε ένα ον μηδαμινό, μη αντιληπτό σχεδόν, που ωστόσο τρέφει τον ονειρικό του κόσμο εν μέσω περιττωμάτων, χωρίς να ανατρέπει στο παραμικρό τη ροή των καταστάσεων.
Με όπλο της αυτές τις κειμενικές αρετές, η ευφάνταστη συγγραφέας θα ευτυχήσει τελικά να δει τη «μύγα» της να ξεδιπλώνει, επί σκηνής, τον παλλόμενο κόσμο των συναισθημάτων μιας γυναίκας που έχει να πει πολύ σημαντικά πράγματα.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Πέπη Μοσχοβάκου
Ερμηνεία: Λίλη Τσεσματζόγλου
Σκηνικά-κοστούμια: Κική Μήλιου
Σχεδιασμός Φωτισμών: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική:Γιάννης Οικονόμου
Φωτογραφίες:Νικόλας Γρηγορίoυ
Creative Agency: Aloha Design Studio
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μάγδα Κουστέρη, Νικόλας Λεβέντης
Εκτέλεση παραγωγής: Άννα Παπαδάκου
Social: Λίζα Θέμελη, Κωνσταντίνα Χατήρα
Γραφείο Τύπου-Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will