
«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα. Μια κριτική προσέγγιση της επιτυχημένης θεατρικής παράστασης.
Γράφει ο Νίκος Σγουρομάλλης
Ένα κοινό χαρακτηριστικό της τέχνης που παράγεται σήμερα είναι η φιλοδοξία να μιλήσει πολιτικά. Περφόρμανς, εκθέσεις ζωγραφικής, λογοτεχνικά κείμενα, τραγούδια, κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές παραστάσεις - το πολιτικό παρεισφρέει παντού, το βλέπουμε, το ακούμε, το διαβάζουμε. Δεν πρόκειται, βέβαια, για καινούργιο φαινόμενο· όποια Ιστορία Τέχνης και αν ανοίξει κανείς θα αντιληφθεί τέτοια παραδείγματα. Εκείνο που αλλάζει είναι η ένταση των διεκδικήσεων, ότι ορισμένα θέματα -κατά το παρελθόν λίγο ή ελάχιστα επιτονισμένα- τίθενται πλέον με όρους κατεπείγοντος. Οι καλλιτέχνες που διέπονται από αυτό το αίσθημα απεργάζονται τρόπους για να ωθήσουν τον θεατή να τηρήσει κριτική στάση απέναντι στα θέματα αυτά. Το ιδανικό σενάριο είναι η αποζητούμενη κριτική στάση να μεταφραστεί σε δράση, ώστε η ισχύουσα κατάσταση να πάψει να επιβάλλεται ως τέτοια. Το απευκταίο σενάριο είναι η κριτική στάση, όχι μόνο να μην ωθεί σε δράση, αλλά να μην συνιστά καν κριτική. Αντί δηλαδή να προσφέρονται λαβές για να ξανασκεφτούμε τα προβλήματα της πραγματικής ζωής, ό,τι τελικά κατορθώνεται είναι το ακριβώς αντίθετο: η μετατροπή του καλλιτεχνικού έργου σε ανώδυνους χώρους κοινωνικής συνεύρεσης που καμία σχέση δεν έχουν με τη συνθετότητα των προβλημάτων που υποτίθεται ότι θίγει. Στην περίπτωση αυτή μάλλον πως ξεχνώ τα προβλήματά μου, παρά τα θυμάμαι και αντιστέκομαι.
Εκεί, σε αυτό το απευκταίο σενάριο θεωρώ ότι ανήκει η θεατρική παράσταση «Σπυριδούλες», που παίζεται στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Το έργο είναι μια διασκευή του κειμένου της Νεφέλη Μαϊστράλη (εκδ. Σύγχρονη εποχή) και σκηνοθετείται από την ομάδα 4frontal και τους Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα. Αναζητώντας στο διαδίκτυο πληροφορίες, οι κριτικές που διάβασα ήταν όλες τους επαινετικές, η παράσταση συνεχίζει την επιτυχή παρουσία μετά τη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2023, οι αίθουσες του θεάτρου είναι γεμάτες, οι θεατές συγκινημένοι, ενώ για να βρει κανείς εισιτήριο πρέπει να μεριμνήσει κάνα μήνα πριν.
Το έργο πραγματεύεται την ιστορία της δωδεκάχρονης Σπυριδούλας Ράπτη. Η Σπυριδούλα προέρχεται από μια φτωχή οικογένεια από την Αιτωλοακαρνανία· ο πατέρας της θα την εξαναγκάσει να μετακομίσει στην Αθήνα και να εργαστεί ως ψυχοκόρη στο σπίτι του Γιώργου και της Αντιγόνης Βεϊζαδέ, πλούσιας, επιφανούς οικογένειας από τον Πειραιά. Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα αρχίζει το μαρτύριο της Σπυριδούλας: τα αφεντικά της δεν δείχνουν κανένα σεβασμό στο πρόσωπό της, φέρονται σκληρά, την κακομεταχειρίζονται, την εξαναγκάζουν να εργάζεται εξαντλητικά ωράρια· το αποκορύφωμα, ωστόσο, είναι όταν αντιλαμβάνονται ότι τους λείπουν 50 δολάρια. Μολονότι δεν έχουν αποδείξεις, θα κρίνουν ένοχη τη Σπυριδούλα - την ανακρίνουν βίαια, την κακοποιούν, φτάνουν στο σημείο να τη σιδερώσουν. Η Σπυριδούλα πηγαίνει με εγκαύματα στο νοσοκομείο· εκεί θα βρει τη δύναμη να μιλήσει για τα μαρτύριά της, γεγονός που πυροδοτεί ένα ντόμινο εξελίξεων: η τόλμη της Σπυριδούλας δίνει φωνή και σε άλλες γυναίκες-ψυχοκόρες που υπομένουν αντίστοιχα μαρτύρια - όλες μαζί θα ενώσουν τις φωνές τους καταγγέλλοντας το άδικο, υψώνοντας αντίσταση στην εκμετάλλευση.
Η κριτική στάση που πρέπει να τηρήσουν οι θεατές είναι ξεκάθαρη. Το στοίχημα είναι πώς οδηγούμαστε στην υιοθέτηση αυτής της στάσης. Και εκεί κατά τη γνώμη μου είναι που χάνεται το παιχνίδι. Ο καταγγελτικός λόγος της Σπυριδούλας και των άλλων γυναικών στρέφεται ενάντια στην εξουσία, τον Γιώργο και την Αντιγόνη Βεϊζαδέ και, κατ’ επέκταση, απέναντι σε κάθε καταπιεστική εξουσία. Τα συγκεκριμένα αφεντικά -και με λογική συνεπαγωγή: κάθε είδους αφεντικά- αναπαρίστανται ως τέρατα, grotesque φιγούρες με τα εσωτερικά και εξωτερικά τους χαρακτηριστικά επιτονισμένα: είρωνες, διαρκώς βίαιοι και προσβλητικοί, επηρμένοι, δεν δείχνουν κανένα οίκτο για τη Σπυριδούλα, δεν έχουν αμφιβολίες ή δισταγμούς για τις πράξεις τους, αντλούν ευχαρίστηση κατηγορώντας την άδικα, τέρπονται σιδερώνοντας το πρόσωπό της - ενσαρκώνουν, κοντολογίς, το απόλυτο κακό. «Δεν είναι άνθρωποι αυτοί, είναι τέρατα» λένε οι ψυχοκόρες στις αποστροφές τους προς το κοινό.
Αντίθετα, όταν το κακό καθίσταται, όπως θα ’λεγε η Άρεντ, «κοινότοπο», τότε είναι που αποκτά τον συλλογικό του χαρακτήρα και λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι βρίσκεται κοντά μου.
Υπάρχει όμως κάτι πιο τερατώδες από τον ίδιο τον άνθρωπο; Η αναπαράσταση των αφεντικών ως τεράτων και όχι ως ανθρώπων ικανών να γεννήσουν τέρατα μήπως τελικά είναι μια στάση που συναινεί παρά αντιδρά στο έλλειμμα κοινωνικής ισότητας; Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ κάνουν ό,τι κάνουν, όχι γιατί είναι τέρατα, αλλά ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι. Η αναπαράστασή τους ως τέρατα προσφέρει το τέλειο άλλοθι: είμαι τέρας, άρα όλα επιτρέπονται, όλα δικαιολογούνται. Το τέρας δεν μ’ αφορά, δεν κατοικεί ανάμεσά μας, είναι μια μορφή απόκοσμη, ήρωες θρύλων και παραμυθιών με δυνάμεις μεταφυσικές που πράττουν ενάντια στην ανθρώπινη λογική, δεν κρίνονται με τα δικά μας μέτρα και σταθμά. Το δύσκολο να αντιληφθούμε -τόσο δύσκολο που κάνουμε λες και δεν υπάρχει- είναι ότι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άνθρωποι καθημερινοί, συνηθισμένοι, που στο παρελθόν δεν έδωσαν τέτοια δείγματα, είναι ικανοί για τις πιο εγκληματικές πράξεις. Το κακό, όταν είναι απόλυτο, όταν περιορίζεται σε μορφές διεστραμμένες, με μοχθηρά και σαδιστικά κίνητρα γίνεται θέαμα, αισθητικοποιείται, στερείται τον αντικειμενικό κοινωνικό του χαρακτήρα - αντί να παράγει πολιτική κάνει το ακριβώς ανάποδο, απολιτικοποιεί. Αντίθετα, όταν το κακό καθίσταται, όπως θα ’λεγε η Άρεντ, «κοινότοπο», τότε είναι που αποκτά τον συλλογικό του χαρακτήρα και λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι βρίσκεται κοντά μου. Και αυτή η υπενθύμιση είναι που με ωθεί να επαγρυπνώ, που πυροδοτεί τον θυμό και γεννά τη διαμαρτυρία. Ο θυμός και η διαμαρτυρία είναι αισθήματα και πράξεις ενεργητικές, η συγκίνηση αντίθετα έχει κάτι το παθητικό, είναι λιγάκι απολιτίκ - εκτονώνει, δεν διανοίγει χώρο, δεν αφηγείται, η συγκίνηση είναι φευγαλέα, η διάρκειά της στιγμιαία. Ο θυμός, αντίθετα, διαρκεί - κινεί την αφήγηση, στρώνει τον δρόμο για την αντίσταση και ενδεχομένως την ανατροπή.
Η συγκίνηση ως ερμηνευτική ταφόπλακα
Σκέφτομαι πόσο πιο κριτικά -πόσο πιο πολιτικά- θα επενεργούσε η παράσταση αν ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ αποδίδονταν όχι σα grotesque, τερατώδεις φιγούρες αλλά σαν άνθρωποι καθημερινοί. Άνθρωποι που πριν σιδερώσουν τη Σπυριδούλα θα αισθάνονταν αμφιβολίες και δισταγμούς, ή αφού το έκαναν θα νιώθαν τύψεις και ενοχές. Οι τύψεις και οι ένοχες προσφέρουν συγχωροχάρτι; Νομίζω πως όχι. Για τη μειοψηφία όμως των θεατών που θα ’δίναν συγχωροχάρτι θα υπήρχαν άλλοι τόσοι που η κρίση τους θα ήταν αμείλικτη. Η αντιπαράθεση μεταξύ των αντίθετων απόψεων είναι που γεννά την πολιτική. Υπήρχε, άραγε, έστω και μία ή ένας θεατής που μετά το τέλος της συγκεκριμένης παράστασης ένιωσε αμφιβολία για ό,τι είδε; Η συγκίνηση είναι ερμηνευτική ταφόπλακα, οι απόλυτες σχηματοποιήσεις επίσης: δημιουργούν σύμπαντα κλειστά, ερωτήματα ήδη απαντημένα. Μπρος στο κλειστό σύμπαν καμία ευθύνη δεν φέρω, καμία απόφαση δεν έχω να πάρω. Αντίθετα, η κοινότοπη-ανθρώπινη αναπαράσταση των αφεντικών θα άνοιγε το έργο σ’ ανοιχτά ερωτήματα - και τα ανοιχτά ερωτήματα μας αναγκάζουν να λάβουμε θέση, να αναλάβουμε την ευθύνη απέναντι στον Άλλον και το πρόβλημα που τίθεται μπροστά μας. Τα ανοιχτά ερωτήματα ενέχουν όμως ρίσκα, με τα ανοιχτά ερωτήματα μπορεί να μην συνέρρεε τόσος κόσμος στην παράσταση, οι θεατές να φεύγαν μ’ αμφιβολίες, ενώ κάποιοι άλλοι να μην καταλάβαιναν το “νόημα” της παράστασης. Ποιος καλλιτέχνης θα πάρει όμως ένα τέτοιο ρίσκο;
Ο Νίκος Σγουρομάλλης είναι φιλόλογος, υποψήφιος διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας (ΕΚΠΑ).