
Για την παράσταση «Αγαμέμνων, ο κύκλος του αίματος» σε σκηνοθεσία της Ραφίκα Σαουίς, στο θέατρο «Ακροπόλ».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η πολυμεσική παράσταση της Ραφίκα Σαουίς «Αγαμέμνων, ο κύκλος του αίματος» (Αισχύλος, Γιάννης Ρίτσος) ανεβαίνει στο Θέατρο Ακροπόλ για 2 ακόμη βραδιές, στις 20 και 27 Ιανουαρίου. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στο La MaMa Experimental Theatre της Νέας Υόρκης, πήρε θετικές κριτικές, και με αυτόν τον αέρα ξεκίνησε την παγκόσμια περιοδεία της. Πρωταγωνιστούν ο Μάνος Βακούσης στον ρόλο του Αγαμέμνονα, ο Σαμουήλ Ακινόλα στον ρόλο του Κήρυκα, η Ραφίκα Σαουίς στον ρόλο της Κλυταιμνήστρας και ο Κρις Ραντάνοφ στον ρόλο του Αίγισθου (video). Τη δημιουργική ομάδα συμπληρώνουν ο εικαστικός Μιχάλης Αργυρού, ο μουσικός Μανώλης Μανουσάκης, ο media & documentary artist Αστέρης Κούτουλας και η Γερμανίδα δραματουργός Isabella Sedlak.
Η ζωή ως μια εμπόλεμη ζώνη
Το κείμενο από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου συνδιαλέγεται με προσωπικές μαρτυρίες που αντιστοιχούν στους γυναικείους χαρακτήρες (τα θηλυκο-ποιημένα σώματα) του έργου: για παράδειγμα, στη θέση της Κασσάνδρας δίνει συνέντευξη μια γυναίκα-θύμα πολέμου, την οπτική της για τον πόλεμο και τους μετανάστες καταθέτει μια συνοριοφύλακας, στη θέση της Κλυταιμνήστρας μπορεί να μπει μια γυναίκα που έχασε το παιδί της εξαιτίας ενός πολέμου και ενός στρατηγού. Ο κύριος κορμός της αφήγησης (η συνθήκη του σύγχρονου πολέμου στη Μέση Ανατολή) αποδίδεται με κινηματογραφικές λήψεις που λειτουργούν ως Χορικά, σύμφωνα με την προσέγγιση του cinematic theatre. Η σκηνική δράση, οι ήχοι των ελικοπτέρων ή η έκρηξη μιας βόμβας, όλα συναποτελούν την «τρίτη διάσταση» της προβαλλόμενης ταινίας. Εν ολίγοις, το ντοκιμαντέρ συνδυάζεται με τη μυθοπλασία (Docu-Fiction), ενώ από πίσω προβάλλεται η εικόνα ενός αγριεμένου σκύλου:
«Κι εκείνο το σκυλί,
όταν σκοτώθη ο Αχιλλέας, γυρνούσε μόνο στο ακρογιάλι,
κοιτούσε τα καράβια, τα σύννεφα, οσμιζόταν τις πέτρες
όπου πατήσαν τα πόδια του κυρίου του, οσμιζόταν τα ρούχα του μέσα στο αντίσκηνο,
νηστικό, θεονήστικο –ποιός να το νοιαστεί;– γινόταν εμπόδιο,
μπλεκόταν στα πόδια μας· πολλοί το κλωτσούσαν· καθόταν
και κοίταζε τους στρατιώτες την ώρα που τρώγαν· δε γρύλιζε.
Μια μέρα, κάποιος του πέταξε ένα κόκαλο· δεν το ’φαγε·
το πήρε ανάμεσα στα δόντια του και χάθηκε. Σε λίγο το βρήκαν
στον τάφο του Αχιλλέα, – και το κόκαλο αφημένο κει πάνω
σα μια μικρή σπονδή· κι έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα
μπορεί για το χαμό του αφέντη του, μπορεί και να ντρεπόταν που πεινούσε.
Ύστερα πήρε πάλι το κόκαλο, κρύφτηκε πίσω απ’ τις πέτρες
κι άρχισε να το ροκανίζει. Μαζί με το ροκάνισμα ακουγότανε
και τ’ αναφιλητό του, – ίσως και να ’τανε το βογγητό της αιώνιας πείνας»
Γιάννη Ρίτσου, «Αγαμέμνων», 1966-1970 Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972), 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος
Η Κλυταιμνήστρα της Σαουίς
Η αιματοβαμμένη Κλυταιμνήστρα που εμφανίζεται μαζί με τον Αίγισθο στην ταινία δεν είναι η γνωστή συζυγοκτόνος που εκδικείται – ή, τουλάχιστον, δεν είναι κυρίως αυτή. Στην ελεγειακή περσόνα της Ραφίκα Σαουίς η Κλυταιμνήστρα (με έναν έντονο απόηχο της «Κλυταιμνήστρας» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ) θρηνεί τον εγκλωβισμό της στην οδυνηρή πραγματικότητα και στον μυθολογικό της ρόλο, ως εκείνης που διαιωνίζει τον ατέρμονο κύκλο του αίματος και του βιασμού της ανθρώπινης φύσης που συνθέτουν τον πόλεμο. Και, επειδή αυτή είναι η αμιγώς ανδρική προσέγγιση στον ιστό της μυθολογικής εξιστόρησης, η Σαουίς αποφασίζει να θραύσει αυτήν την προσέγγιση και στη θέση της να εγκαταστήσει μια γλυκύτερη, γυναικεία ματιά, μια ματιά κοινωνικής δικαιοσύνης.
Όπως και άλλες φορές στο πειραματικό παραστασιακό είδος που εκπροσωπεί από καταβολών του το θέατρο La Mama, η αιμόφυρτη Κλυταιμνήστρα της ταινίας διαφοροποιείται από τη ζωντανή Κλυταιμνήστρα της θεατρικής αίθουσας. Η Σαουίς εμφανίζεται εν μέσω του κοινού κραυγάζοντας πως η πληροφορία της ταινίας είναι ψέμα.
Η αντίσταση της Κλυταιμνήστρας στο βάρος μιας παράδοσης αιώνων επιφέρει, αναπότρεπτα, την ταύτισή της με κάθε γυναικείο θύμα της πολεμικής βίας (ξεκινώντας από τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας), την επακόλουθη αμαύρωση του ονόματός της, την κακοποίηση και τη θυσία της στον βωμό της ανδρικής βίας. Αυτή η τοποθέτηση είναι απόρροια της προσέγγισης που έκανε η δημιουργός στη ρίζα της πολεμικής συμφοράς και του εξουσιαστικού παιχνιδιού που κατατρύχει τους λαούς: εδώ, η τραγική φιγούρα της Κλυταιμνήστρας έχει υποστεί το πλήγμα αυτού του εξουσιαστικού παιχνιδιού και έχει μετατραπεί σε θύμα των πατριαρχικών δομών και του πολέμου, σε φορέα μιας τεράστιας ενοχής που βαραίνει το συλλογικό ασυνείδητο. Και αυτήν την καταγγελία κάνει η Ραφίκα Σαουίς όταν ζητά άσυλο και ανακρίνεται από έναν αραβόφωνο διερμηνέα και μια κυνική αξιωματικό μετανάστευσης: η ίδια ενσαρκώνει αυτήν τη γυναίκα που δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει, γιατί τα έχει χάσει όλα.
Το ασήκωτο σκήπτρο του Αγαμέμνονα
Η αντιηρωϊκή μορφή του Αγαμέμνονα αναδύεται από τις σελίδες του «Αγαμέμνονα» του Γιάννη Ρίτσου. «Ο Μύθος», έγραφε ο Ρίτσος, «προσφέρει τη μαγεία της απόστασης, τη στοχαστική κίνηση του λόγου, την ελευθερία κίνησης της φαντασίας, την ευκολία της μεταμφίεσης και της ακραίας ομολογίας κάτω από την προσωπίδα του άλλου» (Γιάννης Ρίτσος, «Ένα γράμμα του, για την ποίησή του», περ. Νέα Εστία, τ. 130, τχ. 1547: Χριστούγεννα 1991). Η αξία του λογοτεχνικού μύθου έγκειται στον αλληγορικό χαρακτήρα του που «συνδέει το κείμενο με τις πολιτισμικές συνιστώσες της εποχής στην οποία προσλαμβάνεται» (Ζ.Ι. Σιαφλέκης, Η εύθραυστη αλήθεια. Εισαγωγή στη θεωρία του λογοτεχνικού μύθου, Gutenberg, Αθήνα, 1994). Εδώ θα προσέθετα ότι η μετάπλαση του μύθου σε βίωμα είναι ένας μοναδικός τρόπος του ζην ποιητικώς. Και ότι η θαυμαστή, ελκυστική λειτουργία του Μύθου μετακυλίεται από τον Αισχύλο στον Ρίτσο και από τον Ρίτσο στο κείμενο της Ραφίκα Σαουίς:
«Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει
εμένα τον ίδιο να υπάρχω»
Γιάννη Ρίτσου, «Αγαμέμνων», 1966-1970, Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972), 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος
Οι προθέσεις της δημιουργού είναι ξεκάθαρα προσανατολισμένες στην απόδοση του τραγικού στο σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, στη σύγκρουση των εξουσιών, στην κοινωνική αδικία εις βάρος των θυμάτων του πολέμου, στην αγκύλωση στον κύκλο της βίας και του αίματος που διενεργείται στον βωμό των συμφερόντων:
«Όλοι βιαζόμαστε
να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας
μονάχα τα δικά του λόγια ακούει».
Γιάννη Ρίτσου, «Αγαμέμνων», 1966-1970 Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972), 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος
Μέσω της αντιστροφής των παραδοσιακών έμφυλων ρόλων, η Ραφίκα Σαουίς αξιοποιεί τον διαχρονικό χαρακτήρα των ζητημάτων που θέτει ο Αισχύλος στο πρωτότυπο έργο, εστιάζοντας στις προσωπικότητες της Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα και στην πάλη των φύλων που αυτές συμβολίζουν. Η ασυνεννοησία και η συγκρουσιακή συνθήκη που τίθεται ευθύς εξαρχής μεταξύ των ανθρώπων της εξουσίας –ως ανθρωπολογικό σχόλιο πάνω στη διαιώνιση του πολέμου–, η έπαρση του Αγαμέμνονα σε συνδυασμό με ένα κούφιο (σεφερικό) προσωπείο ηγέτη, από τη μία, καθώς το βάθρο του ανεβαίνει επιδεικτικά.
Η ανθρώπινη πτυχή ενός χαρακτήρα που συνοψίζει κατά παράδοσιν το μιλιταριστικό ιδεώδες και τα ζοφερά επακόλουθά του, από την άλλη, που του είναι αφόρητα και δυσβάσταχτα όταν κατεβαίνει από το βάθρο του και αποδομεί το μυθολογικό, κληρονομημένο φορτίο των συμβολισμών του ηγέτη, του άνδρα, του συζύγου, του πολεμιστή, του δολοφόνου, του βιαστή, του παιδοκτόνου, του υπαίτιου για όλον αυτόν τον ζόφο και το μίασμα εις βάρος της ανθρωπιάς: ο Μάνος Βακούσης ενσαρκώνει θαυμάσια την προσωπογραφία του Αγαμέμνονα αυτής της λιτής και πολύ περιεκτικής περφόρμανς, ειδωμένη μέσα από ένα αμιγώς γυναικείο spectrum:
«Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει
εμένα τον ίδιο να υπάρχω· παρακολουθεί με τ’ άδεια του μάτια
την κίνησή μου, τις χειρονομίες μου· – όπως τότε, μια νύχτα του χειμώνα,
κει κάτω, έξω απ’ τα τείχη, μ’ ένα απερίγραπτο, ψυχρό φεγγαρόφωτο
κι έμοιαζαν όλα σα μαρμαρωμένα, καμωμένα από ασβέστη και φεγγάρι».
Γιάννη Ρίτσου, «Αγαμέμνων», 1966-1970 Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972), 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Δυο λόγια για τη Ραφίκα Σαουίς
Η Ραφίκα Σαουίς είναι γνωστή ως δημιουργός για την εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, του φύλου και της μετα-αποικιοκρατικής συνθήκης. Η καλλιτεχνική της πρακτική εκτείνεται σε θέατρο, πολυμέσα και περφόρμανς, με άξονα πάντα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Το 2014 ίδρυσε την πλατφόρμα The Blind Platform μαζί με τον Αντώνη Βολανάκη και έχει παρουσιάσει παραστάσεις της στην Αθήνα, το Όσλο, το Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη. Συνεργάστηκε κατά καιρούς με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, το Εθνικό Θέατρο του Όσλο, το Östgötateatern της Σουηδίας και το Πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο, είναι μέλος του Lincoln Theatre Director’s Lab και της Young Curator’s Academy του Θεάτρου Maxim Gorky. Από το 2022 κρατά την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μικρό Γκλόρια στην Αθήνα, όπου εστίασε, μαζί με τον Μάνο Καρατζογιάννη, στη νεοελληνική δραματουργία.