
«Αιαυτός» του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη, στο θέατρο «Σφενδόνη» – έργο ανανοηματοδότησης του ερωτισμού.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Έργο για δύο πρόσωπα είναι ο «Αιαυτός» του Δημήτρη Δημητριάδη, που ο Χάρης Φραγκούλης σκηνοθετεί αριστοτεχνικά φέτος στο θέατρο «Σφενδόνη»: μιαν ανέκδοτη αντιτραγωδία εμπνευσμένη από τον «Αίαντα» του Σοφοκλή (το κείμενο της οποίας είχε την ευγενή καλωσύνη να μου κοινοποιήσει ο κύριος Δημητριάδης). Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει η Ελίνα Λούκου, τη μουσική ο Κορνήλιος Σελαμσής, την ηχητική επεξεργασία ο Γιάννης Μαραμαθάς και τους φωτισμούς ο Νίκος Βλασόπουλος. Πρωταγωνιστούν ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Γιάννης Παπαδόπουλος.
Η ζάλη του Αίαντα πριν τη σφαγή: «η ακάθεκτη ροή του λόγου»
Ας μην σταθούμε στις προσεγγίσεις που έχουν καθιερώσει πλέον τον Δημήτρη Δημητριάδη: τους «γλωσσικούς ελιγμούς και ακροβατισμούς» που επισημαίνει ο Σάββας Πατσαλίδης, την αισθητική υπόσταση των έργων του που είναι «κειμενική, γλωσσική και κατεξοχήν ποιητική», που διευκρινίζει ο Βάλτερ Πούχνερ [1], την «αγωνία των λέξεων (λέξεις που είναι πάντα σε έλλειψη, εκκρεμότητα ή και καθυστέρηση), στην αντιστροφή ή συνέχιση του μύθου, τη νέα ζωή που επιφυλάσσει ο συγγραφέας στους μυθικούς ήρωες», που δηλώνει η Καλλιόπη Εξάρχου [2]. Ας σταθούμε πρωτίστως στην απόκλιση από το πρωτότυπο έργο του Σοφοκλή. Εκεί (στον σοφόκλειο, «μαστιγοφόρο» Αίαντα) ο ήρωας, προσβεβλημένος από τη στέρηση των όπλων-που δικαιούται-του Αχιλλέα, θέλησε να εξολοθρεύσει το γένος των Ατρειδών, όμως η Αθηνά μετέστρεψε τη μανία του σε μια υστερική ζωοκτονία, μια κυριολεκτική σφαγή θολωμένου μυαλού. Όταν συνήλθε και αντίκρισε την αιματοχυσία της οποίας ήταν αυτουργός, αυτοκτόνησε, πέφτοντας πάνω στο ξίφος του, παρά τις προσπάθειες της συζύγου του Τέκμησσας και του αδελφού του Τεύκρου να τον εμποδίσουν. Και η υπόθεση της τραγωδίας επικεντρώθηκε στον αγώνα λόγων, στην έριδα που αφορούσε την ταφή του.
Αντίθετα από το σοφόκλειο πρότυπο, στον «Αιαυτό» του Δημητριάδη ευτελίζεται η παλαιότατη «ελληνική φύσις»: ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος είναι αυτοί που αποφασίζουν να αυτοκτονήσει ο Αίας. Ο συγγραφέας επιλέγει τους δυο στρατηλάτες ως φορείς των ακατανόητων ιπποτικών αξιών, ως εκφραστές της ordinis mundi [3], των θεσμικών αρχών του στρατοπέδου των Αχαιών. Ο Τεύκρος αποπειράται εις μάτην να εξηγήσει στον Αγαμέμνονα την αιτία της παραφοράς του Αίαντα:
Δεν το άντεξε η τιμή του!
Η τιμή του, Αγαμέμνων!
Αυτό τον τρέλανε!
Ωστόσο, ο Αγαμέμνων θεωρεί εκ προοιμίου τετελεσμένο τον θάνατο του Αίαντα. Έτσι, μετά το «συντελεσμένο έγκλημα», και αφού ο Αίαντας βγει «από τα βάθη», ο Τεύκρος και η Τέκμησσα του αποκρύπτουν τη διαταγή ν’αυτοκτονήσει ενώπιον των Ελλήνων.
Ύμνος στον έρωτα: «η υλοποίηση του αφόρητου»
Ο συγγραφέας μοιράζει τους έξι ρόλους του έργου σε δύο άνδρες ηθοποιούς. Τον Αίαντα στην παράσταση υποδύεται ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, σταδιακά περιβαλλόμενος τα ράκη υφασμάτων που παριστάνουν τα μέλη του σφαγιασμένου κοπαδιού (αυτό είναι «το συντελεσμένο έγκλημα»). Επίσης, υποδύεται τον Τεύκρο, εκκινώντας από μια στάση γονατιστή και υποτακτική, και περιβεβλημένος το πάνω μέρος μιας πανοπλίας με στρας. Αργότερα, αυτό το «ενσώματο υποκείμενο» θα ανεβάσει τους τόνους του έως την απόλυτη υπεροψία, υποδυόμενο τον Οδυσσέα: ο Οδυσσέας «συμμορφώνεται με τις άνωθεν διατάξεις/Κάνει αυτό που δεν κάνει ο Αίας», και ως πανούργος που είναι αντιπροτείνει να του δοθούν δικαιωματικά τα όπλα του Αχιλλέα με αντάλλαγμα την εκτέλεση της διατεταγμένης αυτοχειρίας. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος ως Αγαμέμνων φορά ιερατικό, ποδήρη χιτώνα αφύσικης επιμήκυνσης, ως τοτέμ/ρήτορας που στηρίζεται σε κοθόρνους. Αυτό το ενδυματολογικό εύρημα της Ελίνας Λούκου επιτρέπει, αργότερα, στην απόληξη του χιτώνα να μετατραπεί σε εσθήτα της Τέκμησσας, που ο Παπαδόπουλος την υποδύεται με αισθησιακό, τέθηλυ τρόπο. Πολύ πιο κινητικός θα γίνει ο ίδιος ηθοποιός ως Μενέλαος, δηλαδή ως «ενσάρκωση της ευτέλειας».
Το λουτρό αίματος διενεργείται κυνικά, αποστασιοποιημένα, χωρίς την παραμικρή αιδώ, συναισθηματική μέθεξη, διάχυση ή έκπληξη.
Όταν ο Αίας βγαίνει από την αδιέξοδη, πολυαίμακτη μανική του κρίση κι επανέρχεται στα σύγκαλά του, έχει ως κύριο μέλημά του να μην επιστρέψει ποτέ στην παγιωμένη (μυθουργικά και μυθολογικά) εικόνα του εαυτού του, αλλά να μεταβεί σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας (ρήξη προς την ενοχική αναπαράσταση του μύθου) που θα του αποκαλύψει τον πραγματικό του εαυτό: εξ ού και ο τίτλος του έργου του Δημητριάδη, «Αιαυτός». Όμως η Τέκμησσα δεν θα δεχτεί να μείνει εγκαταλελειμμένη, και θα σκοτώσει τον Αίαντα, για να αυτοκτονήσει, αμέσως μετά, πέφτοντας (εκείνη, αντ’αυτού) πάνω στο σπαθί του: «Ο άνθρωπος που μόνος ουρλιάζει προς το κενό που άφησαν οι θεοί σε έναν έρημο τόπο που γίνεται τόπος θυσίας του ανθρώπινου σώματος για το ανθρώπινο σώμα. Ένας λόγος παράφορος καταρράκτης που γίνεται μουσική/προσευχή για τον πόθο», γράφει το κείμενο που συνοδεύει την παράσταση.
Το λουτρό αίματος (όπως συμβαίνει και στο έργο «Η αλήθεια είναι») διενεργείται κυνικά, αποστασιοποιημένα, χωρίς την παραμικρή αιδώ, συναισθηματική μέθεξη, διάχυση ή έκπληξη. Ο συγγραφέας προτείνει την ιδιοποίηση της αυτοκτονίας του Αίαντα, μιαν ιδιοποίηση της οποίας θα προηγηθεί η κάθαρση από τα υπολείμματα της αρνοσφαγής, συνοδευόμενη από τον παράφορο λόγο της Τέκμησσας. Για μιαν ακόμη φορά, στον Δημητριάδη ο έρωτας τεκταίνεται ως σκηνικό γεγονός και πραγματώνεται στην εκδοχή του φόνου: με πολύ τολμηρή, σωματική προσέγγιση και με άκρως διεγερτικά λόγια στην περιγραφική εικονοπλασία του κορμιού του άνδρα, η Τέκμησσα θα προβεί σε λατρεία του Αίαντα προτού τον μαχαιρώσει:
Τέκμησσα: Θα πάρω από πάνω σου ό,τι θυμίζει τον χθεσινό Αία.
Αίας: Σβήσε τον χθεσινό. Μην αφήσεις τίποτε από εκείνον. Καθάρισέ με από εμένα, από εκείνον που ήταν εγώ.
Τι επιθυμεί ο Αίας και τι η Τέκμησσα
Απάρνηση της καταγωγής, της οικογένειας, της πατρίδας, του ηγετικού ρόλου, των βωμών και των εστιών, αποποίηση του ηρωϊκού μιλιταριστικού μοντέλου που παλαιότερα εκπροσωπούσε, είσοδο στη φιλοσοφική σφαίρα της γνώσης και της Διαφώτισης: αυτό επιθυμεί και αυτό επιχειρεί ο Αίας. Όμως ο πόθος της Τέκμησσας δεν επιτρέπει στην αλλοτριότητα να εκφανεί, παρεμποδίζει την πραγμάτωση του «Αιαυτού». Στη θέση της πειθαρχίας, η «ποθαρχία»4: μια επανανοηματοδότηση της «ανδρείας» ως της ιδιότητας εκείνης που καθιστά κάποιον άνθρωπο. Ανδρεία είναι αυτό που ο άνδρας προσφέρει, το γεγονός το ίδιο ότι θυσιάζεται και προσφέρει: «Εγώ τού δίνομαι», θα πει η Τέκμησσα, «Αυτός δίνει ως εκεί που πρέπει/Εγώ ως εκεί που δεν πρέπει/Εγώ είμαι η Ασία/Αυτός η Ελλάδα».
Το αντικειμενικό γεγονός της προσφοράς εκτείνεται αναπόφευκτα στη σφαίρα του έρωτα: η Τέκμησσα «οιστρολάμνει», «ορχηστροδινούται», όπως θα έλεγε ο Δημητριάδης, πάνω στο φαλλικό δέμας του Αίαντα. Υπάρχει, δε, το «πριν» της επικάλυψης με τα τεμάχια των σφαγίων και υπάρχει και η σταδιακή απογύμνωση του σώματος από αυτές τις «φέτες» κοκκινωπών υφασμάτων που άλλοτε ήταν ο τελαμών και η περικνημίδα του πολεμιστή και αίφνης, τώρα, είναι «δάχτυλα αγαλμάτινα, κνήμες που ορθώνονται σαν πυλώνες, πυργώνονται με τους μηρούς τους μυώδεις, δασώδεις, στέρεους».
Κατά την εκφώνηση της κουήρ περιγραφής των ανδρικών μελών, το σώμα του άνδρα μοιάζει με πτώμα που τεμαχίζεται στο ανατομικό τραπέζι, αποκαλύπτοντας τις στρωματώσεις των ιστών του. Το μακελειό, η κατακρεούργησή του: «ώ κρέας, κρέας, και πάλι κρέας».
Αρχαιόθεμο έργο ανανοηματοδότησης του ερωτισμού
Η έλξη της Τέκμησσας προς τον Αίαντα σκηνοθετείται ως ομοφυλόφιλη έλξη, υπηρετώντας, έτσι, τον ρόλο της ως κανονιστικού παράγοντα άρσης των στερεοτύπων (στερεοτύπων ανδρισμού, ανδρείας/αριστείας στην ομηρική εποχή, σχέσεως των δύο φύλων, κουήρ αισθητικής, «ενδεχομενικότητας» των πολιτισμικών κανόνων κ.ο.κ.): γιατί η Τέκμησσα «τον συμπληρώνει ως άντρα με την θαυμάσια ασιατική θηλύτητά της». Έτσι το σώμα της μετατρέπεται σε σώμα επιθυμίας, καθώς χαϊδεύει σταθερά τα μέλη του άλλου σώματος, κλαίει και παραπονείται, επιτελώντας σκηνικά μια φιλομόφυλη μεταφορά. Αποκαλώντας τον με το όνομά του, η Τέκμησσα δίνει στον Αίαντα τη δυνατότητα να προβεί σε μπεκετική εκφορά του λόγου, ηχογενούς και θραυσματικού στην ιδιοσυστασία του, μα πλήρους νοήματος:
Αία
Για ποιον
έλεγε
Για μένα;
Τώρα
Τώρα όλα
Αλλά πώς
Με τι λόγια
Πρώτα
σ’ αυτήν
Εχω
το μυαλό μου
Το έχω
Μ’ αυτό θα μιλήσω
Αυτό που είμαι
Αυτό το μυαλό
Ο εγώ τώρα
Ο εαυτός μου
Θα τής τα πω
όλα
Η λιμπιντινική ορμή της Τέκμησσας/άνδρα εκφαίνεται και πάλι ως γενεσιουργό αίτιο της αφόρητης ανθρώπινης συνθήκης και ως προθάλαμος θανάτου, σε μια συνεστραμμένη στάση εναγκαλισμού του αιμοσταγούς σώματος του Αίαντα και μέσα σε λουτρό αίματος (που κρατά σταθερά την αντιστοιχία του προς τη σφαγή μιας αγέλης ζώων). Την παράσταση θα κλείσει η εμφάνιση του έτερου Τελαμώνιου, του Τεύκρου. Στη σκηνοθεσία του Χάρη Φραγκούλη μένει ανοιχτό το ερώτημα: «Και τώρα, εμένα, ποιος θα με θάψει;»
Το προχώρημα της πολιτιστικής μας παράδοσης που επιτελεί το έργο του κύριου Δημητριάδη πάει πέρα κι από την απλή απομύθευση του ηρωϊκού προτύπου: προχωρεί και στην κατεδάφιση του ανδρισμού, και του θεσμού της οικογένειας και της πατρίδας, και της κατάστασης του «ανήκειν», και στην αναδόμηση της έννοιας του πόθου, ενώ στα ερείπια όλων αυτών στήνει το μοντέλο του πεφωτισμένου ανθρώπου που μάταια αναζητά την αλήθεια του Είναι του, εφόσον προσκρούει στην ίδια τη φύση της ανθρωπινότητάς του.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
1. Βάλτερ Πούχνερ, «Οι δρόμοι της πρόσληψης και η θέση του Δημήτρη Δημητριάδη στην ελληνική δραματουργία», στο: Το θεατρικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Ένα δοκίμιο για τον θεατρικό μεταμοντερνισμό, Εκδόσεις Νεφέλη, «Θέατρο: Τέχνη – Κοινωνία – Πολιτική», 2023
2. Καλλιόπης Εξάρχου «Δημήτρης Δημητριάδης – Το θέατρο του Ανθρωπισμού» (εκδ. Σοκόλη)
3. Σ.τ.γράφοντος: «της τάξεως του κόσμου».
4. Δημήτρη Δημητριάδη, Κατάλογοι, 5-8, 43.