Για την παράσταση «Εκκλησιαστής» του Αντώνη Αντωνόπουλου, η οποία παρουσιάστηκε στο Bios, έπειτα από τέσσερις κύκλους παραστάσεων που ξεκίνησαν το 2018.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Τη μάταιη υπόσταση του φυσικού φαινομένου της ζωής πραγματεύεται ο Εκκλησιαστής, ένα από τα 24 κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης (γράφτηκε μεταξύ 450 και 180 π.Χ.), που σκηνοθετεί ο Αντώνης Αντωνόπουλος με τη μουσική συνοδεία του Lowtronik στο Bios. Η παράσταση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «εικαστική χορογραφία» και φέρει, επίσης, κάποια γνωρίσματα της σύγχρονης όπερας δωματίου, ενώ κατ’ ουσίαν είναι ένα δραματοποιημένο ποιητικό αναλόγιο.
Οραματικό, προφητικό, αλληγορικό κείμενο, σχετικά άγνωστο στους πιστούς της ορθόδοξης εκκλησίας, ο Εκκλησιαστής είναι ο βιοσοφικός μονόλογος κάποιου μεταστάντος ιερέως από τη γενιά του Δαβίδ. Πότε ως ποίημα και πότε ως πεζοτράγουδο, το κείμενο του Εκκλησιαστή ανασύρει μνήμες από τον Επίκουρο και παρουσιάζει υπό μορφή μονολόγου τις σκέψεις ενός νεκρού βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Η αναζήτηση της ευτυχίας και της ανθρώπινης ψυχικής ολοκλήρωσης, αυτό είναι το ζητούμενο του Εκκλησιαστή: όμως «τίποτε δεν είν’ καινούργιο εδώ στη γη», γιατί η ανθρώπινη μνήμη διαγράφει τα όσα έχουν λάβει χώρα στον πλανήτη. Κατ’ ουσίαν, ο Εκκλησιαστής πρεσβεύει πως τα πάντα επαναλαμβάνονται, εφόσον ο ομιλών υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της αδυνατότητας του ανθρώπου να πετύχει την ευτυχία, εφόσον το νόημα των πραγμάτων είναι απρόσιτο.
Η μετάφραση του Κώστα Φριλίγγου επιτρέπει τη μυσταγωγία, καθώς η ποιητική της υπόσταση είναι που διασώζει τη ρυθμική αγωγή του κειμένου.
Σε κάθε επίτευγμα και σε κάθε κόπο υπάρχει αντιζηλία του ανθρώπου προς τον πλησίον του. «Στον αμαρτωλό ο Θεός δίνει τη δυνατότητα να συσσωρεύει» και αυτό ακόμη είναι ματαιότητα και χίμαιρα (Εκκλησιαστής, τέλος 2ου κεφαλαίου). Η μετάφραση του Κώστα Φριλίγγου [1] επιτρέπει τη μυσταγωγία, καθώς η ποιητική της υπόσταση είναι που διασώζει τη ρυθμική αγωγή του κειμένου. «Ο ήλιος προβάλλει στην Ανατολή και χάνεται στη Δύση. Τρέχει να ξαναφανεί» – η ανακύκλιση του ουράνιου φωτοδότη δικαιολογεί και την κινητική επαναληπτικότητα, που στόχο έχει να αποδώσει τη ματαιότητα των εγκοσμίων, εφόσον τα πάντα είναι ανώφελα, εφόσον τα πάντα επιστρέφουν στη χοϊκότητά τους, ο Εκκλησιαστής μιλά σε επικό τόνο, παροτρύνοντας τον νέο άνθρωπο να απολαύσει τη συντροφικότητα και όλα εκείνα που μπορούν να συγκινήσουν την καρδιά του, «αποδιώχνοντας τη βρώμα» των σωματικών απολαύσεων: το ψωμί, το κρασί, τα λευκά πεντακάθαρα ρούχα, την αγκαλιά του αγαπημένου προσώπου.
Αυτό το πανάρχαιο κείμενο, παλιό όπως τα σουμεριακά και τα ομηρικά έπη, περιφρονεί τ’ ασήμια, τα χρυσάφια και τα ουρί του επίγειου παραδείσου, αναγνωρίζοντας πως «όλα αυτά είναι ματαιοπονία και χίμαιρες». Μηδέν άγαν. Το ίδιο με τη σοφία, που είναι προτιμότερη από την ανοησία, παρά το γεγονός ότι «η ίδια τύχη περιμένει τον ανόητο και τον σοφό» και τούτη η διάκριση είναι μάταιη, εφόσον και οι δύο λησμονιούνται από τις επερχόμενες γενεές. Αυτές οι παράμετροι του κειμένου αποκομίζουν την προσοχή του ακροατή/θεατή: ο κορεσμός, η αίσθηση απαυδίσματος και αηδίας, η αριστοκρατική, μελαγχολική απόσυρση από τα εγκόσμια που απασχόλησαν τους θνητούς in frustra, ο ερμητισμός εκείνου που έχει οριστικά καταλήξει σε μεγάλες αλήθειες για τη ζωή, η ειρωνεία εκείνου που δοκίμασε τις κορυφώσεις και ματαιώθηκε από την κατακρήμνιση, η φρίκη στην καταμέτωπο θέαση του θανάτου («χους εί και εις χουν απελεύσει»).
Το κείμενο διδάσκει την ολιγάρκεια και το μέτρο: το μερίδιο του ανθρώπου στην επίγεια ζωή του είναι αποκλειστικά η απόλαυση του καρπού των κόπων του, όποιοι κι αν είναι αυτοί, γιατί η ημερομηνία του θανάτου δεν αναβάλλεται. Πρόκειται για μια κατά βάσιν υλιστική προσέγγιση των αξιακών συστημάτων, που αφήνει, ωστόσο, ανεπηρέαστες τις πνευματικές ηδονές του παρόντος – να η πεμπτουσία του κειμένου του Εκκλησιαστή.
Στην παράσταση του κύριου Αντωνόπουλου συνυπάρχει η μελοποιημένη (διδακτική) αφήγηση, απόλυτα μινιμαλιστική, ηλεκτρονική, ρυθμική και ολοένα εντεινόμενη στο ακουστικό τοπίο του Lowtronik (Γιώργου Ραμαντάνη), με ένα χορευτικό δρώμενο του ίδιου του σκηνοθέτη/ερμηνευτή, που παραπέμπει σε πρωτόγονες φυλετικές τελετές. Είναι μια αφήγηση και ταυτόχρονα μια επιτέλεση (performance) με υποβλητικά αποτελέσματα, καθώς, στο πλαίσιο αυτού του τελετουργικού μικροσύμπαντος, κλιμακώνεται η πυρετώδης προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να οικοδομήσει μια ζωή γεμάτη σημασία. Αυτή η προσπάθεια περνά κυρίως από ακτιβιστικές επιδόσεις: «Κατασκεύασα δεξαμενές νερού για να ποτίζω τα δέντρα του άλσους» είναι η φράση που επαναλαμβάνεται διαρκώς, εντείνοντας την αίσθηση πως το εγχείρημα είναι μάταιο. «Εκείνος που εργάζεται τι ωφελείται από τον κόπο του;» Η ίδια ακριβώς τύχη περιμένει τον άνθρωπο και τα ζώα: όπως πεθαίνει το κτήνος, έτσι πεθαίνει και ο άνθρωπος. «Ποιος ξέρει αν η στερνή πνοή των ανθρώπων ανεβαίνει προς τα πάνω, ενώ του ζώου προς τα κάτω;» Μα όλα, εδώ στη γη, είναι κανονισμένα έτσι ώστε να επικρατεί η μεγίστη αδικία. Σε κάθε επίτευγμα και σε κάθε κόπο υπάρχει αντιζηλία του ανθρώπου προς τον πλησίον του. Ο Εκκλησιαστής πονά όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν στον πλανήτη, χωρίς κανείς να προσφέρεται να τους βοηθήσει. Ο πιο ευτυχισμένος είναι ο αγέννητος, αυτός που δεν ήρθε στη γη για να λάβει γνώση της αδικίας. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».
Είναι μια αφήγηση και ταυτόχρονα μια επιτέλεση (performance) με υποβλητικά αποτελέσματα, καθώς, στο πλαίσιο αυτού του τελετουργικού μικροσύμπαντος, κλιμακώνεται η πυρετώδης προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να οικοδομήσει μια ζωή γεμάτη σημασία.
Ο Κώστας Τσιούκας χορογραφεί τον Αντώνη Αντωνόπουλο ενεργοποιώντας μια στατική εικόνα παγανιστικού «τοτέμ» απροσδιόριστης ταυτότητας σε μιαν εξελικτική κινησιολογία που ρέπει προς τον εξανθρωπισμό και συνάπτει αντιστικτική σχέση με το κείμενο, τόσο αντιστικτική που κατά σημεία σοκάρει τον θεατή: θεωρώ επιτυχία αυτής της παράστασης το γεγονός ότι με τη λιτή, αφαιρετική κίνηση του ανθρωποειδούς αυτού επιτρέπει τη σταδιακή εξοικείωση με τις διάφορες εκδοχές της ανθρωπινότητάς του, ενώ παράλληλα το κείμενο τις απαξιώνει, τη μια μετά την άλλη, οραματιζόμενο την ανέφικτη θεοποίηση. Mια συναρπαστική παράσταση, με υπέροχη μουσική, που κατά τη γνώμη μου δεν προσέχτηκε όσο της άξιζε.
1. Γεννημένος στη Σμύρνη (στα 1884), o Kώστας Φριλίγγος πέρασε πρώτα στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και μετά σπούδασε στην ένδοξη τότε Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Κατεβαίνει στην Αθήνα και σπουδάζει Ιατρική, την οποία συνεχίζει αργότερα στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Διετέλεσε νομάρχης Μυτιλήνης το 1944 με το ΕΑΜ. Πέρα από τις θεολογικές και ιατρικές του σπουδές η μεγάλη αγάπη του είναι η λογοτεχνία. Και ιδιαίτερα η ποίηση. Από την προσωπική πρωτότυπη δημιουργία του έχουν εκδοθεί Τα τραγούδια της σκιάς (Σμύρνη 1907) μόνο, ενώ έχει αφήσει σημαντικό έργο (ποιητικό, αφηγηματικό, δραματικό) ανέκδοτο, που πρέπει κάποτε να πάρει τον δρόμο προς το τυπογραφείο. Επίσης, παράλληλα με τις ερμηνευτικές και μεταφραστικές εργασίες του στον Ιώσηπο, τον Απολλώνιο, τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή, που έχουν εκδοθεί, θα ήταν πολύ χρήσιμο αν κάποτε κυκλοφορούσαν σ’ ένα τόμο κι οι λογοτεχνικές-κριτικές μελέτες του, που δημοσιεύτηκαν σε γνωστά περιοδικά της εποχής του («Μούσα», «Νουμάς», «Χαραυγή», κά.) για τον Γρηγόριο Θεολόγο ως ποιητή, τον Γ. Βιζυηνό, το Άσμα Ασμάτων, τον Αργύρη Εφταλιώτη και πολλές άλλες. Όμως, πάνω από τον λυρικό ποιητή, τον λεπταίσθητο πεζογράφο, τον δραματικό συγγραφέα, τον μελετητή και μεταφραστή ή τον κριτικό της λογοτεχνίας, ο Φριλίγγος θα μείνει στην Ιστορία της Λογοτεχνίας μας ως ο ποιητικός μεταφραστής της Παλαιάς Διαθήκης. Γι’ αυτή την δουλειά αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, να μάθει εβραϊκά, να συγκεντρώσει μια τεράστια σχετική βιβλιογραφία και να μεταφράσει μ’ εκδόσεις ξεχωριστά το Άσμα Ασμάτων (Σμύρνη 1912 και Μυτιλήνη 1937), τον Ιώβ (Αθήνα 1931 και 1977), τους Ψαλμούς του Δαβίδ (Αθήνα 1946), καθώς και μια πλατιά ανθολογία από την Παλαιά Διαθήκη, που με εισαγωγικά και ερμηνευτικά σχόλια, κυκλοφόρησε πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια σε δύο τόμους με τον τίτλο Κοέλεθ (Εκκλησιαστής), έναν ακριβώς χρόνο μετά τον θάνατό του (15 Δεκεμβρίου 1951) στην Πέτρα της Μυτιλήνης, που είχε γίνει η δεύτερη μικρή πατρίδα του. O Φριλίγγος ήταν εξαίρετος γνώστης του Εκκλησιαστή· κατά σύμπτωση μάλιστα, όπως αναφέρει και στην πρώτη επιστολή του, πριν από μερικούς μήνες (συγκεκριμένα στο φ. της 5ης Αυγούστου 1939) ο Φριλίγγος είχε δημοσιεύσει, ακριβώς στα Νεοελληνικά Γράμματα πρωτοσέλιδη εκτενή μελέτη του με εισαγωγή και μετάφραση –από τα εβραϊκά– του Εκκλησιαστή.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.