Για την παράσταση «John» της Άνι Μπέικερ [Annie Baker] σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο «Δίπυλον» μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο Θέατρο Δίπυλον είδα την παράσταση «John» της Άνι Μπέικερ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Πανάδη και με πρωταγωνιστές τη Κόρα Καρβούνη, τον Χρήστο Κοντογεώργη, τη Γιούλη Τσαγκαράκη και την Καλλιόπη Παναγιωτίδου. Το «John» πρωτοπαρουσιάστηκε το 2015 στο «Signature Theatre» στη Νέα Υόρκη και η (βραβευμένη με Πούλιτζερ) συγγραφέας Άνι Μπέικερ ανακίνησε μια «παλαιάς κοπής» εκδοχή ρεαλισμού, με πολύ μαύρο χιούμορ και διάφορα εμβόλιμα στοιχεία μετανεωτερικότητας. H σκηνοθεσία του κύριου Πανάδη είναι επαρκής, χωρίς να αποδίδει όλες τις λεπτές αποχρώσεις του αγγλοσαξονικού χιούμορ και τις λεπτές συνδηλώσεις του έργου. Φεύγεις από την παράσταση έχοντας εστιάσει περισσότερο στα αναπάντητα ερωτήματα στα οποία σε υποβάλλει το έργο και λιγότερο στα συναρπαστικά σκηνικά του ευρήματα.
Σκηνικό – Εποχή – Τα πρόσωπα
Είναι παραμονές Χριστουγέννων. Ένα νεαρό ζευγάρι έρχεται στο Γκέτισμπουργκ της Πενσυλβάνια μετά από την ημέρα των Ευχαριστιών, που πέρασε στους γονείς της συζύγου, στο Οχάιο. Ο σύζυγος κατάγεται από τα «παιδιά των λουλουδιών» της Καλιφόρνια και έχει εμμονή με την Ιστορία. Σ’ αυτό το bed and breakfast πανδοχείο των Η.Π.Α. η επίπλωση είναι πληθωρική (σαν να υπάρχει ο «τρόμος του κενού») και υπάρχουν όλα τα σκηνικά αντικείμενα που θα ενεργοποιηθούν κατά την εξέλιξη ενός ψυχολογικού δράματος, που όμως φέρει τα χαρακτηριστικά του θρίλερ – και μάλιστα του «υπερφυσικού» θρίλερ, εφόσον κάποια αντικείμενα εμψυχώνονται και το σκηνικό ζωντανεύει κατά στιγμές. Τα τραπέζια με τις μινιατούρες του πύργου του Άιφελ και τα σερβίτσια του πρωϊνού, οι φλις κουβερτούλες, η σόμπα δίπλα στον καναπέ του καθιστικού των πελατών, το χριστουγεννιάτικο δέντρο που αναβοσβήνει μόνο του, το τζούκμποξ, οι κούκλες της βιτρίνας, τα άσχημα τρολ, τα κεραμικά αγγελάκια και όλα αυτά τα μικροαντικείμενα που στην Αμερική τα αποκαλούν «tchotchkes» ή «knickknacks», ο αγνώστου περιεχομένου άνω όροφος με τα κρύα, αφιλόξενα υπνοδωμάτια, ο ακατανόητος παιδότοπος με το κουκλόσπιτο, κ.ο.κ., σε μια σκηνογραφία που αξίζει να μνημονευτεί. Σημαντική τρομακτική πληροφορία είναι η άλλοτε χρήση του πανδοχείου ως νοσοκομείου για ακρωτηριασμένους στρατιώτες του αμερικανικού Εμφύλιου, με τα μέλη τους να εκτινάσσονται από τα παράθυρά του.
Η κα Καρβούνη δίνει επαμφοτερίζοντα τόνο σε όλη την παράσταση, κρατώντας τα ηνία της πλοκής αλλά και διατηρώντας τη μυστηριακή ατμόσφαιρα του πανδοχείου. Μια ερμηνεία αξιοσημείωτη, που τη συμπληρώνουν οι επάξιες ερμηνείες των άλλων τριών ηθοποιών...
Κυρίαρχη είναι η νοσταλγική αναπόληση «παγωμένων» στιγμών του παρελθόντος της ιδιοκτήτριας του πανδοχείου, καθώς και η μόνιμη απουσία του άρρωστου συζύγου της Τζον. Η Κόρα Καρβούνη, με μια εξωφρενική και ιδιαίτερα κωμική εμφάνιση (περούκα, λευκές λούτρινες παντόφλες με ψηλά τακούνια, ένα προσποιητά πρόσχαρο ύφος υποχρεωτικής ρεσεψιονίστ/ιδιοκτήτριας που «σε περιμένει στη γωνία» και που κάτι κρύβει, κλπ.) υποδύεται τη Μέρτις Κάθριν Γκρέιβεν, μια πλατινέ ξανθιά 72 ετών που μπεμπεκίζει και συμπεριφέρεται σαχλά. Η κα Καρβούνη δίνει επαμφοτερίζοντα τόνο σε όλη την παράσταση, κρατώντας τα ηνία της πλοκής αλλά και διατηρώντας τη μυστηριακή ατμόσφαιρα του πανδοχείου. Μια ερμηνεία αξιοσημείωτη, που τη συμπληρώνουν οι επάξιες ερμηνείες των άλλων τριών ηθοποιών: το ζευγάρι δένει ερμηνευτικά, καθώς ο Χρήστος Κοντογεώργης (που υποδύεται τον 29χρονο Ελίας) είναι κυριαρχικός, απαιτητικός και εύθραυστος ταυτόχρονα, κατ’ εξοχήν ο τύπος του passive-aggressive καταθλιπτικού, ενώ η Καλλιόπη Παναγιωτίδου (που υποδύεται την 31χρονη Τζένη, τη σύντροφο του Ελίας) βρίσκεται σε διαρκή υπερδιέγερση και αλλαγή διάθεσης. Δεν πρόκειται για φρενήρεις εραστές αλλά για ζευγάρι τριών χρόνων που ήδη βρίσκεται στην αρχή των συγκρούσεών του: τη σύζυγο (που έχει εραστή κάποιον Τζον και που ουδέποτε λογοδοτεί γι’ αυτό, σαν να πρόκειται για μιαν επουσιώδη πληροφορία) την ενοχλεί ο θόρυβος που κάνει ο σύζυγος όταν τρώει τα δημητριακά του, ενώ τον σύζυγο τον απασχολούν διάφορα ζητήματα ταυτότητας, που αφορούν την εβραϊκή καταγωγή του.
Να είναι, αυτός, ένα είδος Πυγμαλίωνα για τη νεώτερη σύζυγό του; Η Τζένη περιγράφεται σε ένα σημείο ως «δύσκαμπτη σαν άγαλμα» μαζί με πολυάριθμες αναφορές στα παγωμένα κρύα χέρια και πόδια της. Η ύπαρξη κάποιου Τζον στη ζωή της μαρτυρεί πως δεν είναι ειλικρινής χαρακτήρας – ή, σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιόρρυθμη και πάσχει από το διαρκές σύνδρομο καταδίωξης (από μικρή νιώθει πως την παρακολουθούν, η κούκλα Σαμάνθα κλείνεται σ’ ένα κουτί για να μην τη βλέπει, κοκ). Και οι δύο θα υπερασπιστούν τις ιδιοτυπίες, τα τικ και τις μικρές τζαναμπετιές τους μέχρι τέλους: αυτό είναι και το σημαίνον σε αυτό το έργο, άλλωστε. Η διαφορετικότητα «φοριέται» με άνεση στο κείμενο της Άνι Μπέικερ, σαν να πρόκειται για μέρος της σκευής των ηρώων.
Μεταφυσικός τρόμος και αναξιόπιστοι αφηγητές
Το καστ συμπληρώνει η Γιούλη Τσαγκαράκη με πολύ χιούμορ, υιοθετώντας ένα «γυάλισμα τρέλας» στη ματιά της τυφλής φιλενάδας Ζενεβιέβ με το βεβαρημένο παρελθόν και τον κάποτε δεσποτικό σύζυγο που καταλάμβανε τον χώρο του μυαλού της και έφερε –επίσης– το όνομα «Τζον». Πρόκειται για μια πρώην τρόφιμο ψυχιατρείου που διήλθε επτά στάδια ανάνηψης, και αυτό συντείνει στην αύξηση της ανασφάλειας ως προς τα λεγόμενά της, αλλά παράλληλα προκαλεί και το γέλιο στον ισχυρισμό της πως είναι «νεοπλατωνίστρια» (τουλάχιστον η συγκεκριμένη σκηνοθεσία υποβάλλει το γελοίον μιας τέτοιας δήλωσης, χωρίς να αποκλείεται η συγγραφέας σκόπιμα να παραπέμπει σ’ ένα είδος πανθεϊσμού, ή «κοσμικής ψυχής»).
Τη μυστηριακή ατμόσφαιρα εντείνει ένα εκτενές κείμενο του Λάβκραφτ που εκφωνείται σε ένα λυρικό ιντερμέτζο αυτού του ιδιότυπου έργου, ενώ η μορφή του Κθούλου περιδιαβαίνει τη σκηνή, σαν να έρχεται από το πουθενά. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι πως η Τζένη έχει διάφορες φοβίες και ανεξήγητα παιδικά τραύματα:
Τζένη: Πάντα ανησυχούσα για τα αντικείμενα και για το τι σκέφτονται... Όταν ήμουν μικρή πάντα ανησυχούσα για τις κούκλες μου. Είχα αυτή τη μία κούκλα, χμ, τη Σαμάνθα, και πάντα ένιωθα ότι ήταν απίστευτα θυμωμένη μαζί μου.
Ζενεβιέβ: Με το δίκιο της ήταν θυμωμένη.
Μέρτις: Τι εννοείς, Ζενεβιέβ;
Ζενεβιέβ: Ήταν θυμωμένη που ήταν κούκλα! Που ήταν ένα κομμάτι πλαστικό με παγιδευμένη μέσα του την ανθρώπινη μορφή της! Με μια μόνιμη έκφραση στο πρόσωπό της! Παγωμένη! Με τα ανθρώπινα χέρια να την κάνουν ό,τι θέλουν. Και, μετά, βάλε ένα φόρεμα! Βγάλε ένα φόρεμα! Βάλε ένα άλλο φόρεμα, που της προκαλεί φαγούρα!
Η Μέρτις κρατά σημειώσεις σ’ ένα ημερολόγιο σε κοινή θέα, ακουμπισμένο σ’ ένα τραπεζάκι του καθιστικού της πανσιόν: έχει γερμανική καταγωγή, μας λέει, και έχει δουλέψει σε νοσοκομείο. Το βίντατζ πανδοχείο bed and breakfast έχει επιφέρει μια πολύ ευχάριστη και δημιουργική αλλαγή στη ζωή της στο Μπρούκλιν. Η αγάπη της για τα πουλιά έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την πτηνοφοβία του Ελίας, εισάγοντας ένα κωμικό πεδίο αντιπαράθεσης. Όλες οι αφηγήσεις των ηρώων είναι, στη βάση τους, αναξιόπιστες, τουλάχιστον με το τρέχον κριτήριο της λογικής.
Η Μπέικερ επιχειρεί μια ψηλάφηση του καθαρά γυναικείου ψυχισμού, φιλοτεχνώντας μια Μέρτις μάλλον τρομακτική, έτσι όπως λιβανίζει το ένα δωμάτιο μετά το άλλο, έτσι όπως χειρίζεται τους φωτισμούς και κινεί τους δείκτες από το παλιό ξεκούρδιστο ρολόι του τοίχου – το βέβαιο είναι πως η συγκεκριμένη σκηνοθεσία ακολουθεί πιστά την ατμόσφαιρα μυστηρίου που θεσπίζει η συγγραφέας, υπογραμμίζοντας την πιθανή παρουσία ενός αόρατου «παρατηρητή».
Η συγκεκριμένη σκηνοθεσία ακολουθεί πιστά την ατμόσφαιρα μυστηρίου που θεσπίζει η συγγραφέας, υπογραμμίζοντας την πιθανή παρουσία ενός αόρατου «παρατηρητή».
Σ’ αυτό το αποτέλεσμα συμβάλλει ιδιαίτερα το κειμενικό όνομα «Τζον», που εξαρχής επαναλαμβάνεται στο έργο, περιβεβλημένο ένα μυστηριώδες νεφέλωμα σημασίας, ενώ ποτέ δεν εμφανίζεται κάποιος Τζον με σάρκα και οστά. Αναφέρεται, με αρκετά υπαινικτικό τρόπο, πως το όνομα «Τζον» το φέρει και ο νεκρός πρώην σύζυγος της ιδιοκτήτριας του πανδοχείου. Επίσης, «Τζον» είναι το όνομα κάθε πιθανού καταπιεστικού εραστή που ο θεατής μπορεί να φανταστεί. Οι εξαιρετικοί διάλογοι που αφορούν την προβληματική σχέση του ζευγαριού και την ύπαρξη του κρυφού εραστή «Τζον» διακόπτονται από κάποια ανεξήγητα (έως και μεταφυσικά) συμβάντα. «Όλοι γνωρίζουν κάποιον που ονομάζεται Τζον», είναι η φράση-κλειδί του έργου, και προφανώς αυτή αναφέρεται στον ελεγκτικό, κυριαρχικό τύπο του παλιού πατριαρχικού συντρόφου.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.