Για την παράσταση «Ο γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Αντόνιο Λατέλλα, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν – Σκηνή Φρυνίχου, μέχρι και τις 24 Νοεμβρίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Ναι, έχω κόλπα στην τσέπη μου, έχω πράγματα στο μανίκι μου. Αλλά είμαι το αντίθετο από έναν μάγο της σκηνής. Ο μάγος δίνει μια ψευδαίσθηση που μοιάζει με την πραγματικότητα. Εγώ σου δίνω την πραγματικότητα με την ευχάριστη μεταμφίεση της ψευδαίσθησης». Εναρκτήριος μονόλογος του Τομ, «Γυάλινος κόσμος»
Ο Αντόνιο Λατέλλα [1] σκηνοθετεί στο ελληνικό Θέατρο Τέχνης τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς (1944) [2], σε μια ενδιαφέρουσα συμπαραγωγή από τον «Τεχνηχώρο» και το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Το έργο ανεβαίνει στην οδό Φρυνίχου σε μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, σκηνικά και κοστούμια Χριστίνας Κάλμπαρη και φωτισμούς Στέλλας Κάλτσου. Το καστ αποτελούν η Μαρία Καλλιμάνη στον ρόλο της μητέρας Αμάντα, ο Βαγγέλης Αμπατζής στον ρόλο του γιου Τομ, η Λήδα Κουτσοδασκάλου στον ρόλο της κόρης Λόρα και ο Νίκος Μηλιάς στον ρόλο του Τζιμ.
Αφαιρετική σκηνογραφία – Ο ρόλος της μνήμης
Στη σκηνή υπάρχει διαρκώς μια διαφανής κυλιόμενη βιτρίνα, ώστε οι χαρακτήρες να συναντώνται και να συνδιαλέγονται χωρίς να μπορούν να αγγίξουν ο ένας τον άλλον. Τηρείται, έτσι, το χαρακτηριστικό για τον Τενεσί Ουίλιαμς τελετουργικό απομόνωσης, εσωστρέφειας, συντριβής και αδιεξόδου, νεύρωσης και διάλυσης των ασφαλιστικών δικλείδων του ανθρώπινου ψυχισμού. Με αταβιστικό τρόπο η μνήμη οικοδομεί αυτό το εύθραυστο οικογενειακό δράμα, του οποίου ο Λατέλλα επιλέγει την «αναγνωστική εκδοχή», αφήνοντας την «ερμηνευτική εκδοχή» στη διάθεση των καλών ηθοποιών του. Η τελική, «ενδιάμεση» εκδοχή που μας παρουσιάζει προϋποθέτει, βεβαίως, μια προβαλλόμενη εικόνα στο φόντο της άδειας σκηνής, μεγέθυνση της κλασικής φωτογραφίας του Τενεσί Ουίλιαμς, να μας κοιτάζει καθισμένος στη γραφομηχανή του: στην παράσταση η φωτογραφία θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο, καθώς παραπέμπει στην πατρική φιγούρα, με διπλή νοηματοδότηση (αλληγορία της «πατρότητας» του έργου από τον Τενεσί και αναμνηστική φωτογραφία του απόντος κύριου Ουίνγκφιλντ). Ο Τομ (εντυπωσιακή, όχι όμως ιδιαίτερα εσωτερική, ερμηνεία του Βαγγέλη Αμπατζή, αποφοίτου της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης) εισάγει στο έργο ως αφηγητής και ως alter ego του Ουίλιαμς, παρουσιάζοντας ευθύς εξαρχής την έλλειψη επικοινωνίας στην οικογένειά του, μια φτωχή οικογένεια του Σαιν Λούις του Μιζούρι.
Μακριά από κάθε νατουραλιστική προσέγγιση (όμως, σε σταθερή αναφορά προς τον καθρέφτη) η μητέρα-Αμάντα ανακαλεί το αμερικανικό South της δεκαετίας του 1930 και φέρει αποτυπωμένα τα ψυχικά αποτελέσματα του οικονομικού κραχ. Η προσκόλλησή της στο –προ πολλού απολεσθέν– κοινωνικό status τη μετατρέπει σε μια clownesque εκδοχή μιας άλλοτε ποθητής γυναίκας: τώρα δεν είναι παρά ένα ηττημένο πλάσμα, που συγκρίνει αδιαλείπτως τη δική της αλλοτινή σαγήνη προς την απωθητική εικόνα της κόρης της (εξ ού και το σαρκαστικό τραγουδάκι με τη «λεμονάδα» και τη «γεροντοκόρη»).
Η Μαρία Καλλιμάνη, σε μια από τις πιο επιτυχημένες ερμηνείες της καριέρας της, ενσαρκώνει συγκλονιστικά την persona της χειριστικής Αμάντα, που πασχίζει να διασφαλίσει το μέλλον της ιδιόρρυθμης (και ελαφρά χωλαίνουσας) κόρης της Λόρα.
Η Μαρία Καλλιμάνη, σε μια από τις πιο επιτυχημένες ερμηνείες της καριέρας της, ενσαρκώνει συγκλονιστικά την persona της χειριστικής Αμάντα, που πασχίζει να διασφαλίσει το μέλλον της ιδιόρρυθμης (και ελαφρά χωλαίνουσας) κόρης της Λόρα. Σχεδιάζει τη συνάντηση της Λόρα με έναν «καβαλιέρο» (a «gentleman caller», όπως αναγράφεται στο έργο [3]) πιέζοντας τον γιο της Τομ να καλέσει σε δείπνο/προξενιό έναν γνωστό του από τη δουλειά, τον γοητευτικό Τζιμ Ο’ Κόνορ (που τον ερμηνεύει θαυμάσια ο Νίκος Μήλιας, απόφοιτος του Κ.Θ.Β.Ε.). Η παρεμβατική μητέρα καλλωπίζει το διαμέρισμα, ετοιμάζει ειδικό δείπνο και ντύνεται αισθησιακά και φιλάρεσκα, ενώ φλερτάρει τον Τζιμ Ο’ Κόνορ, σχεδόν ξαναζώντας τα νιάτα της με τους «μνηστήρες που ήταν είτε γαιοκτήμονες είτε γιοι γαιοκτημόνων». Στις θλιβερές της αναμνήσεις των περασμένων μεγαλείων στις φυτείες του Νότου πάντα κρύβεται ένα ποσοστό μυθοπλασίας, που διαγράφει και την ιδιοσυγκρασία της «μοιραίας» γυναίκας που ο Τενεσί Ουίλιαμς πάντα κατασκεύαζε στα έργα του – μιας γυναίκας που πάντα παραπέμπει στη ματαιωμένη αλλά αμετακλήτως γοητευτική φιγούρα της Μητέρας όλων των gay δημιουργών.
Σύνθλιψη του ερωτισμού, αδιέξοδα και είδωλα της πραγματικότητας
Οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες αναδιπλώνονται στον εαυτό τους, αδυνατώντας να επικοινωνήσουν. Είναι όλοι στερημένοι από κάτι, αποξενωμένοι από την επιθυμία τους και ελλειπτικοί – την έλλειψή τους υπογραμμίζει η εμφαντική παρουσία/απουσία της πατρικής φιγούρας. Σ’ αυτό το πλαίσιο απόδοσης της ελλειπτικότητας των χαρακτήρων, η παντομίμα της σχέσης του Τομ και του Τζιμ Ο’ Κόνορ πίσω από τον διαφανή καθρέφτη αναδεικνύεται σε σημαντικό στοιχείο: με αυτήν τη «macho» μιμική ο σκηνοθέτης μάς εισάγει στο ζήτημα της καταπιεσμένης ομοφυλοφιλίας του Τομ. O ομοφυλοφιλικός υπαινιγμός, καθώς και ο υπαινιγμός για αιμομικτική επιθυμία προς την αδελφή του, αποδίδονται με το τριαδικό, αναπάντεχο φιλί που ο Λατέλλα εισάγει ως καινοτομία στην πρωτότυπη σκηνοθεσία του, ανοίγοντας διαύλους νέων συζητήσεων πάνω στο έργο. Γενικώς επικρατεί μουσικότητα και κίνηση στη συγκεκριμένη σκηνοθετική προσέγγιση –την επιμέλεια της κίνησης έχει κάνει ο Isacco Venturini–, που εντείνεται στα σημεία εμφάνισης του Τζιμ Ο’ Κόνορ – δηλαδή στα σημεία όπου η σκληρή πραγματικότητα «εισβάλλει» στο μικροσύμπαν της μίζερης αστικής οικογένειας.
O ομοφυλοφιλικός υπαινιγμός, καθώς και ο υπαινιγμός για αιμομικτική επιθυμία προς την αδελφή του, αποδίδονται με το τριαδικό, αναπάντεχο φιλί που ο Λατέλλα εισάγει ως καινοτομία στην πρωτότυπη σκηνοθεσία του, ανοίγοντας διαύλους νέων συζητήσεων πάνω στο έργο.
Η Λόρα (στην ευαίσθητη, αυτοσαρκαστική ερμηνεία της Λήδας Κουτσοδασκάλου) ζει σ’ ένα «καταφύγιο του χρόνου» ή εκτός χρονικότητας, στον «γυάλινο κόσμο» της μικρής συλλογής της από μινιατούρες ζώων, που κατά κάποιους θεατρολόγους συμβολίζει την εσωστρέφεια του συγγραφέα και την εμμονή του με μια ποιητική απόδοση της πραγματικότητας, και της συλλογής της από γραντζουνισμένα L.P. του πατέρα της. Το σπάσιμο του γυάλινου μικρού μονόκερω αποδίδεται στην εξαιρετική σκηνή διακοπής του ρεύματος όπου τα πρόσωπα αναδεικνύονται μέσω προβολέων: από εκεί κι έπειτα η Λήδα Κουτσοδασκάλου αποτυπώνει σκόπιμα στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο χειραφέτησης κι εξόδου από τη ματαιωμένη εκδοχή της.
Αυτό το χαμόγελο το διατηρεί και στην τελευταία σκηνή, όπου ο Τομ «καθαρίζει» το τζάμι για να αναδειχθούν ξεκάθαρα τα πρόσωπα της αφήγησής του: το «καθάρισμα» της γυάλινης επιφάνειας το αντιλαμβάνομαι ως μια αισιόδοξη σκηνοθετική παρέμβαση, κάθαρσης ή λύτρωσης. Είναι σαφές πως ο Τενεσί Ουίλιαμς μέσω του χαρακτήρα της Λόρα φιλοτεχνεί ένα πορτρέτο της αδερφής του. Και αυτό αποσαφηνίζεται στα τελευταία λόγια του Τομ (με τα οποία κλείνει και την αφήγησή του):
«Έφυγα από το Σαιν Λούις. Κατέβηκα για τελευταία φορά εκείνη τη σκάλα κινδύνου και από τότε ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου, προσπαθώντας με τη διαρκή κίνηση να βρω αυτό που είναι χαμένο στο χάος. Γι’ αυτό και ταξίδεψα πολύ. Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους. Θα μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε, κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι μουσικής που κάτι μου θύμιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί… Μπορεί να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα. Και να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια, μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τόξου. Και τότε να νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα… Αχ, Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σού είμαι πιο πιστός απ’ όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σ’ ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου — κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου. (Η Λώρα γέρνει να σβήσει τα κεριά). Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές. Σβήσε τα κεριά σου, Λώρα! Αντίο, λοιπόν…» (Η Λώρα σβήνει τα κεριά).
[1] Καταξιωμένος στην Ευρώπη, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, ο Ιταλός Antonio Latella έχει αποσπάσει πλήθος βραβείων και διακρίσεων για το πρωτοποριακό και δυναμικό του σκηνοθετικό στιλ και δηλώνει τακτικά ηχηρό παρών στα μεγαλύτερα θέατρα (Teatro Piccolo στο Μιλάνο, Burgtheater στη Βιέννη, Εθνικό Θέατρο της Ρώμης) και σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ. Έχει διατελέσει καλλιτεχνικός διευθυντής του Nuovo Teatro Nuovo στη Νάπολη, ίδρυσε τη δική του θεατρική ομάδα, τη stabile mobile compagnia Antonio Latella, και ηγήθηκε του τμήματος θεάτρου της Μπιενάλε της Βενετίας (Biennale di Venezia). Παράλληλα, διδάσκει στις πιο σημαντικές θεατρικές σχολές της Ιταλίας, ενώ είναι ο πρώτος Ιταλός σκηνοθέτης που έχει προσκληθεί στο Φεστιβάλ Βerliner Festspiele, αποσπώντας έτσι την αναγνώριση.
[2] Ο «Γυάλινος Κόσμος» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Civic Theater στο Σικάγο τον χειμώνα του 1944, με πρωτοφανή επιτυχία, και μεταφέρθηκε στις 31 Μαρτίου του 1945 στη Νέα Υόρκη, στο Playhouse Theatre του Μπρόντγουεϊ, όπου η Λορέτ Τέιλορ άφησε εποχή με τη συγκλονιστική ερμηνεία της στον ρόλο της Αμάντα. Το έργο βραβεύτηκε με το σημαντικό New York Drama Critics' Circle Award ως το καλύτερο αμερικανικό έργο της χρονιάς. Τον Δεκέμβριο του 1946, ο Λουκίνο Βισκόντι το ανέβασε στη Ρώμη στο Teatro Eliseo και το 1948 ο Τζον Γκίλγουντ στο Royal Theater του Λονδίνου. Το 1950 ακολούθησε μια ατυχής κινηματογραφική του μεταφορά σε σκηνοθεσία Irving Raper, με τους Γκέρτρουντ Λόρενς, Τζέιν Ουάινμαν, Άρθουρ Κένεντι και Κερκ Ντάγκλας. Το 1987, χωρίς επιτυχία, με τον Πολ Νιούμαν σκηνοθέτη, τη σύζυγό του Τζόαν Γούντγουορντ στον ρόλο της Αμάντα και τον Τζον Μάλκοβιτς ως Τομ. Έκτοτε, μερικές από τις πιο διάσημες ηθοποιούς, όπως η Έλεν Χέιζ, η Κάθριν Χέπμπορν, η Τζοάνα Μάιλς, η Τζέραλντιν Πέιτζ, η Τζέσικα Τάντι, η Μορίν Στέιπλετον, η Τζούλι Χάρις, η Τζέσικα Λανγκ, η Μπρέντα Μπλέθιν, η Σάλι Φιλντς και η Έιμι Άνταμς, έχουν παίξει την Αμάντα ή τη Λόρα στον «Γυάλινο κόσμο». Στην Ελλάδα η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε από το Θέατρο Τέχνης το 1946 σε μετάφραση Νίκου Σπάνια, μουσική Χατζιδάκι και σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, ο οποίος κράτησε τον ρόλο του Τομ, ενώ η Έλλη Λαμπέτη θριάμβευσε στον ρόλο της Λόρα. Η Λαμπέτη επανέλαβε την επιτυχία με δικό της θίασο το 1963. Το 1978 ο Μιχάλης Κακογιάννης τον σκηνοθέτησε σε δική του μετάφραση για το Εθνικό Θέατρο, με Αμάντα τη Βάσω Μανωλίδου, Λόρα τη Ράνια Οικονομίδου, Τομ τον Φάνη Χηνά και Τζιμ Ο' Κόνορ τους Δάνη Κατρανίδη και Τάσο Χαλκιά σε διπλή διανομή, ενώ το 1984 το ΚΘΒΕ τον ανέβασε σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου. Το 1993 ο Μίνως Βολανάκης το σκηνοθετεί στο θέατρο Αναλυτή με Αμάντα την Κάκια Αναλυτή. Το θέατρο Εμπρός τον Μάιο του 1997 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου, με τους Ράνια Οικονομίδου, Αγγελική Παπαθεμελή, Νίκο Κουρή και Άγη Εμμανουήλ, ενώ τρία χρόνια αργότερα σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά, με την Εύα Κοταμανίδου και τον Χρόνη Παυλίδη για το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας. Το 2016 η Ελένη Σκότη σκηνοθέτησε το έργο στο θέατρο Εμπορικόν σε μετάφραση Δήμου Κουβίδη, με τους Δημήτρη Καταλειφό, Θέμιδα Μπαζάκα, Στέλλα Βογιατζάκη και Κωνσταντίνο Γώγουλο, ενώ το 2018, ο Δημήτρης Καραντζάς το μετέφερε στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, με τους Μπέτυ Αρβανίτη, Ελίνα Ρίζου, Χάρη Φραγκούλη και Έκτορα Λιάτσο. H Ιζαμπέλ Υπέρ πρωταγωνίστησε στον «Γυάλινο κόσμο» του Ίβο βαν Χόβε στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, ενώ την είδαμε στο φεστιβάλ Αθηνών στο “Un omnibus” (Λεωφορείον ο Πόθος) του Τένεσι, σε σκηνοθεσία Βαρλικόφσκι. Ακολούθησε η σκηνοθεσία του Νανούρη για το Εθνικό Θέατρο.
[3] Ο «Γυάλινος Κόσμος» είναι μια σύνθεση/επανεπεξεργασία από πρωτόλεια του Ουίλιαμς: από το διήγημα «Πορτρέτο ενός κοριτσιού σε γυαλί», το μονόπρακτο «Ο μακρύς αποχαιρετισμός» και ένα σενάριο που έγραψε για την MGM με τίτλο «The gentleman caller» («Ο καβαλιέρος»).
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.