Για την multi παράσταση «Respublika» του Λούκας Τβαρκόβσκι [Lukasz Twarkowski], σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, η οποία παρουσιάστηκε στο Terra Vibe Park στη Μαλακάσα. Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Πολωνός σκηνοθέτης Λούκας Τβαρκόβσκι παρουσιάζει στο Terra Vibe Park στη Μαλακάσα τη live retrofuturist performance που φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Respublica». Mε κυρίαρχο στοιχείο την techno μουσική, με συνεχείς καταγραφές (αρχειακές και επιτόπιες) με κάμερα και με τον ευσεβή πόθο της συμμετοχής του κοινού, ο Τβαρκόβσκι ξαναστήνει ένα είδος «πολιτείας» που περιλαμβάνει αποτυπώματα μιας εμπειρίας της ομάδας του στα δάση της Λιθουανίας, το 2020, απευθυνόμενος σε ένα κοινό 1500 ατόμων περίπου.
Από το 2011 ο Τβαρκόβσκι επιδιώκει τη σύζευξη των παραστατικών και των εικαστικών τεχνών με τα πολυμέσα. Το 2013 σκηνοθέτησε το έργο «Akropolis» του Stanisław Wyspiański, ενώ το 2017 παρουσίασε το «Lokis» και πέρυσι το υπέροχο «Rothko». Tώρα, φέρνοντας τη rave εμπειρία στο προσκήνιο, επικαλείται τη ρευστότητα και συνέχεια των DJ sets για να θέσει υπό αμφισβήτηση την ιδέα του καλλιτέχνη ως σταρ και την ιδέα του έργου τέχνης ως ολοκληρωμένης μορφής και για να διατρανώσει την αυτοδιάθεση του ανθρώπου εντός και εκτός σκηνής.
Το ιδεολογικό περίγραμμα
Πώς σχετίζονται η εργασιακή εκμετάλλευση, η ελεύθερη οικονομία και η πολυπόθητη αυτοδιάθεση με τις rave διοργανώσεις; O Tβαρκόβσκι συγκεκριμενοποίησε την ιδέα του μετά από μια συζήτηση με τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου της Λιθουανίας σχετικά με τη Δημοκρατία της Paulava, ένα αυτόνομο εναλλακτικό κράτος του 18ου αιώνα που διατηρούσε ξεχωριστό νόμισμα και στρατό και αποκλήθηκε «παράδεισος των χωρικών». Στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο παραδεισένιο ούτε ένα καθαρά σοσιαλιστικό κράτος, αλλά σίγουρα οι αγρότες είχαν καλύτερη μεταχείριση και ανεξαρτησία.
Η αυτοοργάνωση ετούτη μετέτρεψε την ιστορική εικόνα του Brzostοwski σε φιγούρα ιδεολόγου οραματιστή, ενώ κατ’ ουσίαν επρόκειτο για έναν ευφυέστερο δουλοπάροικο/εκμεταλλευτή.
Ούτως ή άλλως, στην Πολωνία και τη Λιθουανία για αιώνες ολόκληρους οι χωρικοί αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο της αριστοκρατίας, που τους εκμεταλλευόταν και τους φερόταν με σκαιό τρόπο. Ένας ευφυής γαιοκτήμονας, ο Brzostοwski, είχε τότε αποφασίσει να αντιμετωπίσει τους χωρικούς στη δική του επικράτεια νοικιάζοντάς τους τη γη του, ενώ τους επέτρεπε, παράλληλα, δική τους αστυνομία, αυτοδιοίκηση και σύνθεση μικρού στρατού. Η αυτοοργάνωση ετούτη μετέτρεψε την ιστορική εικόνα του Brzostοwski σε φιγούρα ιδεολόγου οραματιστή, ενώ κατ’ ουσίαν επρόκειτο για έναν ευφυέστερο δουλοπάροικο/εκμεταλλευτή. Ένα τέτοιο προηγούμενο (καθώς και η ανάκληση του κυνικού φιλοσόφου Διογένη) στηρίζει τον ιδεολογικό κορμό της αναζήτησης της «Respublica», στο στόχαστρο της οποίας οι πολιτικοκοινωνικές ουτοπίες δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας στον άνθρωπο και η μόνη λύση είναι η θέσπιση/επινόηση μιας πιο «φροντιστικής», συμπάσχουσας κοινότητας ανθρώπων.
Οι χαρακτήρες μιας θεατρικής γραφής
Η δράση τοποθετείται δυο χρόνια μετά από σήμερα, στο 2026, έξι χρόνια μετά το πρώτο υβριδικό εγχείρημα δημιουργίας μιας κοινοβιακής εμπειρίας στη Λιθουανία. Τώρα ο Τβαρκόβσκι δημιουργεί ένα διαφορετικό σενάριο με τη βοήθεια της δραματουργού Τζοάννα Μπεντναρτσούκ (Joanna Bednarczyk), που φροντίζει να ταξιδέψει τους ηθοποιούς σε ένα project rave μουσικής, επινοώντας πλασματικές συνθήκες φυσικότητας. Tα μέλη του θιάσου μεταφέρουν το μήνυμα πως η εμπειρία στο δάσος της Λιθουανίας (το 2020, όταν τους χορηγήθηκε ένα στοιχειώδες ποσόν επιβίωσης και η δυνατότητα να δραπετεύσουν από τις κυρίαρχες σχέσεις εργασίας, παραγωγής και εκμετάλλευσης) συνιστά ίσως και τη μοναδική δυνατή αντίδραση απέναντι σ’ ένα σύμπαν καταναλωτισμού και στρες. Έξι χρόνια μετά, οι ηθοποιοί του αρχικού πειράματος έρχονται φέτος, χωρίς πρόβες, να προβάλουν αποσπάσματα από το αρχειακό τους υλικό σε βίντεο, το οποίο ως ένα σημείο ερμηνεύουν εκ νέου, σε έναν νέο χώρο, ειδικά διαμορφωμένο γι’ αυτούς∙ κυριότερος στόχος (ίσως και ο μόνος εναπομείνας, μετά την έκπτωση του μεγαλεπήβολου ιδεολογικού περιγράμματος από όπου ξεκίνησαν αρχικά) είναι τώρα να ανακαλύψουν τη χαρά της ηλεκτρονικής μουσικής και να θεσπίσουν διάδραση με λάτρεις της rave όλων των ηλικιών που είναι οπαδοί της ισοπολιτείας, της απόλαυσης της ζωής χωρίς όρια, της ελευθερίας του ατόμου.
Η «διαδραστική» εγκατάσταση της Res Publica
Μια πανάκριβη εγκατάσταση που θυμίζει εποχές των rave parties, με DJ sessions και κοινές δραστηριότητες, οι δεκαπέντε ηθοποιοί της παράστασης (Ντιάνα Ανεβιτσιουτέ, Άλγκιρντας Νταϊναβίτσιους, Γιαν Ντρέβνελ, Ίριδα Γκινταουτάιτε, Ούλα Λιαγκάιτε, Μαρτίνας Νέτζινσκας, Βαλεντίνας Νοβοπόλσκις, Ωγκυστέ Ποτσιουτέ, Γκεντιμίνας Ρμέικα, Ρύτις Σαλάτζιους, Ράσα Σαμουολιτέ, Νελέ Σαβιτσένκο, Βάινιους Σοντέικα και Κόμι Τογκμπόνου) επιδίδονται σε εκμυστηρεύσεις, σε αγκαλιές, σε ανταγωνισμούς, σε προσωπικές συζητήσεις μέσα σε μια σάουνα, σε γεύματα που μοιράζονται (ή δεν μοιράζονται) στο τραπέζι της κουζίνας τους με άλλους συνδαιτημόνες, σε υπαινιγμούς για το παρελθόν και το μέλλον της ανθρωπότητας: αυτό συνιστά και το αφηγηματικό μέρος της τετράωρης αυτής παράστασης «εν τη γενέσει της», που παράλληλα προβάλλεται σε δύο γιγαντιαίες LED οθόνες: και, ενώ εναπόκειται στον θεατή το αν θα παρακολουθήσει μόνο την ταινία ή θα εισβάλει στο σκηνικό των δωματίων και της σάουνας για να λάβει μέρος στα τεκταινόμενα, κατ’ ουσίαν περιορίζεται (τουλάχιστον από όσο διαπίστωσα ο ίδιος) στο να παρευρίσκεται, καθιστός, όρθιος, ξαπλωτός ή χορεύοντας, σε κάτι που λαμβάνει χώρα ερήμην του. Ευτυχώς, με πολύ ενδιαφέροντα (και διάτρητα, ορατά από παντού) σκηνικά και αντικείμενα.
Για μια ακόμη φορά οι χαρακτήρες του Τβαρκόφσκι κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και θεατρικής σύμβασης, αξιοποιώντας με θαυμαστό τρόπο τις δυνατότητες της τεχνολογίας και δημιουργώντας «οπτικά ποιήματα». Όμως, ενώ είναι αισθητή η ψυχική σύνδεση ανάμεσα στους ερμηνευτές (που τη συμμερίζεται, αναμφίβολα, ο θεατής μιας τόσο καλαίσθητης παράστασης), το αλληλεπιδραστικό μέρος πέφτει στο κενό, εικάζω επειδή το θέμα είναι τόσο ρευστό, οι σχέσεις τόσο υπό διαμόρφωσιν, η γλώσσα τόσο ξένη και η παρουσία των υπόλοιπων θεατών τόσο καταλυτική. Ενώ η ομάδα του Τβαρκόφσκι μελετά ένα συγκεκριμένο αρχείο ζητημάτων –που, μάλιστα, κοινοποιεί με χαρακτηριστική άνεση στο κοινό–, το κοινό μαγνητίζεται από τις μεγαοθόνες και από τη μουσική και περιορίζεται σε παθητική θέαση, ελάχιστα παρεμβαίνοντας στο κείμενο.
Το προβάδισμα της χαράς και της έκστασης
Iσορροπούν, στη «Respublica», η επινόηση/μυθοπλασία με το ντοκουμέντο; Σίγουρα προλάβαινες να διακρίνεις, μέσα στην αποθέωση της rave έκστασης, ένα μεγάλο ποσοστό γνησιότητας και, χωρίς αμφιβολία, η δραματουργός έχει μελετήσει τους χαρακτήρες των ερμηνευτών και έχει διαμορφώσει συγκεκριμένους ρόλους: ο Κόμι Τογκμπόνου υποδύεται τον αμφισβητία, έναν άπιστο Θωμά, γι’ αυτό και υπάρχει μια ενδιαφέρουσα δραματουργική συνάφεια προς το εργαστήρι που του προτείνει ο Γιαν Ντρέβνελ. Η Ράσα Σαμουολιτέ και η Νελέ Σαβιτσένκο καθηλώνουν με την ωριμότητά τους σε gros plans εκμυστηρεύσεων, ο Βαΐνιους Σοντέικα γοητεύει τους πάντες, η Ίριδα Γκινταουταϊτέ εκλογικεύει και καταλήγει σε κοινοποιήσιμα συμπεράσματα, η υπέροχη Ντιάνα Ανεβιτσιουτέ, πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου της Λιθουανίας, προκαλεί απανωτές ανατριχίλες ερμηνεύοντας το λατινοαμερικάνικο «Κουκουρουκουκού Παλόμα», η Ωγκυστέ Ποτσιουτέ συνταράσσει τους πάντες με το κλάμα της, η παράξενη ενζενί Ούλα Λιαγκαϊτέ υποβάλλει με μαεστρία ένα μοναδικό αισθησιασμό με λεσβιακές αποχρώσεις, ενώ ο Βαλεντίνας Νοβοπόλσκις κλέβει την παράσταση με τον εκστατικό του χορό και την ακραία, εκρηκτική του προσωπικότητα.
Εξαιρετικές ερμηνείες αποδεικνύουν τη στιβαρότητα της σκηνοθετικής ματιάς, την απίθανη διοργάνωση, την εντυπωσιακή υποστήριξη με μουσική, το ειλικρινές «άνοιγμα» στο εξερευνητικό μάτι του κοινού, τον σεβασμό στον θεατή.
Εξαιρετικές ερμηνείες αποδεικνύουν τη στιβαρότητα της σκηνοθετικής ματιάς, την απίθανη διοργάνωση, την εντυπωσιακή υποστήριξη με μουσική, το ειλικρινές «άνοιγμα» στο εξερευνητικό μάτι του κοινού, τον σεβασμό στον θεατή. Είναι, το δίχως άλλο, μια έξοχη, «εμβυθιστική» εμπειρία. Έντονος πολιτικός, οικολογικός και ειρηνιστικός προβληματισμός, σποραδικά δοσμένος αντικαπιταλιστικός λόγος, με μιαν ευρύτητα φάσματος που μαρτυρεί αναμφίβολα το ανοιχτό μυαλό και τη δημοκρατική συγκρότηση του δημιουργού και όλων των παραγόντων της παράστασης. Εννοείται πως υπάρχει η ξεκάθαρη πρόθεση ένστασης και, ακόμη και, αντίστασης σε διάφορες μορφές καταπίεσης.
Βreaking into buildings or taking over fields
Είναι γνωστό πως στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του '80 η ηλεκτρονική μουσική ήταν η χορευτική διέξοδος για τις ομοφυλοφιλικές κοινότητες στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη, όπου ξεκίνησε η μουσική garage και house. Με τη ραγδαία εξάπλωση της rave κουλτούρας εναλλακτικού χώρου οι χορευτές αμφισβητούσαν τους κοινωνικούς κανόνες και τις ιεραρχίες και έπειθαν πως ο χορός είναι πολιτική ενέργεια αντίστασης. Οι δυνατότητες των underground raves αποτυπώνονται πλήρως στην έννοια του κοινωνείν (communiο) σε κοινή ουσία και οικεία συνανταστροφή όπου επικρατεί η φιλότης και καταργείται το νείκος. Μεγάλα χωράφια φιλοξενούν rave parties που η αστυνομία και οι φιλήσυχοι πολίτες αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, σπίτια καταλαμβάνονται και γενικώς υιοθετούνται διονυσιακές πρακτικές που σοκάρουν την καθεστηκυία τάξη.
Μεγάλα χωράφια φιλοξενούν rave parties που η αστυνομία και οι φιλήσυχοι πολίτες αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, σπίτια καταλαμβάνονται και γενικώς υιοθετούνται διονυσιακές πρακτικές που σοκάρουν την καθεστηκυία τάξη.
Μεταμορφώνοντας ένα φυσικό χώρο σε στιγμή γιορτής, οι raves πρεσβεύουν πως η μουσικοχορευτική τους trans εμπειρία δεν κινείται με τη λογική του κοινωνικοοικονομικού κατεστημένου αλλά με αυτό που ο Ρολάν Μπαρτ αποκαλεί «χαρά» (jouissance). Επίσης, εάν η κουλτούρα του rave ισοπεδώνει πραγματικά την ιεραρχία προάγοντας μια κοινωνία χωρίς σύνορα, όρια και διαφορές, αυτομάτως, με το άγγιγμα και το χάδι, υπονομεύει και τον πειθαρχικό/επιθετικό μηχανισμό μιας νοσηρής σεξουαλικότητας που υπηρετεί την πατριαρχία και την ετεροκανονικότητα (Βλέπε, σχετικά, Brian L. Ott, Mixed Messages: Resistance and Reappropriation in Rave Culture, Colorado State University thesis).
Όμως, σε μια εποχή όπου η Ευρώπη αντιμετωπίζει ζοφερά φάσματα ολοκληρωτισμού, όπου μαίνονται οι πόλεμοι και η πείνα και η προσφυγιά μαστίζουν εκατομμύρια ανθρώπων, η αντιπρόταση/διέξοδος της δραπέτευσης και της ηδονιστικής προσφυγής στη μουσική και στον χορό των σωμάτων μας που δονούνται παράλληλα με άλλα σώματα δεν μπορεί να καθιερωθεί ως σοβαρή πολιτική προσέγγιση. Υπό αυτό το πρίσμα (και με το ιστορικό προηγούμενο ενός Woodstock) όλη η προσπάθεια θεωρητικοποίησης και ιδεολογικής υποστήριξης του κατά τα άλλα γοητευτικού εγχειρήματος του Τβαρκόφσκι γκρεμίζεται και η επιτυχία της παράστασης βασίζεται μόνο σε μια υπέροχη και ψυχικά αποτελεσματική εκτόνωση.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.