
Σπάνια εμπειρία η εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260) με την ευφυή θεατρική μεταφορά που έκανε ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι της «Elizabeth Costello» του Τζoν Μάξγουελ Κουτσί, με τίτλο «Elizabeth Costello - Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές» (Elizabeth Costello: Siedem wykładów i pięć bajek z morałem). Φωτογραφίες: Magda-Hueckel
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Δεν δραπετεύω από τη ζωή μέσω του θεάτρου. Κάνω θέατρο για να καταλάβω καλύτερα τη ζωή», Κριστόφ Βαρλικόφσκι
Οι προβληματισμοί του σπουδαίου πολωνού σκηνοθέτη εκτείνονταν από τον οικολογικό έως την αλλοίωση του ανθρώπινου ήθους και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τη χαμένη βεβαιότητα που κάποτε καταγραφόταν στη γλώσσα, τη ρεαλιστική ή μη απόδοση της πραγματικότητας, τον αλτρουϊσμό απέναντι στα ζώα και έως τα υπαρξιακά ζητήματα της φθοράς, του γήρατος και του θανάτου, όλοι εκφωνημένα από μια προικισμένη ακτιβίστρια συγγραφέα που έχει να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία του γιου της, του οικείου περιβάλλοντός της και της κοινής γνώμης.
Ένας επινοημένος χαρακτήρας που γίνεται εμμονή
Η Κοστέλο, από επανεμφανιζόμενος χαρακτήρας των βιβλίων του Κουτσί έχει γίνει επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας στο θέατρο του Κριστόφ Βαρλικόφσκι (π.χ. στην «(Α)πολλωνία» του η Κοστέλο εγείρει το ζήτημα της ευθύνης του καλλιτέχνη, κατόπιν επανεμφανίζεται στο «Τέλος» και στις «Φαίδρες» του). Και για πρώτη φορά γίνεται, εδώ, κύριο θέμα μιας παράστασής του και πλαίσιο ηθικού κι αισθητικού στοχασμού. Όπως κάθε επινοημένος χαρακτήρας (πράγμα που δηλώνεται εξαρχής με την εξομολόγηση της Ann-Lee, ενός ψηφιακού manga avatar αντλημένου από το φιλμ του Φιλίπ Παρενό "Anywhere Out of the World") η ηρωίδα/συγγραφέας δεν χαίρει κάποιας υποκειμενικής ταυτότητας, συνιστά απλώς προϊόν προς κερδοσκοπική χρήση.
Ο συγγραφέας δανείζεται τη φωνή και το δέμας της για να μιλήσει για τη φιλοσοφία, για το περιβάλλον και για μείζονα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, απευθύνοντας έκκληση στη συνείδησή μας, κρούοντάς μας τον κώδωνα του κινδύνου απέναντι στη μοίρα των ζώων, στην κοινωνική αδικία , στον ρατσισμό κατά των ηλικιωμένων και των αναπήρων.
Η Κοστέλο «κάνει κατάληψη» στον ζωτικό χώρο της φαντασίας του συγγραφέα και από εκεί περνά και στο φαντασιακό του κοινού και εδραιώνεται: στο εξής, κάθε φιλοσοφική ή μεταφυσική τοποθέτηση του συγγραφέα περνά από τον ηθμό της περσόνας της Ελίζαμπεθ Κοστέλο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ομόλογό της στη λογοτεχνία: μιας persona που μιλά εξ ονόματος του Κουτσί και διαδραματίζει τον ρόλο του κυματοθραύστη απέναντι στη δριμεία κριτική και τις βολές των ακαδημαϊκών πολεμίων του. Ο συγγραφέας δανείζεται τη φωνή και το δέμας της για να μιλήσει για τη φιλοσοφία, για το περιβάλλον και για μείζονα κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα, απευθύνοντας έκκληση στη συνείδησή μας, κρούοντάς μας τον κώδωνα του κινδύνου απέναντι στη μοίρα των ζώων, στην κοινωνική αδικία , στον ρατσισμό κατά των ηλικιωμένων και των αναπήρων.
Άρτια αρχιτεκτονημένη παράσταση
Τα μέλη ενός πολυμελούς θιάσου - η Μαγκνταλένα Τσιελέτσκα (ενσάρκωσε την Οφηλία στον «Άμλετ» του Βαρλικόφσκι, το 1999), ο Αντρέι Τσούρα (ο Διόνυσος στις «Βάκχες» του Βαρλικόφσκι), η πρεσβύτερη Εύα Ντάλκοβσκα (που έχει συνεργαστεί με τον Βάιντα, με την Κριστίνα Γιάντα, με την Ανιέσκα Χόλαντ και με τον Κριστόφ Ζανούσι, μέλος του Nowy Teatr από το 2008), ο Μπάρτος Γκέλνερ (έπαιζε στο «Καμπαρέ της Βαρσοβίας» του Βαρλικόφσκι), η Μαλγκορτσάτα Χάγιεβσκα/Κρίστοφιτς (επίσης εξηντάρα ηθοποιός των «Βακχών» του Βαρλικόφσκι), η Μάγια Κομορόβσκα, ο ιάπωνας Χιρογιάκι Μουρακάμι, η Μάγια Οστάτσεβσκα (ακτιβίστρια στην υπόθεση της διάσωσης των ζωϊκών ειδών, επίσης συνεργάτις του Nowy Teatr από το 2008), ο Γιάσεκ Πονιτζιάλεκ (εξηνταπεντάχρονος ηθοποιός και μεταφραστής, συνεργάτης του Βαρλικόφσκι από το 1992: έπαιξε στις «Λευκές Νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, στη «Φαλακρή Τραγουδίστρια» του Ιονέσκο, στο «Angels in America» του Κούσνερ, στο «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τ. Ουίλιαμς), η Μαγκνταλένα Πόπλαβσκα (έπαιξε στο «Koniec/Τέλος» του Βαρλικόφσκι), η Εβελίνα Πάνκοβσκα, ο Μάριους Μποναζέφσκι και η Γιάντβικα Γιάνοφσκα/Σίζλακ, επιδίδονται σε ευφυή εναλλαγή ρόλων: η Ελίζαμπεθ Κοστέλο, ο γιος της Τζων (τον ενσαρκώνουν, διαδοχικά, ο Μπάρτος Γκέλνερ και ο Γιάσεκ Πονιετζιάλεκ), τα δύο εγγόνια της, η κόρη της, η κουνιάδα της, αλλά και ο ίδιος ο Κουτσί ως χαρακτήρας που εισβάλλει στη σκηνή λέγοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό που κάνω τώρα δεν είναι μέρος του κειμένου! Είναι μέρος της παράστασης!»
Τεράστια gros-plans τύπου σουηδικού υπαρξιακού σινεμά ολοκληρώνουν το στήσιμο σε ορθή γωνία μιας συνεχούς προβολής των όσων βλέπουμε σε πλάγια τοποθέτηση.
Οι σκηνές εκτυλίσσονται απρόσκοπτα σε διαδοχικά tableaux, τα οποία ο Βαρλικόφσκι στήνει σύμφωνα με συγκεκριμένη αρχιτεκτονική/αισθητική: αίθουσες πανεπιστημιακών συνεδρίων με έδρανα και βήμα όπου ανεβαίνει η ηρωίδα για να εκφωνήσει το κείμενό της «Οι φιλόσοφοι και τα ζώα», δυο-τρία καθίσματα απλωμένα σε έναν σχεδόν κενό χώρο, μια σταθερή, αμετακίνητη τουαλέτα στα αριστερά για τις πιο προσωπικές και ανθρώπινες στιγμές της ηρωίδας, η καλυμμένη με ακριβό ξύλο καμπίνα από πλεξιγκλάς της σκηνογράφου Μαλγκορτσάτα Τσέζνιακ, τα υπερμεγέθη βαλσαμωμένα άλμπατρος μέσα στη βιτρίνα, η αποδόμηση των εκφερόμενων νοημάτων παράλληλα με την αποδόμηση της θεατρικής σκηνής. Τεράστια gros-plans τύπου σουηδικού υπαρξιακού σινεμά ολοκληρώνουν το στήσιμο σε ορθή γωνία μιας συνεχούς προβολής των όσων βλέπουμε σε πλάγια τοποθέτηση. Οι υποβλητικές προβολές που καταλαμβάνουν όλη την έκταση του σκηνικού φόντου είναι κοπάδια από ζώα που στριμώχνονται σε τεράστιες κτηνοτροφικές μονάδες, παγετώνες της Ανταρκτικής που λιώνουν, ενώ σε μικρότερη φωτογραφία βλέπουμε τον Γκέμπελς να απονέμει πανεπιστημιακά πόστα στον Βάιτ Χάρλαν και στον Βόλφγκανγκ Λιμπνάινερ: ο υπαινιγμός είναι σαφής. Η Σοφί Καλ, μια Γαλλίδα καλλιτέχνις, το 2008 είχε θάψει στον Βόρειο Πόλο τα κοσμήματα της νεκρής μητέρας της, που ονειρευόταν να επισκεφτεί την Αρκτική: η βιογραφία της αποδίδεται με αποσπάσματα από το Des histoires vraies (Αληθινές Ιστορίες, 1994, σε πολωνική μετάφραση της Ανιέτσκα Γκρούτζινσκα), όπου εγείρονται ερωτήματα για τη σχέση της αντικειμενικής πραγματικότητας και της «πραγματικότητας της βιογραφίας».
Πλήρης δραματουργία, σε έκταση και σε βάθος
Δραματουργικά την ηρωίδα ενσαρκώνουν, σε διαφορετικές φάσεις της ζωής της, έξι διαφορετικοί ηθοποιοί (η Γιάντβικα Σίζλακ, η Μαλγκορτζάτα Κρίστοφιτς, η Εύα Ντάλκοφσκα, η Μάγια Οστάζεφσκα, η Μάγια Κομόροφσκα και ένας άντρας, ο Αντρέι Τσούρα, στα αποσπάσματα από το «Slow man» του Κουτσί): από κειμενική οντότητα πλήρης περιεχομένου, από προϊόν λογοτεχνικής μυθοπλασίας, τώρα ενσαρκώνεται κι επανενσαρκώνεται επί σκηνής συνάπτοντας ένα δίκτυο από ανθρώπινες σχέσεις φορτισμένες από συναίσθημα. Η «αστάθεια» αυτών των ενσαρκώσεων συνιστά και αμφισβήτηση της συνεκτικότητας κάθε ανθρώπινου πορτραίτου. Η Κοστέλο δεν είναι μόνο μια διανοούμενη και μια ακτιβίστρια: είναι και ένα γυναικείο σώμα που επιθυμεί. Είναι, επίσης, υποψήφιο θύμα σφαγής: γι’αυτό και ο πίθηκος από την «Αναφορά σε μιαν Ακαδημία» του Κάφκα (σε πολωνική μετάφραση του Γιούλιους Κουντρίνσκι) φέρνει επί σκηνής ένα γυάλινο εκμαγείο του σφαγείου που η Κοστέλο σκοπεύει να δημιουργήσει μαζί με τον γιο της. Τέλος, είναι δέσμια της αναγκαιότητας να διαπρέψει στην τέχνη του θανάτου (είναι χαρακτηριστικός ο κτύπος του εκκρεμούς ενός ρολογιού σε όλο το δεύτερο ήμισυ του έργου).
Καθώς η αφήγηση δεν είναι γραμμική, αλλά πηγαίνει μπρος-πίσω μέσα στον χρόνο, ο ρόλος του σκηνοθέτη δίνει τη σκυτάλη στον ρόλο του συγγραφέα και αυτός, με τη σειρά του, στην ηρωίδα, που προσπαθεί να αποδείξει τους ισχυρισμούς της - τόσο ακραίους για την αντίληψη των γύρω της, αλλά και τόσο λογικούς ταυτόχρονα.
Καθώς η αφήγηση δεν είναι γραμμική, αλλά πηγαίνει μπρος-πίσω μέσα στον χρόνο, ο ρόλος του σκηνοθέτη δίνει τη σκυτάλη στον ρόλο του συγγραφέα και αυτός, με τη σειρά του, στην ηρωίδα, που προσπαθεί να αποδείξει τους ισχυρισμούς της - τόσο ακραίους για την αντίληψη των γύρω της, αλλά και τόσο λογικούς ταυτόχρονα. Σε βασανιστικά αργούς ρυθμούς τίθενται όλα τα ζητήματα, μέσα από παράθεση αποσπασμάτων από διάφορα βιβλία του Κουτσί ("Elizabeth Costello" στην πολωνική μετάφραση του Ζμπίγκνιεφ Μπάτκο, "Slow Man" στην πολωνική μετάφραση της Μαγκνταλένα Κονικόβσκα "As a Woman Grows Older", "Vanity" και "The Glass Abattoir" στην πολωνική μετάφραση του Γιάσεκ Πονιτζιάλεκ), από το βιβλίο της Φράνσις Φάρμερ "God is Dying", από το βιβλίο της Σοφί Καλ "La dernière image" (στην πολωνική μετάφραση της Άγκατα Κόζακ) και από τον «Φάουστ» του Γκαίτε (στην πολωνική μετάφραση του Γιάσεκ Σεν Μπούρας). Τις στιγμές όξυνσης του συναισθήματος συνοδεύουν εξαιρετικά μουσικά αποσπάσματα από τη «Συμφωνία Νο 2» του συνθέτη της παράστασης Πάβελ Μυκιέτιν και από τους «Πρώτους έξι μήνες της Αγάπης» της Μισέλ Γκούρεβιτς.
Μπροστά στις πύλες του θανάτου
Η μοναδικότητα του ανθρώπινου όντος σε αντίθεση με τη μετατροπή του ανθρώπου σε προϊόν από τον καπιταλισμό, η άνοδος της ακροδεξιάς σε διεθνή κλίμακα, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η σφαγή και η άμετρη κατανάλωση της σάρκας των ζώων, η συνενοχή των Γερμανών της δεκαετίας του 1940 στον αφανισμό των Πολωνοεβραίων, ο αναμορφωτικός ρόλος της τέχνης, ο πολιτισμός μας που έχει πάψει να διέπεται από ιδεώδη, η μοναδικότητα/και / υλικότητα του κορμιού που φθείρεται από τον χρόνο και την ηλικία, δικαιούται ωστόσο, αν και φθαρμένο, να κερδίζει το ερωτικό βλέμμα. Τέλος, το πόσο επικίνδυνη είναι η κατάφαση σε κάθε καλλιτεχνική απεικόνιση του κακού και της χυδαιότητας (εδώ οι λίβελλοι που η Κοστέλο εξαπολύει κατά του συγγραφέα Γουέστ γίνονται έμμεση αναφορά στους στίχους του Κάνιε Γουέστ): και όλα ετούτα, ευθέως ή ακροθιγώς, συνδέονται με την κορυφαία υπαρξιακή αγωνία: τον θάνατο.
Ποιο είναι, λοιπόν, το απόσταγμα της ζωής της Ελίζαμπεθ Κοστέλο, μιας ζωής που συνοδεύεται από έλλειψη πίστης; Η συγγραφέας μάλλον θα περιγράψει το τι σημαίνει πίστη παρά θα επιδείξει ουσιαστική πίστη: «Προτιμώ ν’ αφήσω τον Θεό να υπάρχει, όπως ελπίζω κι Εκείνος να αφήσει εμένα να υπάρχω». Αντίστοιχα, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι απλός, αμέτοχος παρατηρητής της ζωής. Διάφορα πνευματικά σύμπαντα αφανίζονται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Την ίδια στιγμή, με βλέμμα αθώο μπροστά στον προϊόντα εκφυλισμό του σύγχρονου κόσμου, ο Βαρλικόφσκι κοινοποιεί τις ενοχές του, μας καθιστά συνενόχους για την καταστροφή που επιτελείται και -όπως ακριβώς κάνει και ο αγνωστικιστής Κουτσί- μέσω της μυστικιστικής διεργασίας του θεάτρου έρχεται αντιμέτωπος με το φάσμα του θανάτου.
Δυο λόγια για τον σκηνοθέτη
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης του Θεάτρου και της Όπερας έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 40 παραστάσεις στην Πολωνία και σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, το Ισραήλ και η Ελλάδα. Το 2008 ίδρυσε το Nowy Teatr της Βαρσοβίας, το οποίο, υπό τη διεύθυνσή του, έχει αναδειχθεί ως ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαϊκούς θιάσους. Το σκηνοθετικό ρεπερτόριό του περιλαμβάνει Αρχαίο Δράμα (Ηλέκτρα, Βάκχες κ.ά.), Σαίξπηρ (Άμλετ, Μάκβεθ, Δωδέκατη Νύχτα κ.ά.) και σύγχρονα έργα των Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, Σάρα Κέην κ.ά. Παραστάσεις του φιλοξενούνται στα σημαντικότερα φεστιβάλ διεθνώς (Φεστιβάλ της Αβινιόν, Φεστιβάλ Εδιμβούργου, Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου του Σαντιάγο). Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου έχουν παρουσιαστεί τα έργα του «Κρουμ» (2008), βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του Χανόχ Λεβίν, «Ένα λεωφορείο» (2010), βασισμένο στο «Λεωφορείο ο πόθος» του Τεννεσσή Ουίλλιαμς, «(A)pollonia» (2011), βασισμένο σε κείμενα Ευριπίδη, Αισχύλου, Κραλ, Τζόναθαν Λίτελ, Τζ. Μ. Κούτσι κ.ά. (2011) και «We Are Leaving» (2018), βασισμένο στο «Suitcase Packers» του Χανόχ Λεβίν.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Βαρλικόφσκι
Κείμενο: Κριστόφ Βαρλικόφσκι, Πιοτρ Γκρουτσίνσκι
Συνεργάτες: Λούκατς Κοτκόφσκι, Ματέους Γκόρνιακ, Άννα Λεβάντοβσκα
Δραματουργία: Πιοτρ Γκρουτσίνσκι
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαλγκορτσάτα Τσέζνιακ
Μουσική: Πάβελ Μυκιέτιν
Σχεδιασμός φωτισμού: Φελίτσε Ρος
Βίντεο – Animations: Καμίλ Πόλακ
Καλλιτεχνικός συνεργάτης: Κλωντ Μπαρντούιγ
Μακιγιάζ: Mόνικα Καλέτα
Φωτογραφίες: Μάγκντα Χούκελ
Παίζουν: Μαγκνταλένα Τσιελέτσκα, Αντρέι Τσούρα, Εύα Ντάλκοβσκα, Μπάρτος Γκέλνερ, Μαλγκορτσάτα Χάγιεβσκα/Κρίστοφιτς, Μάγια Κομορόβσκα, Χιρογιάκι Μουρακάμι, Μάγια Οστάτσεβσκα, Γιάσεκ Πονιτζιάλεκ, Μαγκνταλένα Πόπλαβσκα, Εβελίνα Πάνκοβσκα, Μάριους Μποναζέφσκι και Γιάντβικα Γιάνοφσκα/Σίζλακ
Παραγωγή: Nowy Teatr
Συμπαραγωγοί: Schauspiel Stuttgart (Γερμανία), Festival d’Avignon (Γαλλία), Théâtre de Liège (Βέλγιο), La Colline – théâtre national Paris (Γαλλία), Les Théâtres de la Ville de Luxembourg, Malta Festival Poznań 2024 (Πολωνία), Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου