
Για την παράσταση «Οι κάλπηδες» του Στράτη Μυριβήλη που ανεβαίνει στο θέατρο «Μπέλλος» σε σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου. Κεντρική εικόνα: © Νίκος Βαρδακαστάνης.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Η ψευτιά και η κατεργαριά περίσσεψαν στον καιρό μας»
Στράτης Μυριβήλης
Στο θέατρο «Μπέλλος» είδαμε την ξεκαρδιστική παράσταση που έφτιαξε ο Κώστας Παπακωνσταντίνου από το διήγημα «Δυο Κάλπηδες» του Στράτη Μυριβήλη. Πρόκειται για μια ιστορία που αφηγούνταν ο Μυριβήλης στην εγγονή του: δύο μπαγαπόντηδες, ο Ψευτοθόδωρος (Xώρα Μυτιλήνης) και ο Καλπομανώλης (Συκαμιά), κάτοικοι Λέσβου κατά την Τουρκοκρατία, παραβγαίνουν με εμμονικό τρόπο στην κατεργαριά και την πονηριά χάρη στις οποίες έχουν γίνει ξακουστοί στο νησί κι έχουν προκαλέσει τη «θάμαξη» του κόσμου.
«Όλος ο κόσμος έχει να το κάνει πως στα χρόνια που φτάξαμε η ψευτιά και η κατεργαριά περισσεύει ανάμεσα στους ανθρώπους», αρχίζει ο Μυριβήλης. «Με τον αγέρα στα πρίμα», η στεριά της Ανατολής είναι δίπλα (η Μ.Ασία), κι έτσι τα δρώμενα απλώνουν ως τις αιολικές ακτές. Ο ένας γεμίζει ένα τσουβάλι με στεγνά φύκια για να το πλασάρει για μετάξι, η γυναίκα του τον ξεματιάζει («φτου φτου φτου!») ενώ ο άλλος γεμίζει δυο σακιά με λυγαροκούκουτσα, για να τα πλασάρει για φορτίο πολύτιμο πιπέρι.
Η ιστορία δένεται
Μπαμπέσηδες και οι δύο, δεν φαντάζονται πως θα συναντηθούν σ’ένα χάνι, όπου η ιστορία θα πάρει μιαν αναπάντεχη τροπή. Το ζήτημα είναι, βέβαια, ποιος από τους δυο θ’αποδειχθεί μεγαλύτερος απατεώνας: γι’αυτούς είναι απολύτως ζήτημα τιμής. Ο ένας πάει να χρεώσει τον άλλον ένα «άσπρο» παραπάνω (το άσπρο είναι υποδιαίρεση του νομίσματος της εποχής της Τουρκοκρατίας). Και προς στιγμήν ο ένας κερδίζει στα σημεία. «Τι είναι το άσπρο; Η τιμή μου είναι! Η αξιοπρέπειά μου!»
Το περίφημο «άσπρο» (η μικρή διαφορά στην μπαμπεσιά) επισύρει την αντεκδίκηση, μια πρόθεση που απαρεγκλίτως οδηγεί σε κωμικές εξελίξεις. Ταλαιπωρία, απροσδόκητες ανατροπές, καυχησιές που ηχούν κενόδοξες και προκαλούν την απόλυτη θυμηδία.
Η «Καλπομανώλαινα» και η «Ψευτοθοδώραινα», ενσαρκωμένες ταυτόχρονα από την Αγγελική Μαρίνου, στην ουσία σαρκάζουν την κενόδοξη έπαρση των συζύγων τους.
Η «Καλπομανώλαινα» και η «Ψευτοθοδώραινα», ενσαρκωμένες ταυτόχρονα από την Αγγελική Μαρίνου, στην ουσία σαρκάζουν την κενόδοξη έπαρση των συζύγων τους. Και το ψέμα και η καυχησιά κορυφώνονται, μετά το «ξεφρένιασμα» των συζύγων. «Άει τον κερατά! Άει τον θεομπαίχτη!», βρίζουν ο ένας τον άλλον, όταν διαπιστώνουν ότι υπάρχει ακόμη μια βαθμίδα πάνω απ’ το ξεγέλασμα το δικό τους. Και παντού επικρατούν θυμοσοφικές διατυπώσεις: «Κάλπικα δίνεις, κουρεμένα παίρνεις μωρέ μπεζεβέγκη!».
Σαβάνωμα και ξόδι επί σκηνής
Μέχρι σαβάνωμα και ξόδι θανάτου σκηνοθετείται επί σκηνής, ξενύχτι μπροστά στο υποτιθέμενο λείψανο, υποτιθέμενη νεκροφάνεια, «τέντα, τσίτα και μιλιά, και δάγκωνε τη γλώσσα μην και τον πάρει ο ύπνος και ξεχαστεί και γυρίσει πλευρό, πεθαμένος άνθρωπος!». Αλλά ξάφνου ένας σαματάς, μια εισβολή, το ξεπέτσωμα των σανιδιών της σκεπής, η εισβολή μιας ομάδας είκοσι παλληκαράδων με μουστάκια που είναι-τι άλλο;- ληστοπειρατές που «αφού διαγούμισαν πόλεις και χωριά, ήρθαν στο ξωκλήσι να κάνουν τη μοιρασιά τους». Τα κλεψιμέικα ένας σωρός, τα τζοβαḯρια και τα χρυσά δισκοπότηρα και τ’αγιοστέφανα τα ξηλωμένα απ’τα εικονίσματα, όλο αυτό το δέλεαρ, συνοδευμένο από τους θρύλους για τους κουρσάρους, κάνει την καρδιά κάθε κάλπη να χτυπάει «σαν του κουνελιού».
Όμως, την ώρα της «τίμιας» μοιρασιάς, εγείρεται τρομακτικό το φάσμα του θανάτου με ένα γιαταγάνι που υψώνεται πάνω από τον ψευτο-νεκρό. «Σηκωθείτε οι πεθαμένοι να φάμε τοι ζωντανοί!», ακούγεται η φωνή του άλλου κάλπη. Οι κουρσάροι τρέχουν σαν τους τρελούς γιατί φοβούνται τους βουρκόλακες, γιατί πάνω απ’όλα η ανθρώπινη φύση τρέμει το υπερφυσικό στοιχείο. «Πώς σου φάνηκε το κόλπο μου, κουμπάρε;» «Δεν ήταν άσχημο, σπολάτη σου!». Οι πειρατές δεν μπορούν να τα βάλουν με τα ισιώματα του Άδη, ούτε καν πονηρεύονται, κι άς τα’χουν καταφέρει με τόσες μάχες και τόσες ένδοξες νίκες! «Δόξα Σοι ο Θεός που φτηνά τη γλιτώσαμε!» λένε ευγνώμονες. Γιατί κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τους πεθαμένους.
Η ιστορία λύνεται
Οι πιο ευφυείς έχουν μια περιουσία μπροστά τους να μοιραστούν: κι εδώ γεννιέται η συντροφικότητα, το «τακίμι» ανάμεσα στους παμπόνηρους και τους αλλοσούσουμους από την τρομάρα κάλπηδες της ιστορίας μας. Μια συντροφικότητα, ωστόσο, που υπονομεύεται από το μέγεθος της απάτης. Στα μάτια του ακροατή της ιστορίας και στα μάτια του αναγνώστη της λογοτεχνίας και στα έκπληκτα μάτια των θεατών όλη η πολυπραγμοσύνη, η καπατσοσύνη και η πανουργία πάνε περίπατο, καθώς η χιουμοριστική εξέλιξη μάς οδηγεί σ’ένα καḯκι που κατευθύνεται στο τσιφλίκι ενός μπέη, στην κοντινή Ανατολή.
Στο σκηνικό της Τουρκίας τα ψέματα πέφτουν σωρό, η μυθοπλασία κορυφώνεται, το γέλιο πολλαπλασιάζεται. Το ξυλίκι «πού σε πονεί και πού σε σφάζει» που πέφτει στην επόμενη σκηνή είναι αντλημένο απευθείας από τον Καραγκιόζη.
Στο σκηνικό της Τουρκίας τα ψέματα πέφτουν σωρό, η μυθοπλασία κορυφώνεται, το γέλιο πολλαπλασιάζεται. Το ξυλίκι «πού σε πονεί και πού σε σφάζει» που πέφτει στην επόμενη σκηνή είναι αντλημένο απευθείας από τον Καραγκιόζη. Το κοινό συμμετέχει, σηκώνεται όρθιο με μια απλή πρόσκληση, πρόθυμα μιμείται τα γελάδια και μουγκανίζει, γαυγίζει σαν κοπάδι σκύλων: αυτό είναι το επίτευγμα της εξαιρετικής παράστασης του κου Παπακωνσταντίνου και των ηθοποιών του, που «είναι ίσιοι στην τέχνη» και που ξέρουν το μυστικό να κερδίζουν τους θεατές.
Ο τόπος, το σκηνικό, οι ερμηνείες
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε σπαρταριστές σκηνές, όπου η κουλτούρα της επαρχίας και της εποχής εκείνης (π.χ. λαογραφικά στοιχεία όπως οι πατερίτσες στις οποίες στηρίζονταν οι χωρικοί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ή η ύπαρξη των σαράφηδων/αργυραμοιβών) παρατίθενται σε όλο τους το εύρος. «Κάποιον λάκκο έχει η φάβα!», και αμέσως αρχίζουν οι γαργαλιστικές ερμηνείες, με γκριμάτσες και μουτσούνες και κινησιολογία άψογη(Μαργαρίτα Τρίκα), αντλημένη από Commedia dell’Arte, από θέατρο σκιών, από λαϊκά δρώμενα, από ένα σωρό πηγές, όλα επιστρατεύονται για να προσφέρουν στο κοινό μια γνήσια σκηνική δημιουργία, φωτισμένη υπέροχα από τον Γιώργο Αγιαννίτη.
Με πολύ περιορισμένα σκηνικά και τρία κοστούμια εποχής: αυτό είναι το σκηνικό υλικό που υποστηρίζει αυτήν την απόλυτα χρονομετρημένη παράσταση
Με πολύ περιορισμένα σκηνικά (δυο σακιά, δυο κιβώτια, κάποιοι μπόγοι από τις σκηνογράφους/ενδυματολόγους Ματίνα Μέγκλα και Φιλάνθη Μπουγάτσου) και τρία κοστούμια εποχής: αυτό είναι το σκηνικό υλικό που υποστηρίζει αυτήν την απόλυτα χρονομετρημένη παράσταση, όπου η Αγγελική Μαρίνου, ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός και ο Ελισσαίος Βλάχος δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, κάτω από αυστηρές σκηνοθετικές οδηγίες. Ένα απόλυτα κωμικό διήγημα1 δίνει το υλικό για ένα θέατρο στοιχειακό, οργανικά λαϊκό, με σαφείς βολές κατά του πολιτικού προσκηνίου: «Κρίμας που δεν ζούνε στα χρόνια μας! Θα μπορούσαν ακόμα να γίνουνε και υπουργοί!».
Γράφει ο Κώστας Παπακωνσταντίνου στο σκηνοθετικό σημείωμά του:
«Επιστρέφουμε κυρίως στην πρωτότυπη μέθοδο δραματοποίησης τής τριτοπρόσωπης αφήγησης που επινοήσαμε και χρησιμοποιήσαμε στις παραστάσεις μας: «οι Χαλασοχώρηδες» του Αλ. Παπαδιαμάντη, «Μαζώχτρα» του Αργ. Εφταλιώτη, «Αυτόχειρ» του Μιχαήλ Μητσάκη, «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» του Γ. Βιζυηνού. H μέθοδος αυτή αντιμετωπίζει όλο το κείμενο ως διάλογο και επιτρέπει στο διήγημα να αποκτήσει θεατρική μορφή, διατηρώντας το όμως αυτούσιο, χωρίς διασκευή. Για 3 χρόνια (2019-22) δίδαξα αυτή τη μέθοδο στο μάθημα «δραματοποίηση της λογοτεχνίας» στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ».
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου
Σκηνικά / Κοστούμια: Ματίνα Μέγκλα, Φιλάνθη Μπουγάτσου
Μουσική: Νίκος Ζουρνής
Ηθοποιοί: Ελισσαίος Βλάχος, Αγγελική Μαρίνου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.