
Για την παράσταση «Άλλες εποχές» του Χάρολντ Πίντερ που ανεβαίνει στο θέατρο της οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη. Κεντρική εικόνα: © Δ. Λογοθέτης.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Η μνήμη είναι μια μάσκα του Εγώ», Levinas(1)
Eiδαμε το έργο του Χάρολντ Πίντερ «Old Times» (1971), στο θέατρο της οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» με τον ελληνικό τίτλο «Άλλες εποχές», σε μετάφραση Έλσας Αδριανού και εξαιρετική σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη.
Η ανάμνηση κοινών εμπειριών καταγράφεται τελείως διαφορετικά από την κάθε ανθρώπινη συνείδηση, καθιστώντας το τοπίο του παρελθόντος σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο: μια ηρωίδα νοσταλγεί την ασάφεια των αναμνήσεων, το θολό τοπίο της λήθης: «Θα ήθελα να πάω στην Ανατολή, ή κάπου πολύ ζεστά, όπου μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από μια κουνουπιέρα και να αναπνεύσεις αργά. [. . .] το μόνο ωραίο πράγμα σε μια μεγάλη πόλη είναι ότι όταν βρέχει θολώνει τα πάντα, και θολώνει τα φώτα από τα αυτοκίνητα, και θολώνει τα μάτια σου, και νιώθεις τη βροχή στις βλεφαρίδες σου»...
Ένα ιψενικό τρίγωνο όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται
Στο ήσυχο παραθαλάσσιο σπίτι τους, η Κέιτ (Ερατώ Πίσση) και o σύζυγός της Ντίλι (Δημήτρης Αλεξανδρής) συζητούν μια νύχτα του φθινοπώρου για τη μοναδική παλιά φίλη της Kέιτ, την Άννα, η οποία πρόκειται να τους επισκεφθεί: η Κέιτ προϊδεάζει τον Ντίλι, λέγοντάς του πως η Άννα τής έκλεβε κατά καιρούς τα εσώρουχα την περίοδο που συγκατοικούσαν.
Κάποια καχυποψία εκκρεμεί στην ατμόσφαιρα, όταν ο διάλογος διακόπτεται από ένα χρονικό άλμα προς τα εμπρός: η Άννα (Δέσποινα Κούρτη) μπαίνει στη σκηνή και αρχίζει να μιλάει σαν να ήταν ήδη εκεί εξαρχής. Οι δύο γυναίκες πασχίζουν να επαναπροσδιορίσουν το κοινό τους παρελθόν, την εποχή που μοιράζονταν ένα διαμέρισμα και που ο Μπράιαν Φέρρυ τραγουδούσε το “Smoke gets in your eyes”, σαν σε τελετουργική συνάντηση με τις «παλιές, καλές εποχές».
Η Άννα δείχνει να μην πιστεύει πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια και νοσταλγεί την αθώα νιότη τους ως γραμματέων στο Λονδίνο, τότε που πήγαιναν μαζί σε συναυλίες, σύχναζαν σε καφετέριες καλλιτεχνών και επισκέπτονταν άδειους προαστειακούς κινηματογράφους.
Κάποια υπονοούμενη λεσβιακή σχέση ανάμεσα στις δυο γυναίκες, καθώς και το ισοπεδωτικό πλαίσιο του γάμου, θέτουν υπό αμφισβήτηση όλο το μικροαστικό σκηνικό του έργου.
Ο Ντίλι λέει στην Aννα πως συνάντησε για πρώτη φορά την Kέιτ στην προβολή της ταινίας «Απόκληρος της κοινωνίας», την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και της ζήτησε να βγουν για καφέ. Το παρελθόν παίρνει, άμεσα, τη διάσταση και τις ποιότητες μιας ασπρόμαυρης ταινίας, ενώ ο Πίντερ αξιοποιεί τις πανουργίες και τις ασάφειες του προφορικού λόγου για να αποδώσει τις αναξιόπιστες αισθητηριακές μνήμες του Ντίλι, όσο και την προσπάθειά του να συγκαλύψει την αδυναμία του και να επιβάλει τον δικαιωματισμό του ως σύζυγος της Κέιτ. Κάποια υπονοούμενη λεσβιακή σχέση ανάμεσα στις δυο γυναίκες, καθώς και το ισοπεδωτικό πλαίσιο του γάμου, θέτουν υπό αμφισβήτηση όλο το μικροαστικό σκηνικό του έργου.
Η Άννα- όπως και ο επισκέπτης στο «Θεώρημα» του Παζολίνι- φτάνει χωρίς τον σύζυγό της από το σκηνικό ενός «ηφαιστειογενούς νησιού της Μεσογείου» (τη Σικελία) ως «καταλύτης» ώστε να εκλυθεί γνήσια ενέργεια από το κάπως υποτονικό αυτό ζευγάρι Βρετανών.
Στο εξής, κάθε ερώτηση που υποβάλλει ο ένας στον άλλον δεν είναι παρά μια προσπάθεια ελέγχου. Οι απαντήσεις, δε, είναι ταχύτατες υπεκφυγές, με αποτέλεσμα τη διαρκή διακοπή της ροής με διστακτικές σιωπές και τη διαμόρφωση του «πιντερικού» ιδιώματος στη βάση της αμφιβολίας και του λεκτικού σφάλματος. «Έχεις μια υπέροχη γάστρα», λέει η Άννα στον Ντίλι, κι εκείνος σαστίζει. «Λυπάμαι πολύ», ζητά συγγνώμη για το λεκτικό της ολίσθημα, «Εννοούσα πως έχεις μια υπέροχη γυναίκα. Ήταν πάντα καλή μαγείρισσα. Μερικές φορές φτιάχναμε ένα τεράστιο στιφάδο για δείπνο, το καταβροχθίζαμε και μετά, τις περισσότερες φορές, καθόμασταν το μισό βράδυ διαβάζοντας Γιέιτς!».
Ο απατηλός χαρακτήρας της μνήμης
Η σκηνή γεμίζει από τους απόηχους ενός ερημικού παρελθόντος: η μνήμη που ανακαλεί η Άννα αναφέρεται σε κάποια στιγμή αυτού του παρελθόντος, όταν επέστρεψε στο σπίτι και βρήκε την Κέιτ να κάθεται σιωπηλή «ενώ ένας νεαρός άνδρας καθόταν στην πολυθρόνα τους και έκλαιγε». Η Άννα τονίζει στον Ντίλι ότι αγνόησε τον άντρα γιατί δεν ήθελε να έχει την παραμικρή σχέση μαζί του. Η Κέιτ ούτε επιβεβαιώνει ούτε διαψεύδει καμία από τις ιστορίες τους και τελικά αποφασίζει να κάνει ντους.
Όσο η Κέιτ είναι στο μπάνιο, ο Ντίλι δηλώνει στην Άννα (και σ’εμάς) πως την ξέρει από παλιά. Η Άννα προσποιείται ότι δεν έχει ιδέα για όσα της λέει κι εκείνος επιμένει, ισχυριζόμενος πως η Άννα προσπαθούσε, τότε, να μετατραπεί σε Κέιτ (Δανειζόμενη τα εσώρουχά της; Υποδυόμενη τις λιτές αντιδράσεις της;). Η Άννα κοροϊδεύει την Κέιτ, πως ανέκαθεν ήταν νωθρή και είχε εσφαλμένη αντίληψη του χρόνου.Κάθε πρόσωπο διαγράφει με τις λέξεις τη γύμνια και την ευαλωτότητα του άλλου προσώπου.
Στις αναμνήσεις και των δύο συμπίπτει η πρώτη συνάντηση και η γέννηση του έρωτά του Ντίλι με την Kέιτ, μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα όπου προβαλλόταν η ταινία «Απόκληρος της Κοινωνίας» του Κάρολ Ρηντ. Παραμένει ασαφές εάν στο σκηνικό αυτό παρίστατο και η Άννα. Σε κάποια στιγμή του μυστηριώδους διαλόγου η Άννα παραδέχεται ότι «κάποτε φόρεσα τα εσώρουχα της Κέιτ σε ένα πάρτι όπου ένας άντρας κοίταζε ασύστολα τη φούστα μου».
Σκιές ενοχλητικές στοιχειώνουν τη σκηνή: όταν ζητούν από την Κέιτ να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις ιστορίες τους, εκείνη λέει στην Άννα πως τη θυμάται νεκρή στο κρεβάτι, καλυμμένη με χώμα και πώς το σώμα της είχε εξαφανιστεί όταν έφτασε ένας άντρας. Φυσικά, παραμένει αναπάντητο το κατά πόσον ο άντρας αυτός ήταν ο Ντίλι, που τώρα πια δεν είναι ερωτευμένος με καμιά από τις δύο (“Yet, today, my love has flown away, I am without my love”, συνεχίζει ο Μπράιαν Φέρρυ).
Προφανώς και ο Ντίλι και η Άννα αξιώνουν κάποια συναισθηματική ανταπόκριση της Κέιτ, η οποία όμως παραμένει φλεγματικά ολιγόλογη και αναδιπλώνεται στον εαυτό της: η Κέιτ είναι, υπό μιαν έννοια, το αντικείμενο της διεκδίκησης και των δύο, όμως τα αφηγήματα διαφέρουν μεταξύ τους και θολώνουν το τοπίο, καθιστώντας το, ταυτόχρονα, κωμικά ασαφές και δυσοίωνο.
Γράφοντας με υπονοούμενα κι επιστρατεύοντας λεκτικές υπερβολές ο Πίντερ θέτει επί τάπητος το ζήτημα της σχετικότητας της μνήμης. Σ’ αυτήν τη λεκτική αντιπαράθεση υπερισχύει-εννοείται- όποιος θα κατορθώσει να επιβάλει τη δική του εκδοχή για το κοινό τους παρελθόν.
Γράφοντας με υπονοούμενα κι επιστρατεύοντας λεκτικές υπερβολές ο Πίντερ θέτει επί τάπητος το ζήτημα της σχετικότητας της μνήμης. Σ’ αυτήν τη λεκτική αντιπαράθεση υπερισχύει-εννοείται- όποιος θα κατορθώσει να επιβάλει τη δική του εκδοχή για το κοινό τους παρελθόν, με μια σολιψιστική βεβαιότητα. Υπάρχει, άραγε, μια απατηλή σκοπιμότητα που απορροφά τον χρόνο; Να είναι, η ιδιωματική (και απολύτως ιδιωτική) γλώσσα του Πίντερ μια ars oblivionis(2); Και πώς μπορεί αυτή να αποδοθεί από τη σκηνοθεσία;
Διαφορετικές αναγνώσεις του έργου
Μια πρόχειρη ερμηνεία του έργου (που προϋποθέτει την πίστη στην αποκλειστικότητα και την ερωτική αφοσίωση) θα μπορούσε να είναι πως ο Ντίλι συνάντησε πρώτα την Aννα και κοιμήθηκε μαζί της και στη συνέχεια συνάντησε την Kέιτ στους κινηματογράφους, κατόπιν άρχισε να βγαίνει ραντεβού μαζί της, όταν προέκυψε ότι η Άννα επιθύμησε τον Ντίλι και γι’αυτό η Κέιτ σκότωσε την Άννα, κρατώντας τον αποκλειστικά δικό της. Στην ουσία, αυτός ο φόνος είναι η κατάργηση (ή η συσκότιση) του εξωστρεφούς μέρους της προσωπικότητάς της, που στόχο έχει την απόκτηση της ιδιότητας της συζύγου.
Η ερμηνεία της Ερατώς Πίσση κατατείνει προς αυτόν τον κώδικα ανάγνωσης του έργου: οι κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις αντιδράσεις της δείχνουν ότι δεν έχει καμία διάθεση να επαναφέρει το παρελθόν του ρόλου που υποδύεται.
Μια διαφορετική προσέγγιση λέει ότι η Κέιτ και η Άννα αποτελούν ένα και το αυτό πρόσωπο, σε δυο διαφορετικές εκφάνσεις του: σαν διπολικό άτομο, η Κέιτ «σκοτώνει» μέσα της την εκδοχή «Άννα», για χάρη του Ντίλι και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, του ξαναφέρνει το πρόβλημά της στο προσκήνιο. Η αινιγματική ερμηνεία της Δέσποινας Κούρτη ενισχύει περισσότερο αυτήν την προσέγγιση, που παραπέμπει στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» του Λουί Μπουνιουέλ.
Το ζευγάρι θα μπορούσε κάλλιστα να ανακαλεί το χαμένο κομμάτι μνήμης που λέγεται «Άννα», τόσο για να διευκολύνει την εξωστρέφεια της Κέιτ, όσο και για να εξερευνήσει τον ίδιο του τον γάμο. (Κάποιο ανάλογο παιχνίδι παίζουν οι δύο κύριοι χαρακτήρες του έργου του Άλμπυ «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»).
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση της Άννας, που υπονομεύει την αντικειμενικότητα της μνήμης: «Υπάρχουν κάποια πράγματα που θυμάται κανείς, παρόλο που μπορεί να μην έχουν συμβεί ποτέ. Υπάρχουν πράγματα που θυμάμαι που μπορεί να μην έχουν συμβεί ποτέ, αλλά όπως τα θυμάμαι, έτσι και γίνονται.»
Το οιδιπόδειο του Ντίλι
Μια τρίτη οπτική γωνία δείχνει ότι όλα αυτά διαδραματίζονται στο υποσυνείδητο του Ντίλι, που ενσαρκώνει το οιδιπόδειό του στο πρόσωπο της Κέιτ, τη στιγμή που η Άννα εκπροσωπεί τη σεξουαλική του ελευθερία — μέσα σ’αυτό το «χαρέμι από γυναικείες σκιές» όπου οι γυναίκες χαϊδεύουν το στήθος τους προκλητικά, ο Ντίλι κλαίει: γιατί κατά βάθος παραμένει ένα ανώριμο αγόρι, καταπιεσμένο από μια μητριαρχική φιγούρα.
Πάει περίπατο η αφελής αισιοδοξία ότι η καλή διαχείριση της μνήμης επιτρέπει τη νοηματοδότηση του παρελθόντος: αντίθετα, η διαχείριση της μνήμης του Ντίλι προσλαμβάνει διαφορετικά προσωπεία και κάνει μια σειρά από λογικά άλματα (λέει, επί παραδείγματι: «Είμαι ο Όρσον Ουέλς!») , που τον έλκουν στα χωρικά ύδατα της ψυχοπαθολογίας.
Το παρελθόν, σύμφωνα με αυτήν την οπτική, μάλλον διαγράφεται, παρά αποκαλύπτεται από τη συνείδηση των ηρώων. Η ευέλικτη προσέγγιση του ρόλου από τον Δημήτρη Αλεξανδρή επιτρέπει ακόμη και αυτήν την παρατραβηγμένη ερμηνεία. Το σίγουρο είναι πως στον Πίντερ η μνήμη μεταμορφώνει τα πραγματικά γεγονότα σε σκοτεινά απομεινάρια ανούσιας εμπειρίας, ενώ οι ασαφείς διάλογοι καταδεικνύουν με επιδεξιότητα πόσο αντιφατικά είναι τα ψέματα με τα οποία τρεφόμαστε καθημερινά.
(1) Levinas, Emmanuel, En découvrant l’existence avec Husserl et Heidegger. Paris: PUF, 1979
(2) “η τέχνη της λήθης»;
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Έλσα Ανδριανού
Σκηνοθεσία: Άρης Τρουπάκης
Σκηνικά, κοστούμια: Θοδωρής Χρυσικός
Φωτισμοί: Δημήτρης Λογοθέτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιώργος Κοσσυβάκης
Παίζουν: Δημήτρης Αλεξανδρής, Δέσποινα Κούρτη, Ερατώ Πίσση