
Της Βίκυς Βασιλάτου
Χρώματα. Πολλά χρώματα. Και μουσικές. Και σκηνικά. Και χαρά. Και γέλιο, παιδικό, μαζί με των δεκάδων λιλιπούτειων θεατών και το δικό μου. Ένιωσα και πάλι παιδί. Γύρισα του χρόνου τους δείκτες σε μια αθώα ηλικία. Τότε που η φαντασία δεν είχε αλλοιωθεί από εξωγενείς παράγοντες. Τότε που το γέλιο ζωγραφιζόταν ανεμπόδιστα στα χείλη.
Η παιδικότητά μου ξανάνθισε με το που έσβησαν τα φώτα και προβολείς φώτισαν τη σκηνή. Ένιωσα σαν να ζωντάνεψαν οι ήρωες του παραμυθιού των Αδελφών Γκριμ ειδικά για μένα, ειδικά για να με κάνουν το πιο ευτυχισμένο παιδί του κόσμου που πιστεύει ακόμα στα παραμύθια. Ένιωσα ξανά το κοριτσάκι που ζούσε στη ροζ γυάλα του και φορούσε, όπως οι τρεις βασιλοπούλες, τα γοβάκια του λιώνοντάς τα σε περιπάτους και χορούς.
Μαγεύτηκα από τις Τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους. Ίσως επειδή μου θύμισαν εμένα, σίγουρα πάντως επειδή η Σοφία Σπυράτου κατάφερε με μαγικό τρόπο να με παρασύρει, τόσο με τη σκηνοθεσία όσο και με τις χορογραφίες της, σε έναν κόσμο παραμυθένιο και υπερρεαλιστικό. Σε έναν κόσμο που προσπαθεί να λύσει ένα μεγάλο αίνιγμα: γιατί κάθε πρωί, ενώ οι τρεις βασιλοπούλες κοιμούνται το βράδυ κλειδωμένες στα δωμάτιά τους, τα γοβάκια τους βρίσκονται λιωμένα; Και για να λυθεί το μυστήριο, πρίγκιπες καταφθάνουν από τα πέρατα της γης, αλλά αποτυγχάνουν και αντί να παντρευτούν μία από τις τρεις βασιλοπούλες, χάνουν το κεφάλι τους. Ο μόνος που έφερε εις πέρας την αινιγματική αποστολή και επισημοποίησε τον έρωτά του με την ταλαντούχα «βασιλοπούλα», Ευγενία Δημητροπούλου, δεν είναι πρίγκιπας μα ο Στρατής ο Στρατοκόπος (Γιώργος Νούσης). Ο Στρατής με καθήλωσε τόσο με την ερμηνεία του όσο και με την ποίηση που εσωκλείει ο ρόλος του. Μία ποίηση και ένα λιμπρέτο που άλλωστε υπογράφεται από έναν ιδιαίτερα αγαπητό μου ποιητή, τον Στρατή Πασχάλη.
Όταν σκέφτομαι την παράσταση, σκέφτομαι χρώματα, πολλά χρώματα και μουσικές. Και σκηνικά. Και χαρά. Και γέλιο, παιδικό. Ο θίασος κατάφερε να με ταξιδέψει με προορισμό το όνειρο, τη φαντασία, την ποίηση, τον έρωτα. Με οδήγησε σε ένα αμάλγαμα από παλαιότερα και νεότερα στοιχεία, που εναρμονίζονται με μοναδικό τρόπο μεταξύ τους, παίζοντας και διασκεδάζοντας για και με το κοινό. Χαμόγελα. Παντού χαμόγελα. Πάνω στη σκηνή. Κάτω από τη σκηνή. Πώς λοιπόν, μετά το τελευταίο χειροκρότημα, να μην φύγω γεμάτη με όμορφες εικόνες για να ευφραίνεται για καιρό η ψυχή μου; Πώς να μην θέλω να βγάλω από το χρονοντούλαπο τα δικά μου γοβάκια για να τα λιώσω ξανά και ξανά;
Πέρα όμως από τις δικές μου σκέψεις και τα δικά μου συναισθήματα που γεννήθηκαν μέσα από αυτή την παράσταση, παραδίδω τη σκυτάλη στη χορογράφο που σκηνοθέτησε και τον ποιητή που διασκεύασε τις Τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους…
ΣΟΦΙΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ:
Όταν χορογραφείτε και σκηνοθετείτε μια παιδική παράσταση, τι εμπιστεύεστε στο παιδί που κρύβετε μέσα σας και τι στην ενήλικα;
Η ερώτησή σας με παραπέμπει στο τραγούδι των Αδελφών Κατσιμίχα, Όταν σου λέω πορτοκάλι, να βγαίνεις. Ο αφηγητής, ένας ενήλικας, έχει στην ντουλάπα του κρυμμένο ένα παιδί. Το παιδί βγαίνει όταν ο ενήλικας του λέει τη λέξη «πορτοκάλι». Λοιπόν, οι παιδικές παραστάσεις είναι η δική μου λέξη «πορτοκάλι». Κάνω μια παιδική παράσταση και το παιδί που είμαι βγαίνει και παίζει, ευχαριστιέται. Κι ο ενήλικας παρακολουθεί και παρεμβαίνει απλώς και μόνο για να διασφαλίσει ότι το παιχνίδι θα είναι απολαυστικό, δομημένο, ασφαλές και παιδευτικό.
Είναι πιο απαιτητικό ένα κοινό που απαρτίζεται από παιδιά;
Θα σας απαντήσω και πάλι μ’ έναν στίχο, του Διονύση Σαββόπουλου αυτή τη φορά: «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά / έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα». Ένα κοινό που αποτελείται από παιδιά δεν έχει μάθει να κρύβει τα συναισθήματά του. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει «απαγορεύεται», εμείς τους το μαθαίνουμε. Γι’ αυτό και η αντίδρασή τους είναι πηγαία και ειλικρινής. Πρέπει να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου, λοιπόν, κι αυτή είναι η επιπλέον δυσκολία.
Ποια τα κοινά χαρακτηριστικά και ποιες οι διαφορές μεταξύ χορογραφίας και σκηνοθεσίας;
Η χορογραφία είναι κάτι πιο ειδικό από τη σκηνοθεσία. Είναι μια τέχνη, με κανόνες και κριτήρια, μια τέχνη με ιστορία και πολλές δυσκολίες. Είναι όμως κάτι αρκετά συγκεκριμένο. Η σκηνοθεσία έχει ευρύτερη έννοια, τόσο ως προς το ό,τι πρέπει να συλλάβεις για λογαριασμό ενός έργου ένα όραμα, μια ολοκληρωμένη πρόταση, όσο και ως προς το ό,τι ο σκηνοθέτης αν δεν θέλει να είναι ένας δυνάστης, πρέπει να είναι ένας ισορροπιστής ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, σε πολλούς τεχνικούς, σε πολλές καλλιτεχνικές οπτικές.
Έχετε μια κάποια ιδέα για το ποια θα είναι η επόμενη δουλειά σας;
Με την ομάδα του θεάτρου Ακροπόλ, με την οποία δημιουργήσαμε τις Τρεις Βασιλοπούλες, ετοιμάζουμε ήδη πυρετωδώς τη νέα μας παιδική παράσταση, για την οποία όμως είναι ακόμα νωρίς να μιλήσω… Στο μεταξύ, στις 21 Φεβρουαρίου, κάνει πρεμιέρα στο θέατρο Badminton, η μουσική παράσταση Αναζητώντας τον Αττίκ, σε κείμενα του μουσικολόγου Λάμπρου Λιάβα και σκηνοθεσία της υπογράφουσας.
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ:
Γιατί διασκευάσετε αυτό το παραμύθι κι όχι κάποιο άλλο;
Δεν το επέλεξα, ήταν μια πρόταση της Σοφίας Σπυράτου σύμφωνα μ' ένα σενάριο που είχε στο μυαλό της. Μου άρεσε το στοιχείο του εφηβικού μυστηρίου. Η μαγεία του ονείρου. Υλικά της ποίησης. Όταν μου το πρότεινε, δέχτηκα με χαρά να συμβάλλω στην παράστασή της.
Πόσο δύσκολο είναι να γράψει κανείς ένα λιμπρέτο που απευθύνεται σε παιδιά;
Όσο δύσκολο να γράψει και για μεγάλους. Το λιμπρέτο πρέπει να είναι ανάλαφρο και βαθύ ταυτόχρονα. Και άμεσο. Αλλά και καλοστημένο στιχουργικά πάνω στη μουσική. Αυτό θέτει πολλά προβλήματα, μα χαίρεσαι όταν τα ξεπερνάς. Ένα θέλω να πω, για να χρησιμοποιήσω και την ορολογία της σύγχρονης διανόησης. Το κείμενο αυτό έχει πολλά «διακείμενα»: τη σαιξπηρική παραμυθένια αίσθηση όπου το υψηλό διαπλέκεται με το λαϊκό (όταν άρχισα να το γράφω είχα στο νου μου την πρώτη σκηνή του Ληρ με τις τρεις θυγατέρες του), την παρθενογένεση της εικόνας του Λόρκα και του Ελύτη (εκεί όπου ο ποιητής εξηγεί με απλά λόγια τον μηχανισμό της), την καθαρή ποίηση του Μαλλαρμέ και του Βαλερύ (στη χώρα του Καθρέφτη), την ειρωνεία του Τσέχωφ στη σκηνή με τον Ρώσο, τον Φρύγα του Ευριπίδη στη σκηνή με τον παράδοξο ανατολίτη πρίγκιπα, αλλά και τον υπερρεαλισμό με τους συνδυασμούς του ονείρου και της σύγχρονης μηχανικής ή τεχνολογίας κυρίως στη ζωγραφική. Όλα αυτά βέβαια στη στοιχειώδη, απλούστατη εκδοχή τους, κι αυτό ήταν το δύσκολο.
Ο Στρατής ο ποιητής μπορεί να θεωρηθεί το alter ego σας;
Όχι, κι αυτό ιδέα της Σοφίας ήταν γιατί ψάχναμε ένα όνομα που να κάνει παρήχηση με το Στρατοκόπος. Το εύρημα ήταν ο Στρατοκόπος. Μια ξεχασμένη λέξη που έρχεται στο προσκήνιο. Είχαμε το επώνυμο και ψάχναμε το όνομα που να συνδυάζεται και ηχητικά και νοηματικά. Και το Στρατής ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε προηγηθεί η ιδέα να είναι ποιητής. Όλα βγήκαν μέσα από συμπτώσεις. Κατά τύχη, όμως, σ' ένα πνευματικό κείμενο της Άπω Ανατολής, διάβασα ότι ο «στρατής» δηλαδή ο «δρόμος» συμβολίζει την ατραπό που οδηγεί στη λύση των αινιγμάτων. Όπως και ο ήρωας του έργου. Πάντως, ο ρόλος αυτός είναι ένα εντελώς πρωτότυπο δημιούργημα και θέλησα να έχει την ξωτική μορφή του παραμυθένιου περιπλανώμενου τροβαδούρου, όπως θα τον συναντούσαμε σήμερα στον δρόμο στο πρόσωπο ενός ευαίσθητου, αλλά και πανέξυπνου νέου.
Τέλος, ο Στρατής ο Πασχάλης, τι μας επιφυλάσσει για το μέλλον;
Δεν έχει αποφασίσει ακόμα...
Κείμενο-διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Μουσική: Απόλλων Ρέτσος και η ορχήστρα του
Συντελεστές: Νικόλας Αναστασόπουλος, Έλενα Βακάλη, Ευγενία Δημητροπούλου, Αλέξανδρος Κεϊβανάης, Ζαφείρης Κουτελιέρης, Άννα Λιανοπούλου, Μάρα Μπαρόλα, Γιώργος Νούσης, Αντρέα Ράμα, Κωνσταντίνος Ραφαηλίδης, Νικορέστης Χανιωτάκης.
Οι Τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου Ακροπόλ: Ιπποκράτους 9-11, κάθε Κυριακή 11:30 & 15:00, τηλ.: 210 3643700.