
Για την παράσταση «Όλοι εμείς πουλιά» (Tous des oiseaux) του Ουαζντί Μουαουάντ, που ανεβαίνει στη νέα σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στη νέα σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είδα τη σκηνοθεσία που έκανε ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο έργο του Ουαζντί Μουαουάντ «Όλοι εμείς πουλιά» (Tous des oiseaux), του 2016. Η μετάδοση της αλήθειας δεν γίνεται μέσω γονιδίων ή χρωμοσωμάτων, αλλά μέσω της μνήμης, θα μας πει ο Ουαζντί Μουαουάντ, γνωστός συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού θεάτρου La Colline (Paris XX) από το 2016, μεταπλάθοντας την προσωπική του ιστορία σε αφηγηματικό καμβά.
Ιδού, συγκεκριμένα, ο αφηγηματικός καμβάς: Ενώ η όμορφη Ουαχίντα (ορφανή φοιτήτρια αραβικής καταγωγής) μελετά ένα σπάνιο χειρόγραφο για τον Λέοντα τον Αφρικανό στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Κολούμπια, ο νεαρός φοιτητής Γενετικής Εϊτάν (Εβραίος από γερμανική οικογένεια που αποδεκατίστηκε από τους Ναζί) την πλησιάζει και τής την «πέφτει» με αμήχανο τρόπο: αρπάζει από το τραπέζι του αναγνωστηρίου, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της, τον μοναδικό τόμο του βιογραφικού λεξικού του Abu-l'Abbâs Ahmad Ibn Khallikân, που ψάχνει σε όλες τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, και αποδίδει τη γνωριμία τους στα χρωμοσώματα, στο κισμέτ και στον κεραυνοβόλο έρωτα. Ένα τεράστιο πάθος γεννιέται, όμως ο ριζοσπαστικός Νταβίντ (ο πατέρας του Εϊτάν) εκλαμβάνει τον έρωτα του γιου του ως προδοσία κατά του εβραϊκού έθνους.
Το ερωτευμένο ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με την ιστορική πραγματικότητα, καθώς ο Εϊτάν πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης και φτάνει στο νοσοκομείο σε κώμα.
Ο Εϊτάν φεύγει με την Ουαχίντα στο Ισραήλ για να συναντήσει τη γιαγιά του Λέα και να μάθει την αλήθεια: γιατί άραγε η γιαγιά είχε εγκαταλείψει τον άντρα της και τον γιο της στέλνοντάς τους να ζήσουν για πάντα στη Γερμανία; Στην εκπρόσωπο της συνοριακής αστυνομίας που είναι λεσβία και την ερωτεύεται, η Ουαχίντα εξηγεί πως το αντικείμενο της διδακτορικής της έρευνας, ο Άραβας διπλωμάτης που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό αφότου συνελήφθη από χριστιανούς κουρσάρους και που πέθανε πριν από πεντακόσια χρόνια δεν ήταν ένας κοινός τρομοκράτης. Το ερωτευμένο ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με την ιστορική πραγματικότητα, καθώς ο Εϊτάν πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης και φτάνει στο νοσοκομείο σε κώμα.
Τα δυο ασυμβίβαστα σόγια καταφθάνουν από τη Γερμανία για να σταθούν πάνω από το κρεβάτι της εντατικής, απ’ όπου ο νεαρός φοιτητής τελικά θα ανακάμψει. Πάνω από το αγωνιώδες κρεβάτι του πόνου αποκαλύπτονται, σε αναδρομική αφήγηση, όλα τα μυστικά της οικογένειάς του, ενώ ο συγγραφέας Ουαζντί Μουαουάντ επιχειρεί να αξιοποιήσει την προσωπική του πρόσληψη του έλληνα Οιδίποδα σε ένα ρέκβιεμ των εννοιών του έθνους, της φυλής, της θρησκείας: μια προσπάθεια που, με αυστηρά συγγραφικά κριτήρια, θα τη χαρακτήριζα αποτυχημένη, εφόσον ο ποιητικός οίστρος του συγγραφέα, δυστυχώς για το έργο του, εκφαίνεται ως ακατάσχετη φλυαρία.
Αλώβητη από την περιπέτειά της με το «ξεχειλωμένο» αυτό κείμενο βγαίνει, βεβαίως, η εξαιρετική μεταφράστρια Ελένη Βαροπούλου, αξιοθαύμαστη για την ιώβεια υπομονή της με την αδολεσχία του συγγραφέως.
Αντιλαμβάνομαι πως το εβραϊκό έθνος φέρει βαριά την κληρονομιά του Ολοκαυτώματος, την ενοχή της υποταγής που αυτό συνεπάγεται και τη σκληρότητα που απορρέει απ’αυτήν
Εννοείται πως συμμερίζομαι την άποψη ότι ένας λαός που κάποτε υπήρξε εξαιρετικά διωκόμενος τώρα έχει μετατραπεί σε στυγνό θύτη. Αντιλαμβάνομαι πως το εβραϊκό έθνος φέρει βαριά την κληρονομιά του Ολοκαυτώματος, την ενοχή της υποταγής που αυτό συνεπάγεται και τη σκληρότητα που απορρέει απ’αυτήν. Όμως αυτά δεν καταδεικνύονται από ένα κείμενο γεμάτο σχοινοτενείς μονολόγους που συνιστούν άθλο για τους ηθοποιούς, ένα έργο που πάσχει από αφόρητη επεξηγηματικότητα και ανηλεή διδακτισμό. Εδώ ας κάνω την επιπλέον παρατήρηση ότι στη δόμηση του ζητουμένου περιττεύει τελείως η καταδίκη του κομμουνιστικού καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας, όσο απολυταρχικό και αν υπήρξε αυτό. Επίσης, η κεντρική παραβολή (από την οποία αντλείται και ο τίτλος «Όλοι εμείς πουλιά) με το «αμφίβιο πουλί» ή αλλιώς «κβαντικό πουλί» του έρωτα είναι αφελής, όπως αφελέστατη και κουραστική είναι και η φωνή «από το απώτατο παρελθόν» που διανοίγει τη μεταθανάτια μετάβαση του φανατικού Εβραίου σε ένα επέκεινα συμφιλίωσης, υποτίθεται, και άρσης των φυλετικών αντιθέσεων.
Παρά το ευγενές της προθέσεως, οι παραινέσεις για αποκάλυψη της αλήθειας που εστιάζουν αποκλειστικά στην καταγωγή (αραβικότητα, εβραϊκότητα κοκ), αντί να επιτυγχάνουν τον κατευνασμό των παθών, επιφέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Ενώ το κεντρικό ζήτημα φέρεται να είναι το “γιατί πρέπει να είμαστε τόσο αγκιστρωμένοι στις χαμένες ταυτότητές μας;“, κατ’ουσίαν το έργο του λιβανέζου συγγραφέως αποδύεται σε μια μονοδιάστατη κατάδειξη της νοσηρότητας της εβραϊκής κοινωνίας και σε συστηματική εξιδανίκευση των αραβικών δεσμού αίματος. Από το κείμενο δεν λείπει και η σφαγή που είχε λάβει χώρα το 1982 στο παλαιστινιακό στρατόπεδο Σάμπρα και Σατίλα, μια σφαγή που για τον συγγραφέα δικαιολογεί την έμφαση στην αραβικότητα. Ούτε η τετριμμένη διαπίστωση της Ουαχίντα πως «η ομορφιά με προστάτευε, και προτίμησα χίλιες φορές να μου λένε ότι είμαι πολύ όμορφη και έχω ωραίο κώλο, παρά να μου λένε ότι είμαι Αράβισσα», ενώ τώρα αποφασίζει να επανασυνδεθεί με τις ρίζες της. Ωραιότατη -δεν λέω- η ιδέα του αυτοπροσδιορισμού της Ουαχίντα, όμως ο κακόμοιρος ο έρωτας γιατί θα έπρεπε να θυσιαστεί στον βωμό της;
Για να είμαι δίκαιος, εδώ οφείλω τον έπαινο στους ηθοποιούς της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου
Για να είμαι δίκαιος, εδώ οφείλω τον έπαινο στους ηθοποιούς της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου: η Άννα Μάσχα εξαιρετική, συγκλονιστική θα έλεγα, στήνει τον χαρακτήρα της γερμανοεβραίας Νόρας μέσα από το ισχνό, αδύναμο συγγραφικό υλικό που της δίνεται. Αντίστοιχα αποστομωτική είναι η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, άμεση στον ρόλο της γιαγιάς Λέα, με χιούμορ και σκηνικό δυναμισμό, και πάλι για λογαριασμό ενός χαρακτήρα που στο κείμενο παραμένει έωλος. Δυναμικός στο πρώτο μέρος ο Δημήτρης Παπανικολάου, δυστυχώς ολισθαίνει στον μελοδραματισμό του δεύτερου μέρους του έργου. Ο Γιώργος Ζιόβας στον ρόλο του παππού Έντγκαρ είναι ασυγκρίτως καλύτερος. Η Πηνελόπη Τσιλίκα αξέχαστη στον αμφίρροπο ρόλο της (υπαινικτικά ομοφυλόφιλης) Εβραίας ανακρίτριας Έντεν, ρόλο που θα μπορούσε ίσως να συνοψίσει τις πολλαπλές εκφάνσεις της εξουσίας αλλά δεν το καταφέρνει, καθώς το κείμενο εκπίπτει σε επαναληπτικές κοινοτοπίες.
Ο ταλαντούχος νέος ηθοποιός Μπάμπης Αλεφάντης στον ρόλο του Εϊτάν και η όμορφη Μελίνα Πολυζώνη στον ρόλο της Ουαχίντα αποδεικνύονται πραγματικοί ήρωες, καθώς κατορθώνουν χωρίς γελοιότητες και υπερβολές να υποστηρίξουν συγκινητικά δυο χαρακτήρες που πάσχουν σοβαρότατα από πλευράς κειμενικής δόμησης. Ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου και η Στεφανία Σαμαρά εξίσου καλοί στους μικρότερους ρόλους τους. Αποτελεσματικό και ταιριαχτό με την παράσταση το λιτό σκηνικό της Ηλένιας Δουλαδίρη είναι, ίσως, το μόνο λιτό στοιχείο αυτού του έργου. Πολύ ενδιαφέρουσα η μουσική του Πάνου Γκίνη, το ίδιο και η κινησιολογία του Αυγουστίνου Κούμουλου, ενώ είναι αναμφίβολα άξια επαίνου η σκηνοθετική δουλειά του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, που πήρε ένα μέτριο κείμενο και έφτιαξε απ’αυτό μιαν αξιοπρεπή παράσταση τριών και κάτι ωρών που, αν μη τι άλλο, χαρακτηρίζεται από την υψηλή της αισθητική και την ανάδειξη εξαιρετικών ερμηνευτικών στιγμών όλων των ηθοποιών.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
Πληροφορίες παράστασης
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος
Σκηνικά-Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Μουσική: Πάνος Γκίνης
Κίνηση: Αυγουστίνος Κούμουλος
Φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη
Βίντεο: Βασίλης Μαντζώρος
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Λούβαρη Φασόη
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου
Παίζουν: Μπάμπης Αλεφάντης, Γιώργος Ζιόβας, Άννα Μάσχα, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Δημήτρης Παπανικολάου, Οδυσσέας Πετράκης, Μελίνα Πολυζώνη, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Στεφανία Σαμαρά και Πηνελόπη Τσιλίκα.