Έρωτας, μεγαλοαστική έπαρση, τέχνη και κοινωνικός προβληματισμός: Ένα από τα πιο σκοτεινά έργα του Αμερικανού συγγραφέα ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Νέος Ακάδημος σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ. Ένα έργο με βαθιά ψυχαναλυτική δομή. Κεντρική εικόνα: © Πάτροκλος Σκαφίδας.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο θέατρο Νέος Ακάδημος είδα την έξοχη σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» του Τένεσι Ουίλιαμς, στη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου. Απόρροια μιας ψυχαναλυτικής εμπειρίας του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, το έργο αυτό αποκαλύπτει τις σπαρακτικές συνθήκες θανάτου ενός ομοφυλόφιλου ποιητή που αποκρύπτονται συστηματικά από την εμμονική, μητριαρχική μητέρα του.
Η χήρα Βάϊολετ Βέναμπλ προτίθεται να προσφέρει στον νεαρό νευροχειρουργό Κούκροβιτς (που τον αποκαλεί «Ντόκτορ Σούγκαρ») ένα γενναιόδωρο ποσόν για το ερευνητικό του έργο πάνω στη λοβοτομή, με την προϋπόθεση εκείνος να προβεί σε λοβοτομή της ανηψιάς της, ώστε να μην αποκαλυφθεί ποτέ η αλήθεια σχετικά με τον θάνατο του γιου της Σεμπάστιαν.
Η αλήθεια και το ψέμα
Το σημαντικό στο έργο είναι ότι η προσωπικότητα του ωραιοπαθούς, ομοφυλόφιλου Σεμπάστιαν διαγράφεται μέσα από τις αντικρουόμενες αφηγήσεις των άλλων. Δυο χειριστικές προσωπικότητες, η κυρία Βέναμπλ και ο εκλιπών γιος της, επί σειρά καλοκαιριών εμφανίζονται σε κοσμικά θέρετρα ως jetsetters και ως πιθανό αιμομεικτικό «ζευγάρι», θεσπίζοντας μια νοσηρή οιδιπόδεια σχέση που τους αποκόπτει από την κοινωνική πραγματικότητα και μετατρέπει τους γύρω τους σε «χρηστικά» αντικείμενα.
Πρόκειται για τη διαστροφική αντίληψη των εννοιών «αγάπη», «έρωτας», «Τέχνη για την Τέχνη», που κατ’ουσίαν αποκαλύπτει τον καλλιτεχνικό και κοινωνικό προβληματισμό του Τένεσι Ουίλιαμς, εφόσον το έργο γράφτηκε στη δεκαετία του ’50, εν μέσω μακαρθικού συντηρητισμού, οργίου λογοκρισίας, κοινωνικών διακρίσεων και ρατσισμού.
Η ενυπάρχουσα τραγική βία και η έξοχη αλληγορία με την παραλία των χελώνων και την επίθεση των πουλιών στα νησιά Γκαλάπαγκος δημιουργούν την αίσθηση ότι ο συγγραφέας σκόπιμα συμπλέκει το θρησκευτικό βίωμα με μιαν αθωότητα/αγνότητα ανάλογη με αυτήν που οδήγησε τον ευριπίδειο «Ιππόλυτο» στον σπαραγμό και με μια μοίρα σπαρασσόμενου εξιλαστήριου θύματος ανάλογη με εκείνην του Πενθέα στις ευριπίδειες «Βάκχες».
Δεν είναι τυχαία η ονομασία του εκλιπόντος: ο Άγιος Σεβαστιανός είναι γνωστό γκέι σύμβολο μαρτυρίου και αλληγορία του ποιητή που προσφέρεται ως σφάγιον στις ανθρωποφάγες ορέξεις των μαζών.
Δεν είναι τυχαία η ονομασία του εκλιπόντος: ο Άγιος Σεβαστιανός είναι γνωστό γκέι σύμβολο μαρτυρίου και αλληγορία του ποιητή που προσφέρεται ως σφάγιον στις ανθρωποφάγες ορέξεις των μαζών (βλ.επίσης τον «Γυάλινο Κόσμο» του Ουίλιαμς, το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Ουάιλντ, το «Αίμα του ποιητή» του Ζαν Κοκτώ και την εκτέλεση ανθρώπινων «σφαγίων» στις ταινίες του Παζολίνι, στη συνάρτησή τους προς την έννοια της Ιερότητας).
Λέει η Τέχνη την αλήθεια για την κοινωνία;
Το «καλοκαιρινό ποίημα» που δεν ολοκληρώνεται συνθέτει έναν ορίζοντα ανεπάρκειας και ανέμπνευστης επίδοσης στην αισθητική διερεύνηση της πραγματικότητας. Ο Τένεσι Ουίλιαμς επιχειρεί μιαν αυτοϋπονομευτική σπίλωση της αλήθειας που εμπεριέχεται στην Τέχνη, εξαπολύοντας μύδρους κατά του «διακοσμητικού» της χαρακτήρα, ενώ βεβαίως «αποφλοιώνει» την persona του μυστηριώδους Σεμπάστιαν σε ένα σύνολο από παθολογικά σημαινόμενα. To έργο είναι τόσο αποτρόπαιο όσο και βαθυστόχαστο, γιατί δεν αφήνει την αλήθεια των μαζών απέξω, αντιθέτως την εγκλείει και της δίνει τον ρόλο του ενάγοντος και του τιμωρού.
Σαν χρυσό κλουβί, η ésthète ρηχότητα και η μεγαλοαστική έπαρση μάνας και γιου έχουν δημιουργήσει έναν εφιαλτικό κλοιό γεμάτο αποκρύψεις και ενοχές, που πλέκεται γύρω τους σαν θανατερός ιστός. Υπό την οπτική γωνία της μητέρας, η μαρτυρία της ανηψιάς εμφανίζεται ως «χυδαίο παραλήρημα» που αμαυρώνει την ποιητική αχλή της προσωπικότητας του Σεμπάστιαν.
Έτσι, η αντιπαράθεση (σε δικανικό επίπεδο) αλήθειας και ψεύδους καθίσταται κεντρικό ζήτημα στον προβληματισμό του συγγραφέα: η αλήθεια, για τον Τένεσι Ουίλιαμς, δεν ανιχνεύεται ούτε με τη χρήση του «ορού της αλήθειας», αλλά παραμένει «στον πάτο ενός πηγαδιού που δεν έχει πάτο». Όλα όσα τεκταίνονται στην Καμπέθα ντε Λόμπο δεν πείθουν για την αληθοφάνειά τους και παραμένουν αμιγώς αλληγορικά, εφόσον το έργο επιχειρεί μια δριμεία κοινωνική κριτική χρησιμοποιώντας τα μελανότερα χρώματα.
Ψυχαναλυτική δομή του έργου
Στην πλοκή παρεισφρέουν στοιχεία ψυχαναλυτικά τεκμηριωμένα, όπως οι θρύλοι που αφορούν τελετές κανιβαλισμού (βλ. την αναφορά στο σαρκοβόρο φυτό Venus Fly Trap) και άπτονται της έννοιας του εξιλαστηρίου θύματος, η ψυχοσεξουαλική φρίκη που απορρέει από τις εμπειρίες «ψωνιστηριού» των γκέι της εποχής, ο υπαινιγμός για την «απάτη» της θιβετιανής θρησκείας, οι μνήμες από τη σχιζοφρένεια της αδελφής του Τένεσι Ουίλιαμς, η σαφής πρόθεση αποκήρυξης του υλισμού και, κυρίως, η συγκεκαλυμμένη ενοχή που προκύπτει από τη μη ομολογημένη ομοφυλοφιλία.
Η αναφορά στο βενετσιάνικο Lido ή στο ξενοδοχείο Ritz του Παρισιού, στο Αμάλφι και εν γένει στα εξιδανικευμένα μεσογειακά θέρετρα αναζητά τις ρίζες της στο έργο του Τόμας Μαν.
Η αναφορά στο βενετσιάνικο Lido ή στο ξενοδοχείο Ritz του Παρισιού, στο Αμάλφι και εν γένει στα εξιδανικευμένα μεσογειακά θέρετρα αναζητά τις ρίζες της στο έργο του Τόμας Μαν.
Τα κεφαλαιώδη ζητήματα ηθικής που πραγματεύεται το «Ξαφνικά, πέρυσι το καλοκαίρι» αφορούν τόσο την ιδιοτέλεια στις ανθρώπινες σχέσεις όσο και τον προβληματισμό του δημιουργού σχετικά με την ταξική ανισότητα. Η θρησκευτική προβληματική του Ουίλιαμς προεικονίζει το υπαρξιακό δράμα «Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Η εικονοποιία που αποδίδει το ανδρικό ομοφυλόφιλο σεξ είναι τόσο ενοχλητική ώστε μπορεί κανείς να μιλήσει για εσωτερικό διχασμό. Ο «δανδής» Σεμπάστιαν του έργου απεικονίζει τη χειρότερη δυνατή εκδοχή της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, ως αθεράπευτης ναρκισσιστικής καθήλωσης, ως σεξουαλικής εκμετάλλευσης της ανθρώπινης «λείας» και ως υποβόσκουσα παιδοφιλία, που βρίσκουν τη δίκαιη τιμωρία τους σε κάποιο είδος «Θείας Δίκης»: όλο αυτό το σχήμα, όμως, μετατοπισμένο στο ψυχαναλυτικό επίπεδο.
Η τερατώδης Βάϊολετ Βέναμπλ αρνείται κατηγορηματικά την αλήθεια, γιατί αυτή αντίκειται στην τεχνητή κοσμιότητα του σκηνικού που έχει στήσει: «Ξερριζώστε αυτή τη φρικτή ιστορία από το μυαλό της!» είναι η τελική κραυγή της, που συνοψίζει και την ουσία του έργου.
Η παράσταση
Η κυρία Μελεμέ μιλά για μιαν ακόμη φορά για τη βία μέσα από ένα κεφαλαιώδες κοινωνικό ταμπού. Εμπιστεύεται τον ρόλο της διαταραγμένης, χειριστικής μητέρας στη Φιλαρέτη Κομνηνού, που τη βγάζει ασπροπρόσωπη, με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.
Η νευρολογική αστάθειά της είναι υπόρρητη, χαμηλών τόνων, υποβλητική. Στον ρόλο του γιατρού Κούκροβιτς ο Δημήτρης Τσίκλης διατηρεί μιαν ήρεμη ισορροπία ως νέος, ωραίος και ελκυστικός γιατρός που κατά βάσιν προσφέρει στην Βάϊολετ Βέναμπλ ένα υποκατάστατο του απολεσθέντος γιου.
Η Αναστασία Παντούση ερμηνεύει με μεγάλη ευαισθησία τον δύσκολο ρόλο της νευρωτικής, ερωτομανούς (αλλά ειλικρινούς) Κάθριν, με την έξοχη πλαισίωση της Λίλλυς Μελεμέ στον ρόλο της αφελούς (αλλά και ιδιοτελούς) κυρίας Χόλυ και του Πάρη Λεόντιου στον ρόλο του δουλοπρεπούς γιου της Τζορτζ. Ο βιασμός της νεαρής Κάθριν ως αφήγηση έρχεται να προστεθεί στον «ενοχοποιητικό» χαρακτήρα της αποκάλυψης της αληθινής ιστορίας και το «δάσος με τις βελανιδιές» στο κείμενο δεν είναι παρά μια περιπλάνηση στην αναζήτηση της ενηλικίωσης που παραμένει κατ’ουσίαν τραυματική και βίαιη.
Το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά αναπαριστά σχηματικά τον «θρόνο» της κυρίας Βέναμπλ μέσα σε θερμοκήπιο με δηλητηριώδη φυτά.
Το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά αναπαριστά σχηματικά τον «θρόνο» της κυρίας Βέναμπλ μέσα σε θερμοκήπιο με δηλητηριώδη φυτά. Είναι ο υπαινιγμός μιας μίνι τροπικής ζούγκλας, μια υπόμνηση της Εδέμ, με κρεμασμένους dream-catchers, στο «πίσω μέρος» ενός βικτοριανού αρχοντικού της Νέας Ορλεάνης του 1937: πρόκειται για ένα σκηνικό πολυτροπικό, που κινείται κυκλικά στις στιγμές της αφηγηματικής κορύφωσης παράγοντας σκηνικό ίλιγγο και γκόθικ ατμόσφαιρα.
Αυτό, σε συνδυασμό με τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου και τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, επιτρέπει την εντρύφηση που ταιριάζει στην τόσο μελετημένη αυτήν σκηνοθεσία ενός έργου που διακρίνεται για τον βάναυσο λυρισμό του. Πρόκειται για μια παράσταση σημαντική που όλοι πρέπει να δουν.
Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι
Συγγραφέας: Τένεσι Ουίλιαμς
Σκηνοθεσία: Λίλλυ Μελεμέ
Πρωταγωνιστούν: Φ. Κομνηνού, Αντ. Παντούση, Δ. Τσίκλης, Λ. Μελεμέ, Π. Λεόντιος.
⌖ Θέατρο: Νέος Ακάδημος
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.