
Για την παράσταση «Ο γλάρος» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Διαμαντή στο Θέατρο Σημείο και την παράσταση «Πλατόνοφ» σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη στο Νέο Θέατρο Θησείον. Κεντρική εικόνα: Από την παράσταση «Ο γλάρος». Φωτογραφία © Σταύρος Χαμπάκης.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
O Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ, ο συγγραφέας που συγκέρασε «το βαθύ με το ρηχό, το μεγαλοπρεπές με το μηδαμινό, το τραγικό με το γελοίο», απασχολεί για μιαν ακόμη φορά τις αθηναϊκές σκηνές, καθώς νέοι και ταλαντούχοι σκηνοθέτες διαβάζουν τις γραμμές των έργων του με την απόλυτα προσωπική τους ματιά.
Οι παράφοροι έρωτες που αναθυμάται η Αρκάντινα στον «Γλάρο» φαίνεται να έχουν προσχεδιαστεί στο νεανικό έργο του που σώθηκε υπό την επωνυμία «Πλατόνοφ».
✾
«Ο γλάρος» του Άντον Τσέχοφ
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Διαμαντής
Παίζουν: Ιωάννα Μακρή, Δημήτρης Μανδρινός, Μανταλένα Καραβάτου, Βαγγέλης Ρόκκος, Περικλής Μοσχολιδάκης, Δανάη Παπουτσή.
⌖ Θέατρο Σημείο
Με την παράστασή του στο Θέατρο Σημείο, ο Αλέξανδρος Διαμαντής κάνει μιαν ιδιότυπη προσέγγιση του «Γλάρου» – τονίζει τον σαρκασμό που διέπει αυτό το κλασικό έργο, που έκανε πρεμιέρα το 1896 και αρχικά σημείωσε αποτυχία.
Ένα βαθυστόχαστο σκηνικό δημιούργημα που αναδείχθηκε μέσα από τον ψυχολογικό ρεαλισμό του Στανισλάβσκι και που διακρίνεται για την επίμεικτη διάθεσή του: τον θαυμασμό για την ανθρώπινη φύση, από τη μια, και την απέχθεια για τη νοσηρή κοινωνική ταυτότητα του ανθρώπου, από την άλλη, σε μια Ρωσία όπου οι ανθρώπινες σχέσεις αποσυντίθενται και προσδοκούν το σπέρμα μιας νέας εκκίνησης.
Το κείμενο εμπλουτίζει οργανικά με αποσπάσματα από τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Εκκλησιαστή και τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε.
Ο κύριος Διαμαντής εστιάζει στην αγωνιστική σήμανση κάποιων λόγων του Τσέχοφ, ενώ εμπλουτίζει οργανικά το κείμενο με αποσπάσματα από τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Εκκλησιαστή και τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε.
Διαστάσεις μυθικού ήρωα
Μέσα από τις αντιξοότητες της ζωής τους, οι ήρωες του «Γλάρου» προσπαθούν να διασώσουν κάτι, ενώ φαντάζονται τους εαυτούς τους σε διαστάσεις μυθικού ήρωα. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνει στην πολιτικότητα, στην ιδεολογική διάσταση και στις κοινωνικές αναζητήσεις που κρύβουν οι βλέψεις τους, υπό το πρίσμα της διαρκούς ματαίωσης.
Οι απογοητευμένοι πρωταγωνιστές της δικής του εκδοχής του Τσέχοφ κινούνται ανάμεσα στις καρέκλες της σκηνής, τις επανατοποθετούν, τις μετατοπίζουν, τις συσσωρεύουν, αναρριχώνται πάνω τους σε επισφαλείς ισορροπίες, πάντως με κάθε τρόπο κινούνται κατά χορευτικό τρόπο: η κίνηση της Νικολέτας Γκριμέκη υπηρετεί απόλυτα τη σύλληψη, και το ίδιο ισχύει για τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα και για τα κοστούμια της Άσης Δημητρολοπούλου.
Συγκινητική είναι η Δανάη Παπουτσή στον ρόλο της Μάσσα, ιδιαίτερα όπως αυτή εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Το ποτό, η παραμέληση του εαυτού, η ματαιωμένη αγάπη, σε μια ερμηνεία πολύ εσωτερική που δονείται από έναν λυγμό χαρακτηριστικό της καλής αυτής ηθοποιού.
Η Ιωάννα Μακρή είναι απολύτως ταιριαστή με τον ρόλο μιας παλιάς ηθοποιού που κοιτάζει αφ’ υψηλού το σκηνικό δημιούργημα του γιου της, καθώς η σκηνική της πείρα την προικίζει με βαρύτητα και σαρκασμό πολύ χαρακτηριστικό της Αρκάντινα.
Συγκινητική είναι η Δανάη Παπουτσή στον ρόλο της Μάσσα, ιδιαίτερα όπως αυτή εξελίσσεται μέσα στον χρόνο. Το ποτό, η παραμέληση του εαυτού, η ματαιωμένη αγάπη, σε μια ερμηνεία πολύ εσωτερική που δονείται από έναν λυγμό χαρακτηριστικό της καλής αυτής ηθοποιού.
Ο ύμνος της Γ' Διεθνούς
Ο τρόπος με τον οποίο ο Τρέπλιεφ προσεγγίζει την Τέχνη δικαιολογεί την επιστράτευση του ύμνου της Γ’ Διεθνούς. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίον απαιτεί την προσοχή και εκβιάζει τα συναισθήματα των άλλων προδίδει κάποια στοιχεία αυταρχισμού: ο Δημήτρης Μανδρινός ακολουθεί μια μανιέρα που απαρεγκλίτως θα τον οδηγήσει σε ισχυρή απόδοση του χαρακτήρα που υποδύεται, με τον κίνδυνο όμως να ολισθήσει σε κάποιες κινησιολογικές υπερβολές. Η Νίνα της Μανταλένας Καραβάτου είναι αρκούντως τραγική, ακολουθεί τα χνάρια μεγάλων ερμηνειών και θα ανακινήσει, σίγουρα, πολλές συζητήσεις.
Ο Βαγγέλης Ρόκκος ως Τριγκόριν κρατά, κατά τη γνώμη μου, τα ερμηνευτικά σκήπτρα της παράστασης: η απόλυτα ισορροπημένη, ελεγχόμενη φωνή του, η παραμικρή του κίνηση, το ανεπαίσθητο χαμόγελό του, ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο παρακολουθεί τα τεκταινόμενα όταν βρίσκεται εκτός δράσης, όλα προδίδουν τη θεαματική εξέλιξή του ως ηθοποιού τα τελευταία χρόνια.
Ο Περικλής Μοσχολιδάκης έχει την απαιτούμενη συγκρότηση ως ηθοποιός για να επιβάλει τον εαυτό του επί σκηνής, προσδίδοντας ένα αμιγώς τσεχοφικό «άγγιγμα» στον ρόλο του. Ο Βαγγέλης Ρόκκος ως Τριγκόριν κρατά, κατά τη γνώμη μου, τα ερμηνευτικά σκήπτρα της παράστασης: η απόλυτα ισορροπημένη, ελεγχόμενη φωνή του, η παραμικρή του κίνηση, το ανεπαίσθητο χαμόγελό του, ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο παρακολουθεί τα τεκταινόμενα όταν βρίσκεται εκτός δράσης, όλα προδίδουν τη θεαματική εξέλιξή του ως ηθοποιού τα τελευταία χρόνια.
Ο ιδιαίτερα καλλιεργημένος, βαθύτατα προβληματιζόμενος και με τεράστια θεατρική σκευή Αλέξανδρος Διαμαντής έχει σπουδάσει Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και έχει κάνει μεταπτυχιακό στις Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πέρα από τον «Γλάρο», έχει στο ιστορικό του πέντε ακόμη σκηνοθετικές δημιουργίες: τον «Ντον Ζουάν» (2021), τον «Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο» (2020), τον «Κοριολανό» (2017) και τον «Βέρθερο» (2016). Επειδή πρόκειται για μια πολύπλευρη προσωπικότητα, δεν πρέπει να παραλειφθεί εδώ και η περσινή του εμφάνιση στον χώρο της πεζογραφίας (Ας φύγουμε λοιπόν, εκδ. Καστανιώτη).
Πλατόνοφ του Άντον Τσέχοφ
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη
Παίζουν: Νίκη Βακάλη, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Στέλιος Θεοδώρου, Κωστής Καλλιβρετάκης, Κλεοπάτρα Μάρκου, Κατερίνα Νταλιάνη, Ντίνος Ποντικόπουλος, Αντώνης Χρήστου.
⌖ Nέο Θέατρο Θησείον
Το μακροσκελές πρωτόλειο έργο του Τσέχοφ «Πλατόνοφ» (1923) ανεβάζει η Δανάη Σπηλιώτη στο Νέο Θέατρο Θησείον, σε μια δραματουργική επεξεργασία που τιθασεύει το τεράστιο σε έκταση αυτό έργο σε μια «σφιχτή» παράσταση δύο ωρών.
Καλοκαιρινή συνάθροιση στο κτήμα της χήρας Άννας Πετρόβνα. Σκηνικό καταρρέοντος πλούτου και ρομαντικό κλίμα με μουσικά όργανα και έναν εσμό επίπλων διαφορετικών στιλ. Γεμάτοι απωθημένα, κάποιοι καλεσμένοι περιμένουν την άφιξη του Πλατόνοφ: οι ίδιες προθέσεις χαρακτηρολογίας όλης της δραματουργικής παραγωγής του Τσέχοφ που θ’ ακολουθήσει.
Έργο αργής ρυθμικής
Ένα έργο αργής ρυθμικής, όπου τα τεκταινόμενα προσλαμβάνουν συμβολικές διαστάσεις και όπου τα πρόσωπα συνθέτουν παλίμψηστο της φεουδαρχικής ρωσικής κοινωνίας που αποσυντίθεται, ακριβώς όπως και στον «Βυσσινόκηπο».
Κακοδιαχείριση, αδράνεια, αμετροέπεια και τυχοδιωκτισμός, αυτά είναι τα κύρια γνωρίσματα των ηρώων του «Πλατόνοφ», δοσμένα υπό ανθρωπολογικό πρίσμα και με μεγάλη κατανόηση από τον νεαρό Τσέχοφ. Η γκάμα των διαθέσεων κυμαίνεται από υπεροψία, ρομαντική ενατένιση, ανεδαφικότητα και νοσταλγία έως χαμέρπεια, δολιότητα και σαρκασμό.
Ο Πλατόνοφ είναι ένας άπληστος δάσκαλος. Μια δονζουανική φυσιογνωμία γεμάτη αλαζονεία και κυνισμό.
Επικρατούν, όμως, το ανεκπλήρωτο των ερώτων, καθώς και μια διάθεση spleen, έντονης πλήξης και μια έντονη τάση φυγής από την πραγματικότητα, που χαρακτηρίζουν κυρίως τον ίδιο τον Πλατόνοφ: ο άπληστος αυτός δάσκαλος, δονζουανική φυσιογνωμία γεμάτη αλαζονεία και κυνισμό, γίνεται ηθμός για ν’αποκαλυφθούν οι ψυχικές αναπηρίες όλων των γύρω του.
Καθρέφτης της ανεπάρκειας
Γίνεται καθρέφτης της ανεπάρκειας των τάχατες ερωτευμένων γυναικών, των προδοτικών ανδρών, των ηττοπαθών μικροαστών, των ψοφοδεών, μποέμ καιροσκόπων, τα πορτραίτα των οποίων παρουσιάζονται σατιρικά, χωρίς αυτό να τα στερεί από την τραγικότητά τους.
Ο Κωστής Καλλιβρετάκης κάνει μιαν ιδιότυπη προσέγγιση του ρόλου του Πλατόνοφ που αντιστοιχεί προς αυτό που έχει ο θεατής στο μυαλό του, όμως σε κάποιες στιγμές περνά σε μια «καρικατουρίστικη» υπερβολή: δεν αποκλείω αυτό να εμπίπτει στις προθέσεις της σκηνοθέτιδος, ωστόσο υπονομεύει, κατά την άποψή μου, το κατά βάσιν μελαγχολικό προφίλ αυτού του «ψευδοφιλόσοφου», που προοιωνίζεται τον Τριγκόριν του «Γλάρου».
Ξεχωρίζει σαφώς ο Ντίνος Ποντικόπουλος στον ρόλο του κερδοσκόπου Πορφίρι: μια ερμηνεία διαποτισμένη από αυτοσαρκασμό και θλίψη, πολύ σαρκαστική στη σκηνή της αναπόλησης άλλων εποχών.
Νεανικές, δυναμικές οι παρουσίες του Στέλιου Θεοδώρου και της Κλεοπάτρας Μάρκου στην εναρκτήρια σκηνή του σκακιού του κυνικού νεαρού γιατρού με την Άννα Πέτροβνα. Η Κλεοπάτρα Μάρκου έχει βαθύτατα μελετήσει τον ρόλο της –που είναι ρόλος ντίβας του θεάτρου, εφόσον το έργο έχει οικοδομηθεί γύρω από αυτήν– της λείπει όμως η εσωτερικότητα. Αντίθετα, ξεχωρίζει σαφώς ο Ντίνος Ποντικόπουλος στον ρόλο του κερδοσκόπου Πορφίρι: μια ερμηνεία διαποτισμένη από αυτοσαρκασμό και θλίψη, πολύ σαρκαστική στη σκηνή της αναπόλησης άλλων εποχών.
Κορυφαία εμφάνιση
Κορυφαία η εμφάνιση του Αντώνη Χρήστου στον ρόλο του Σεργκέι, ιδιαίτερα στη σκηνή με την κουβέρτα και στη σκηνή όπου εκλιπαρεί τον Πλατόνοφ «να του αφήσει» την αποπλανημένη σύζυγό του. Επίσης, εξαιρετική ως Μαρία Γεφίμοβνα είναι η Κατερίνα Νταλιάνη: η δική της ερμηνεία της εύθικτης, υστερικής προσωπικότητας μιας νεαρής φοιτήτριας που έχει υποστεί σεξιστική προσβολή (ίσως υπαινιγμός για τα όσα επικαιροποιούνται στις μέρες μας) βγαίνει απευθείας από τα κιτάπια του Τσέχοφ. Το ίδιο υποστηρίζω για τη Σάσα της Νίκης Βακάλη και για τη Σοφία της Νικόλ Δημητρακοπούλου.
Η μετάφραση του Κώστα Θεοφάνους επιτρέπει την επικαιροποίηση ενός κλασικού κειμένου, χωρίς να υποπίπτει σε σφάλματα εκχυδαϊσμού.
Η μετάφραση του Κώστα Θεοφάνους επιτρέπει την επικαιροποίηση ενός κλασικού κειμένου, χωρίς να υποπίπτει σε σφάλματα εκχυδαϊσμού. Ο Δημήτρης Χατζηζήσης, ενεργός μουσικός επί σκηνής, αθροίζεται τελικά στους χαρακτήρες της παράστασης της κυρίας Σπηλιώτη, ενώ ο σκηνικός χώρος (Ελένη Χαḯνη), όπως έχει διαμορφωθεί σε μήκος, επιτρέπει πολλά επίπεδα και αφήνει τους ηθοποιούς διαρκώς επί σκηνής, ακόμη και όταν προς στιγμήν αποσύρονται: το αποτέλεσμα είναι μια αίσθηση «μοιράσματος» κάποιων κοινών συναισθημάτων που συνδέουν όλους τους παρευρισκόμενους σ’ αυτό το είδος αποσυντιθέμενου «συμποσίου». Όσο για τη χρονικότητα της παράστασης, αυτή επιμηκύνεται και σκοπίμως είναι ασύμπτωτη με τη διάρκεια μιας βραδιάς.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.