Οι κλασικές τραγωδίες «Τρωάδες», «Μήδεια» και «Εκάβη» του Ευριπίδη και η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, παρουσιάστηκαν φέτος στα φθινοπωρινά θέατρα της Αθήνας. Στη κεντρική εικόνα, η Ρούλα Πατεράκη από την παράσταση «Τρωάδες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη (© Mike Rafail).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Τέσσερις μεγάλες πρωταγωνίστριες (η Ρούλα Πατεράκη ως Εκάβη στις «Τρωάδες», σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, η Μαρία Κίτσου ως «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη, η Λένα Παπαληγούρα ως σοφόκλεια «Ηλέκτρα», σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ και η Ελένη Κοκκίδου ως «Εκάβη», σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη) σε τέσσερις κλασικές τραγωδίες φέτος, εκ των οποίων οι τρεις είναι του Ευριπίδη. Δεν είναι τόσο ότι ο Ευριπίδης έχει την τιμητική του, όσο το γεγονός ότι σώζονται σαφώς περισσότερες δικές του τραγωδίες και ότι οι σκηνοθέτες πάντα τον προσεγγίζουν ως πρόδρομο του σύγχρονου, ψυχολογικού θεάτρου. Επίσης, το γεγονός ότι οι «Τρωάδες» και η «Εκάβη» συνιστούν υπόμνηση της αποτρόπαιας σκηνής του πολέμου, όπως τον βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Από τις τέσσερις παραστάσεις που είδα στα φθινοπωρινά θέατρα της Αθήνας θα προέκρινα χωρίς δισταγμό την παράσταση της «Μήδειας» από τη Λέα Μαλένη και την αντίστοιχη ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου.
1. Ευριπίδη Τρωάδες του Χρήστου Σουγάρη
Η μετάφραση του Θοδωρή Στεφανόπουλου είναι η καλύτερη δυνατή, όμως η ανάγνωση των «Τρωάδων» του Ευριπίδη από τον Χρήστο Σουγάρη παραμένει μια ανάγνωση εγκεφαλική, που ως κεντρικό άξονα έχει τη στιγμή όπου οι Τρωάδες συνειδητοποιούν το τέλος της πόλης τους και ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για το άγνωστο. Επίσης, ως θεματική της έχει το ανελέητο κατηγορώ του γυναικείου γένους κατά του ανδρικού μιλιταρισμού. Το σκηνικό με τις βαλίτσες, τα ασιατικά-φρυγικής αισθητικής, περίτεχνα κοστούμια του Χορού από την Ελένη Μανωλοπούλου και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συχνά αναδεικνύουν το κοίλον με τους θεατές και υπηρετούν θαυμάσια ένα σύγχρονο, άχρονο ανέβασμα της δύσκολης αυτής τραγωδίας, που παριστά τη μυθική επιβίωση ενός αρχαιότατου κόσμου ως αντίληψη πρωτογονισμού και αγριότητας.
Οι «Τρωάδες», κατεξοχήν πολιτικό έργο, διδάχθηκαν το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια, ως μέρος της τρωϊκής τριλογίας «Αλέξανδρος»/«Παλαμήδης»/«Τρωάδες», που στηλιτεύει την απανθρωπιά του πολέμου «κατεβάζοντας» σε ανθρώπινη κλίμακα το πάθος: «Μωρός όποιος ρημάζει πόλεις και ναούς και τάφους, τα ιερά των νεκρών. Πρώτα ερημώνει εκείνα και ύστερα βουλιάζει ο ίδιος», δηλώνει ο ίδιος ο Ποσειδώνας, στην αρχική σκηνή της συνάντησης των θεοτήτων. Έτσι κι αλλιώς αυτή η τραγωδία (όπως εύστοχα παρατήρησε ο Murray) «αρχίζει με Θεοφάνεια και δεν έχει πουθενά Αναγνώρισιν». Ο σκηνοθέτης κατακερματίζει την «επιφάνεια» της θεάς Αθηνάς σε δώδεκα γυναίκες του Χορού που παραπέμπουν στον Magritte, και αυτή η εικόνα είναι από τις ισχυρότερες και πιο δραστικές των «Τρωάδων» του. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος ως Ποσειδών έχει τον δύσκολο ρόλο ενός αφηγητή που φέρει τα γνωρίσματα του θνητού. Και σ’αυτό το επίπεδο είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός, γιατί ακολουθεί μια νηφάλια ερμηνευτική γραμμή – αντίστοιχης δε νηφαλιότητας είναι και η ερμηνεία του Δημήτρη Πιατά, που μας δίνει έναν Ταλθύβιο καθημερινό και οικείο, και όχι αυτό το «απέχθημα βροτών» (σίχαμα ανάμεσα στους ανθρώπους) που θέλει ο Ευριπίδης να είναι ο δούλος των κρατούντων.
Από το σύνολο των εικονοκλαστικών στιγμών του ευριπίδειου έργου ο κύριος Σουγάρης επιλέγει να αναδείξει τον οργιαστικό, θεοσεβούμενο, καθαρά γυναικείο πολιτισμό: οι γυναίκες είναι θύματα του πολέμου και βιώνουν στο πετσί τους την απόλυτη αδικία. Και το κάνει αυτό χωρίς να επιχειρεί βεβιασμένα να επικαιροποιήσει ένα κείμενο το οποίο, ούτως ή άλλως, προκαλεί σύγχρονους συνειρμούς. Η κίνηση του Χορού από τον Ερμή Μαλκότση είναι δυναμική, τα σύνολα λειτουργούν εξπρεσιονιστικά στις δραματικές εξάρσεις πλαισιώνοντας τον εκάστοτε κυρίαρχο γυναικείο χαρακτήρα, συμπαθητική δε είναι και η μουσική σύνθεση του Στέφανου Κορκολή – ωστόσο, οι μεμονωμένες εκφωνήσεις από τα μέλη του Χορού (Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα) συνθέτουν ένα μάλλον πληκτικό ηχητικό τοπίο. Στη θέση των «στυγνών» παιάνων, των «εύφθογγων σειρήνων» και των πολεμικών αυλών, η παράσταση εστιάζει στο σιωπηρό πένθος της Πρώτης των Τρωαδιτισσών γυναικών, που αναπολεί τη χαμένη της ελευθερία και την απολεσθείσα πολιτιστική της ταυτότητα.
Υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Χρήστου Σουγάρη, η Ρούλα Πατεράκη ελέγχει, φυσικά, απόλυτα την persona της μητριαρχικής Εκάβης, καλύπτοντας όλη τη γκάμα των συναισθημάτων που είναι η ανείπωτη θλίψη και το απροσμέτρητο πένθος, η παραίτηση, ο θυμός, καθώς και η δικανική ανωτερότητα στην αναμέτρησή της με την Ελένη, η γυναικεία υπόσταση που διαμαρτύρεται: δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αναφερόμαστε σε μια μεγάλη τραγωδό – όλως περιέργως, όμως, το πρόσωπό της είναι παγωμένο σαν μάσκα θεατρική και δεν ακολουθεί τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της φωνής της: δεν αποκλείω αυτή να είναι μια επιλογή, πάντως δεν αποτελεί επιλογή του σκηνοθέτη διότι δεν συμβαίνει το ίδιο με τις γυναίκες του Χορού, ούτε με την Κασσάνδρα (κυρία Διακοπαναγιώτη) και την Ανδρομάχη της παράστασης (κυρία Τσάρη): τα πρόσωπα των υπόλοιπων γυναικείων χαρακτήρων συσπώνται και αποδίδουν νατουραλιστικά το τραγικό πάθος. Η Μαρίζα Τσάρη δίνει ένα μέτρο κλασικής ερμηνείας, ιδιαίτερα συγκινητικής, στον ρόλο της Ανδρομάχης που χάνει το παιδί της μέσα από τα χέρια της: περιττό, βεβαίως, να σχολιασθεί ότι η ανθρωποθυσία του αθώου, ανήλικου Αστυάνακτα είναι μια από τις φρικτότερες σκηνές του παγκόσμιου θεάτρου.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως Κασσάνδρα (με ηθικό αυτουργό της εκβακχεύσεώς της τον Απόλλωνα) φεύγει από το σκηνοθετικό πλαίσιο ιδιαίτερα αισθητά. Η «ένθεη» μανία της «καλλιπέπλου» κυρίας Διακοπαναγιώτου είναι μάλλον δηλωτική του προσωπικού της ερμηνευτικού στυλ παρά της κυρίαρχης σκηνοθετικής γραμμής (προσωπικά τη θαυμάζω πολύ, οπότε αδυνατώ να είμαι αντικειμενικός κριτής της). Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μενέλαος) και η Κλειώ-Δανάη Οθωναίου (Ελένη) απλώς απαγγέλλουν τους ρόλους τους, πιθανότατα κατά την εντολή του σκηνοθέτη: το «πινδάρειον έρνος» που είναι η Ελένη, υπαίτια για όλες τις δυστυχίες Ελλήνων και Τρώων, δεν αποδίδεται σε αυτήν την παράσταση, παρά την αισθησιακή νηφαλιότητα με την οποία ερμηνεύει η κυρία Οθωναίου. Όμως, θα ήταν αδικία να μην αποδοθούν ευθύνες στον μεγάλο τραγωδό: έτσι κι αλλιώς, οι δικανικής υφής σκηνές στις «Τρωάδες» και στην «Εκάβη» είναι ατυχείς συγγραφικές στιγμές του Ευριπίδη, που αποκλίνουν τελείως ως προς το ύφος από το υπόλοιπο σώμα της τραγωδίας και φυσικά δεν μπορούν να παρασταθούν κατά νατουραλιστικό τρόπο. Αξιομνημόνευτο σκηνογραφικό στοιχείο είναι ο τηλεφωνικός θάλαμος, ως «πλαίσιο» του άφατου πένθους και της κραυγής που δεν μπορεί να ακουστεί.
Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Σκηνικά – Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Στέφανος Κορκολής
Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δανάη Πανά
Οργάνωση παραγωγής: Marleen Verschuuren
Βοηθός σκηνοθέτη (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Αλέξανδρος Μαυρουδόπουλος
Ρούλα Πατεράκη (Εκάβη)
Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Αθηνά, Ελένη)
Δημήτρης Πιατάς (Ταλθύβιος)
Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μενέλαος)
Μαρίζα Τσάρη (Ανδρομάχη)
Μαρία Διακοπαναγιώτου (Κασσάνδρα)
Αντώνης Καφετζόπουλος (Ποσειδώνας)
Μελίνα Αποστολίδου (Αθηνά)
Λουκία Βασιλείου (Αθηνά, Ελένη)
Μομώ Βλάχου (Αθηνά)
Χαρά Γιώτα (Αθηνά)
Ηλέκτρα Γωνιάδου (Αθηνά)
Χριστίνα Μπακαστάθη (Αθηνά)
Μπέττυ Νικολέση (Αθηνά)
Πολυξένη Σπυροπούλου (Αθηνά)
Βιργινία Ταμπαροπούλου (Αθηνά)
Θεοφανώ Τζαλαβρά (Αθηνά)
Μάρα Τσικάρα (Αθηνά)
Έκτακτη αντικατάσταση: Γιάννης Χαρίσης
Γυναίκες: Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά, Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα
Άντρας: Χριστόφορος Μαριάδης
2. Ευριπίδη Μήδεια, της Λέας Μαλένη
Στη «Μήδεια» του Ευριπίδη η βασική πληροφορία που εξαρχής απευθύνεται στο κοίλον του θεάτρου είναι πως ο Ιάσονας υπήρξε μεν ο «άνδρας» της Μήδειας, τώρα όμως είναι, πλέον, ο «σύζυγος» της Γλαύκης: αυτό είναι το έναυσμα για να γραφεί ένας από τους σπουδαιότερους θεατρικούς χαρακτήρες όλων των εποχών, σ’ ένα έργο τη δραματική κορύφωση του οποίου είναι δύσκολο να τη φτάσει οποιοδήποτε άλλο, τόσο της κλασικής εποχής, όσο και όλων των άλλων εποχών. Η εξαιρετική ηθοποιός Μαρία Κίτσου έχει στη διάθεσή της την άρτια νεοελληνική μετάφραση του Μίνω Βολανάκη και κατευθύνεται από το στιβαρό σκηνοθετικό χέρι της Λέας Μαλένη. Η βαρβαρότητα της Μήδειας είναι αδιαμφισβήτητη. Η ζωϊκή ενέργεια που αναδίδει η Μαρία Κίτσου είναι απόλυτα ταιριαχτή με το σκηνικό (που θα μπορούσε να εκληφθεί ως «κουκούλι», ως σπήλαιο/φωλιά, ως κρατήρας ηφαιστείου ή ως μήτρα που κάτι εγκυμονεί). Η Μήδεια της Μαλένη έχει ωμό κι ανεπεξέργαστο ψυχισμό, δεν είναι μια διαταραγμένη προσωπικότητα αλλά μια διφυής αρχετυπική φιγούρα με «δέργμα λεαίνης» που έχει γυρίσει «τα μέσα έξω» (πράγμα που τονίζεται και με τη διαρκή της τάση να «εμέσσει» τα λόγια της).
Δίπλα στην κυρία Κίτσου, ο Φάνης Μουρατίδης αξιοποιεί την ευκαιρία για να δώσει έναν Ιάσονα αλαζόνα, που αγνοεί τις ανατροπές της τύχης και που, ενώ θεωρεί ότι ελέγχει τις γυναίκες, κατ’ουσίαν είναι έρμαιό τους. Ο Λαέρτης Μαλκότσης εμφανίζεται δυναμικά ως Κρέων, ενώ ο Αιγέας του Βασίλη Αλεξανδρή είναι ικανοποιητικός. Η μοναδική περίπτωση ερμηνείας που με προβλημάτισε (κυρίως λόγω της ιδιότυπης εκφοράς του λόγου του) ήταν αυτή του Αλμπέρτου Φάις ως Εξάγγελου. Άξιες επαίνου είναι οι γυναίκες του Χορού (Αλίκη Αβδελοπούλου, Στέλλα Ράπτη, Έλενα Χατζηαυξέντη, Μυρτώ Παπά-Αργυροπούλου, Γωγώ Παπαϊωάννου και Μυρτώ Καστρινάκη-Μεϊτάνη), όμως η τόσο αξιόλογη μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη υφολογικά αποκλίνει του ύφους της παράστασης και παραπέμπει σε ορατόριο. Η κινητική διδασκαλία της Φρόσως Κορρού είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική από τη μέση της παράστασης κι έπειτα, ενώ στο πρώτο ήμισυ ο Χορός παραμένει μάλλον αμέτοχος στα τεκταινόμενα.
Μετά το ρεσιτάλ της Μαρίας Κίτσου, κατά σειράν προκρίνω την ερμηνεία του Θοδωρή Κατσαφάδου, που στέκει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Ο πρόλογος του έργου παραδίδεται από την Τροφό, που την ενσαρκώνει, ηθογραφικά μεν, αλλά απόλυτα πειστικά η Ελένη Καστάνη. Είναι προφανές ότι η σκηνοθέτις έχει κάνει σαφέστατη αξιολόγηση των στόχων της παράστασής της, και αυτό φαίνεται σε όλες τις λεπτομέρειες. Εύστοχη σημειολογικά η επιλογή της αμφίεσης των γυναικών του χορού, που φέρουν διαρκώς σε μάρσιπο ένα ομοίωμα βρέφους. Το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου και τα κοστούμια της Kλαίρ Μπρέισγουελ υπηρετούν την καθαρά συμβολική προοπτική στην οποία κατατείνει η παράσταση. Πολύ λειτουργικές οι σανίδες του σκηνικού, που λειτουργούν ως διάδρομος διέλευσης των αρσενικών (κυρίαρχων) χαρακτήρων πάνω από την ελώδη φύση του εδάφους.
Η εξαιρετική σκηνοθέτις Λέα Μαλένη είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, του Πανεπιστημίου Queen Margaret (BA, Performing Arts) και του Goldsmiths College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου(MA,Directing). Στο ενεργητικό της έχει τον Αγαμέμνονα, το On/Off (Life Cuts), τον Δολοφόνο του Λάιου, το Ποιος Σκότωσε τον Σκύλο τα Μεσάνυχτα και τα Κοράκια του Θ.Ο.Κ., την Πολύχρωμη Ιστορία της Φρίντα Κ., Το Μικρό Πόνυ, το Τhe (M)adam’s Family, το Τέσσερις Συν Μία Εποχές, το Ορλάντο και το Witsplit της ομάδας Persona, τις παραστάσεις Μόνα και Τραγούδια μιας Ζωής των Ledra Music Soloists, το Evelyn Evelyn των Paravan-Ζαχαρίου-Κουφτερού, το Happy Days του Nowy Teatr της Πολωνίας και το Ου φονεύσεις του Εθνικού. Το 2020, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, δημιούργησε την άτυπη πλατφόρμα «Artists of Cyprus» και διεκδίκησε την οικονομική στήριξη των πολιτιστικών φορέων και την κατοχύρωση της αξίας των κυπρίων καλλιτεχνών.
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία: Λέα Μαλένη
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Kλαιρ Μπρέισγουελ
Κίνηση: Φρόσω Κορρού
Σχεδιασμός Φωτισμού: Νίκος Σωτηρόπουλος
Μουσική Διδασκαλία: Χρίστος Θεοδώρου
ΜΗΔΕΙΑ: Μαρία Κίτσου
ΙΑΣΟΝΑΣ: Φάνης Μουρατίδης
ΤΡΟΦΟΣ: Ελένη Καστάνη
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ: Θοδωρής Κατσαφάδος
ΑΙΓΕΑΣ: Βαγγέλης Αλεξανδρής
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: Λαέρτης Μαλκότσης
ΑΓΓΕΛΟΣ: Αλμπέρτο Φάις
ΧΟΡΟΣ: Αλίκη Αβδελοπούλου, Στέλλα Ράπτη, Έλενα Χατζηαυξέντη, Μυρτώ Παπά Αργυροπούλου, Γωγώ Παπαϊωάννου, Μυρτώ Καστρινάκη Μεϊτάνη.
3. Σοφοκλή Hλέκτρα, της Λίλλυς Μελεμέ
Στην «Ηλέκτρα» του ο Σοφοκλής επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο την περιθωριοποιημένη πριγκίπισσα των ανακτόρων, μιαν «άγαμη», «ανδρική» στην ψυχοσύνθεση φιγούρα άξια να διενεργήσει τη μητροκτονία εν ονόματι του Απόλλωνα και η οποία μόνον λόγω φύλου επαφίεται στην αρωγή του αδελφού Ορέστη. Ήδη από τον πρόλογο του έργου, ο Ορέστης εκθέτει το κίνητρο της επιστροφής του, που δεν είναι παρά το «δικηφόρον ἦμαρ» (η ημέρα της εκδίκησης για τον θάνατο του πατέρα του). Ο σχεδιασμός της μητροκτονίας δεν τίθεται ως αντικείμενο ηθικού διλήμματος – είναι απόρροια του άγραφου νόμου, ενώ το «ανοιχτό» τέλος του δράματος δεν περιλαμβάνει τύψεις συνειδήσεως, Ερινύες ή Διοσκούρους. Μάλιστα, αναστρέφεται η σειρά των δύο δολοφονιών (Κλυταιμνήστρας και Αίγισθου), ώστε να δοθεί μικρότερη έμφαση στη μητροκτονία. Η Λίλλυ Μελεμέ σχεδιάζει μιαν Ηλέκτρα που κάθε άλλο παρά ηρωϊκή είναι ως φιγούρα, μιαν Ηλέκτρα τρωτή, συναισθηματικά φορτισμένη από το πάθος της εκδίκησης και ξεκάθαρη σε ό,τι αφορά την αντίληψή της περί δικαιοσύνης.
Η παράσταση βασίζεται στη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και είναι παραδοσιακή ως προς τη δομή. Το θετικότερο στοιχείο της είναι ένας εξαιρετικά καλοδουλεμένος Χορός (Φιόνα Γεωργιάδη, Ήβη Νικολαΐδου, Κωνσταντίνα Νταντάμη, Δανάη Πολίτη, Μελισσάνθη Ρεγκούκου και Αρετή Τίλη) ο οποίος, ακολουθώντας τη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, τις φωνητικές οδηγίες της Αλεξάνδρας Κατερινοπούλου και την κινητική διδασκαλία της Κικής Μπάκα, συνοδεύει τις υπέροχες ερμηνευτικές κορυφώσεις της Λένας Παπαληγούρα. Αισθητικά άρτια τα κοστούμια της Βασιλική Σύρμα και ιδιαίτερα λειτουργικοί οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα. Στο πλευρό της κυρίας Παπαληγούρα, η Χρυσόθεμις της Εριέττας Μανούρη στέκει επάξια ως η δεύτερη κατά σειράν καλή ερμηνεία (στη σοφόκλεια «Ηλέκτρα» ο διάλογος Ηλέκτρας-Χρυσοθέμιδος αντιστοιχεί απόλυτα προς την Αντιγόνη-Ισμήνη της σοφόκλειας «Αντιγόνης»).
Η είσοδος επί σκηνής της τριάδας Ορέστη-Πυλάδη-Παιδαγωγού διέπεται από μια σχηματοποιημένη, στυλιζαρισμένη κινητικότητα που ταιριάζει με το γεωμετρικό σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά, ωστόσο είναι αμήχανη και ακολουθεί μια ξεπερασμένη μανιέρα. Ο Στρατής Χατζησταματίου κάνει μιαν αξιόλογη προσπάθεια, όμως η εκφορά του λόγου, η ενσάρκωση της ψυχοσύνθεσης του Ορέστη, η αυξομείωση των εντάσεων στην ερμηνεία του, όλα πάσχουν σοβαρά. Η βλεμματική και σωματική του επαφή με τον Πυλάδη ελάχιστα παραπέμπει στη γνωστή αφοσίωση των δύο μυθολογικών μορφών, ενώ η αναφορά του προς τον Παιδαγωγό ακολουθεί μια κλιμάκωση αναιτιολόγητα ενθουσιώδη. Όσο για τη σημαντική σκηνή της αναγνώρισης Ορέστη και Ηλέκτρας, εδώ έχω επίσης αρκετές ενστάσεις.
Ο Πάρις Λεόντιος, ως σιωπηρός Πυλάδης, ανταποκρίνεται αξιοπρεπώς στον ρόλο του, ενώ ο Ιωάννης Παπαζήσης ως Παιδαγωγός είναι γοητευτικός και γλαφυρός, υποπίπτει όμως στο σφάλμα μιας χιουμοριστικής έκπτωσης του ήθους σε πολύ κρίσιμες στιγμές. Άνιση απόδοση του ήθους του Αίγισθου κάνει και ο Δαυίδ Μαλτέζε, ενώ το φαινόμενο αυτό κορυφώνεται στην περίπτωση της Κλυταιμνήστρας: η Ελισσάβετ Μουτάφη απευθύνεται στην Ηλέκτρα με αμφιθυμία που μπορεί κάλλιστα να παρερμηνευθεί ως τρυφερότητα. Η σκηνοθεσία διαγράφει μια Κλυταιμνήστρα μονοδιάστατη, μια χαιρέκακη πράκτορα του Κακού. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ η Λένα Παπαληγούρα κρατά την άκαμπτη αποφασιστικότητα και τον θρήνο μπροστά στην τεφροδόχο σε υψηλό ερμηνευτικό παλμό, η Ελισάβετ Μουτάφη ρίχνει τους τόνους σε ένα επίπεδο ανεπίτρεπτης οικειότητας και κοινοτοπίας. Βεβαίως, την ευθύνη φέρει η σκηνοθέτις.
Η Λίλλυ Μελεμέ έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις Λούλου, Θείος Βάνιας, Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης (2015), Εξηνταβελόνης, Από τη σιωπή ως την άνοιξη, Ορλάντο και Δεσποινίς Τζούλια (2016), Έγκλημα στο Cafe Noir (2017), Το δείπνο, Κάσση και Σαλώμη (2018), Χοηφόροι και Τερέζ Ρακέν (2019), Μεγάλες Προσδοκίες (2020), Dogville (2022), Ξαφνικά Πέρυσι Το Καλοκαίρι και Ηλέκτρα (2023). Η εμπειρία της σκηνοθέτιδος από τις Χοηφόρους της αισχύλειας τριλογίας και η Αρετή Τίλη ως παλιά συνεργάτις της από το 2019 κομίζονται εμφανώς στην Ηλέκτρα της.
Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία Λίλλυ Μελεμέ
Μουσική Σταύρος Γασπαράτος
Σκηνικό Μικαέλα Λιακατά
Κοστούμια Βασιλική Σύρμα
Κίνηση Κική Μπάκα
Φωτισμοί Μελίνα Μάσχα
Ηλέκτρα Λένα Παπαληγούρα
Ορέστης Στρατής Χατζησταματίου
Κλυταιμνήστρα Ελισάβετ Μουτάφη
Παιδαγωγός Ιωάννης Παπαζήσης
Χρυσόθεμις Εριέττα Μανούρη
Αίγισθος Δαυίδ Μαλτέζε
Πυλάδης Πάρις Λεόντιος
Χορός: Φιόνα Γεωργιάδη, Ήβη Νικολαϊδου, Κωνσταντίνα Νταντάμη, Δανάη Πολίτη, Μελισσάνθη Ρεγκούκου, Αρετή Τίλη.
4. Ευριπίδη Εκάβη, της Ιώς Βουλγαράκη
Η Ιώ Βουλγαράκη προσέγγισε την «Εκάβη» του Ευριπίδη σεβόμενη απολύτως την παράδοση του αρχαίου δράματος, αναφερόμενη ευθέως στα φρικτά πεδία των πολέμων όλων των εποχών και τηρώντας αποστάσεις από τη διονυσιακή έκσταση που αιφνίδια αναδύεται στο συγκεκριμένο δράμα στη σκηνή της «προφητείας» του Πολυμήστορα. Ευθυγραμμισμένο με την προσέγγιση της κυρίας Βουλγαράκη είναι το υψηλής αισθητικής σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού: η εικαστική απόδοση ενός συνόλου βεβηλωμένων ανθρώπινων μελών και θραυσμένων, δηωμένων ναών και αγαλμάτων, πότε ανθρωπίνων και πότε θεϊκών, πάντως φωτισμένων εξαίσια με τις ωχρές αποχρώσεις του Νίκο Αναστασίου: η συγκεκριμένη μείξη των σπαραγμάτων από τα ιερά και όσια μιας πόλης που δεν υπάρχει πια ήταν απόλυτα επιτυχημένη, σε συνδυασμό με τα λευκά μέλη του Πολύδωρου (Ερρίκος Μηλιάρης), που ερμηνεύει το πνεύμα του δολοφονημένου πρίγκιπα με ιδιότυπο πένθιμο ύφος, επηρεασμένο από τη μανιέρα παλαιότερων ηθοποιών, και εντυπωσιάζει.
Ωστόσο, όπως και οι «Τρωάδες», το έργο αυτό πάσχει συνθετικά, γιατί στην κορύφωση του πάθους του παρεμβάλλεται και πάλι μια σκηνή δικανική που «κάπως» πρέπει να αποδοθεί στη σύγχρονη σκηνή. Κατά την άποψή μου, η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου που επέλεξε η Ιώ Βουλγαράκη είναι μετάφραση λόγιων καταβολών που «εκβιάζει» τις λέξεις τηρώντας κατά τόπους μιαν αδικαιολόγητη αρχαιοπρέπεια: δεν αντιλαμβάνομαι, λόγου χάριν γιατί η «δύστυχη» πρέπει, στη σύγχρονη σκηνή, να παραμείνει «δύστηνος», χωρίς αυτό να αποβεί σε βάρος της ερμηνείας. Και, πράγματι, η ερμηνεία ήταν κάπως επίπεδη, σε σχέση με τις ειθισμένες αποδόσεις του ρόλου – όμως μια κριτική πρέπει να αφορά την αίσθηση της παράστασης, και όχι τις προαποφασισμένες αντιλήψεις περί ερμηνείας που κουβαλά ο κρίνων, ούτε τους παλαιότερους θριάμβους τραγωδών άλλων εποχών. Αν προσεγγισθεί υπό αυτό το πρίσμα, ο λόγος της Ελένης Κοκκίδου φαίνεται να εκπηγάζει από την ψυχική σύνδεση της ηθοποιού με τον βαρύνοντα ρόλο της χιλιοβασανισμένης βασίλισσας και όχι να απορρέει από ερμηνευτικές μανιέρες συνδεδεμένες απαραίτητα με το «ύψος» ως κατηγόρημα. Η κυρία Κοκκίδου εξαρχής κρατά έναν υψηλόφθογγο θρήνο σαν φωνητικό ισοκράτημα, πράγμα που ευλόγως αδικεί τις δραματικές κορυφώσεις, και ναι, διέκρινα κι εγώ μιαν «αστική», μονότονη γραμμή απαγγελίας του θρήνου, όμως αυτήν δεν την απέδωσα σε έλλειψη ερμηνευτικής σκευής της κυρίας Κοκκίδου, αλλά σε συνειδητή επιλογή της Ιώς Βουλγαράκη.
Η κυρία Μαρίνα Καλογήρου ερμηνεύει σε διαφορετική κλίμακα, πολύ εγγύτερη σε αυτές τις ερμηνείες που έχουμε συνηθίσει. Ο Θανάσης Κουρλαμπάς πειστικός ως Οδυσσέας και ο Αλέκος Συσσοβίτης οικείος και αποτελεσματικός ως Αγαμέμνων, δεδομένου του ότι είχε να διεκπεραιώσει τις συσπάσεις προσώπου και σώματος μιας καθαρά βακχικής σκηνής, πράγμα που κατόρθωσε χωρίς να διασαλεύσει την αυτονομία του ρόλου του. Ο Άκης Σακελλαρίου εξαιρετικός στον ρόλο του φιλοχρήματου και πολεμοκάπηλου Πολυμήστορα, δεδομένου του ότι πρέπει να ενσαρκώσει μια τεράστια μετάπτωση από την απόλυτη αλαζονεία στην απόλυτη ταπείνωση, και κυρίως οφείλει να προβεί σε έναν αφηγηματικό άθλο τη στιγμή που κρατά τους εξορυγμένους οφθαλμούς του (ξεκάθαρο συγγραφικό ατόπημα του Ευριπίδη). Αντίθετα με τους άλλους άνδρες ηθοποιούς, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ερμήνευσε τον Ταλθύβιο με έναν απόλυτα προσωπικό κώδικα κατανόησης του ρόλου, απομακρυνόμενος υφολογικά από την υπόλοιπη παράσταση. Υπάρχει, λοιπόν, μια πολυμορφία –που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως απουσία ενότητας– στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της «Εκάβης», με σταθερό χαρακτηριστικό της παράστασης μια κλασικίζουσα προσέγγιση – που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως διστακτική.
Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο της παράστασης (πέραν του αναντίρρητα έξοχου σκηνικού) είναι η (ενίοτε ατονική) μουσική σύνθεση του Νίκου Γαλενιανού, που βάζει τον Χορό των τρωαδιτισσών γυναικών σε ένα πλαίσιο αγωνιώδους προσπάθειας να αποδοθούν οι ανατολίτικες ιαχές και οι θρηνητικές κορυφώσεις αξιοπρεπώς, χωρίς αυτό να φαντάξει παράταιρο στα αυτιά του κοινού. Θεωρώ, τηρουμένων των αναλογιών και της δυσκολίας του εγχειρήματος, ότι τα μέλη του Χορού (Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρύσα Τουμανίδου, Αμαλία Τσεκούρα) δούλεψαν σκληρά και το αποτέλεσμα είναι αισθητό: είναι ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς Χορούς αρχαίας τραγωδίας που έχω δει στο θέατρο – και σίγουρα ο καλύτερος Χορός που είδα φέτος. Η Άρτεμις Βαβάτσικα, μόνη επί σκηνής, επιτελεί έναν άθλο. Και η κινησιολογική συμβολή της Χαράς Κότσαλη πρέπει εδώ να πάρει τα εύσημα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» αναμένεται το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κριτική.