Όλοι αυτοί οι μύδροι, τελικά, που εξαπολύθηκαν ενάντια στην παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου δεν ήταν τυχαίοι. Αφορούσαν μια ελεύθερη διασκευή των «Σφηκών» του Αριστοφάνη, που νομιμοποιεί οποιανδήποτε παρέκβαση του αρχαίου κειμένου, τόσο θεματολογική όσο και στιλιστική.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Κηποθέατρο Παπάγου
16/09/2023
Αφορούσαν μια ελεύθερη ερμηνεία των αριστοφανικών νύξεων και μεταφορά τους στο σήμερα – όπως, δηλαδή, θα περίμενε κανείς από κάθε σύγχρονη παράσταση αρχαίας Κωμωδίας. Αφορούσαν ένα σκηνικό γεγονός αρκετά αποδομημένο, για ένα κείμενο αρκετά ασυνάρτητο, για μια σειρά σκηνών που σίγουρα «έκαναν κοιλιά», αλλά και για κάποιες εξαιρετικές στιγμές με οξύ χιούμορ, καυστικότητα και αποτελεσματική στηλίτευση των κακώς κειμένων: ό,τι δηλαδή μπορεί κανείς να περιμένει από τη Λένα Κιτσοπούλου. Τέλος, εννοείται πως αφορούσαν τη σύσσωμη παρουσία του θεατρικού μας κατεστημένου επί σκηνής: Καραθάνου, Μαυρέα, Σκυφτούλη και τόσων άλλων – όπως θα περίμενε κανείς από την πλαισίωση της πρώτης καθόδου της Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο.
Το ζήτημα παραμένει ότι η γνησιότητα και ο αυθορμητισμός, συνοδευόμενα από αθυροστομία και προσωπικές επιθέσεις, συνθέτουν ένα κάδρο που προσκρούει στον συντηρητισμό μεγάλης μερίδας του κοινού. Ας μην ξεχνούμε πως κάποιοι (μεταξύ των οποίων και αγαπητοί μου φίλοι) εμμένουν στην άποψη πως κάποια μορφή «αμώμου ιερότητος» χαρακτηρίζει ως θεατρικούς χώρους την Επίδαυρο, το Εθνικό Θέατρο και το Κ.Θ.Β.Ε. Κάποιοι πιστεύουν το ίδιο και για το Θέατρο Τέχνης, ενώ διατυπώνονται αντίστοιχες απόψεις και για το θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Μέχρι εκεί φτάνει η περίφημη «ιερότης», την οποία βεβαίως δεν συμμερίζομαι. Η παραγωγή των «Σφηκών» πέτυχε, εν κατακλείδι, παρά τις αντιξοότητες. Αυτό που μένει, είναι να αποτιμηθεί η παράσταση (αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος εν γένει συνεχίζει να πιστεύει ότι η κριτική του θεάτρου είναι λειτουργία σύμφυτη με την αξία του θεάτρου ως τέχνης). Και σ’ αυτό το σημείο ξεκινά η λογοκρισία – βλέπετε, είναι ευρύτατο το φάσμα εννοιών και διαθέσεων που πρέπει κανείς να διεξέλθει προτού προβεί σε αποτιμήσεις, διακινδυνεύοντας να αυτοαναγορευθεί σε κακοπροαίρετο και, βεβαίως, αφελή τιμητή ενός δημιουργού.
Θα προσέθετα και το εσκεμμένο kitsch, που στη περίπτωση της Κιτσοπούλου ανάγεται σε στιλιστικό γνώρισμα.
Στο πρώτο μέρος της τοποθέτησής μου είχα γράψει (χωρίς ακόμη να έχω δει την παράσταση) κάποιες σκέψεις που αφορούν την ελευθερία της Τέχνης και τα όρια της κοσμιότητας: ήταν ένας προβληματισμός που ανακινήθηκε από τον καταιγισμό αντιγνωμιών πάνω σ’ αυτήν την παράσταση, γεγονός που από μόνο του ήταν άξιο σχολιασμού. Παραμένω, λοιπόν, σταθερός σε όσα είχα διαισθανθεί: όπως το περίμενα, τα δομικά στοιχεία του έργου της κυρίας Κιτσοπούλου αντιστοιχούν πλήρως προς αυτά του πρωτοτύπου του. Και είναι, αυτά, η πικρία για τη διχόνοια, την κακεντρέχεια, την αδιακρισία, τη δικομανία του Έλληνα, ο καυτηριασμός του δικαστικού συστήματος και του ανεπαρκούς δημόσιου διαλόγου πάνω στα κακώς κείμενα, οι εύστοχες αιχμές κατά της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας και του Κράτους εν γένει, ο σαρκασμός της δωροδοκίας, του ρουσφετιού, της παρωδίας Δημοκρατίας, το ευθύβολο κατηγορώ των social media και του καταστροφικού διαλόγου που ανοίγουν, ο οξύς οικολογικός προβληματισμός, το αντιρατσιστικό μένος, η έντονη διαμαρτυρία για τη βία σε όλες της τις μορφές (κατά των αλλοδαπών, κατά των γυναικών, κατά της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, κατά των υπέρβαρων, κατά της σεξουαλικής ελευθερίας). Θα προσέθετα, εδώ, και το εσκεμμένο kitsch, που στη περίπτωση της Κιτσοπούλου ανάγεται σε στιλιστικό γνώρισμα.
Από τα «κατά ποιόν» μέρη της αρχαίας κωμωδίας η Λένα Κιτσοπούλου διατηρεί την Παράβαση στο έξοχο ραπ/σόλο της του τέλους, με απόλυτη αθυροστομία και έντονα μελαγχολική διάθεση (που προεικονίζεται με τη σύλληψη του τεράστιου ουρακοτάγκου). Ο «πατέρας» του έργου (ως Βδελυκλέων ο Θοδωρής Σκυφτούλης), δεν είναι ένας ενεργός πολίτης, αλλά ένας συνταξιούχος χαιρέκακος κριτής «του καναπέ» που όλα του φταίνε και που για όλους έχει έτοιμη κάποια μήνυση: γνωστή φιγούρα, τοις πάσιν, καθώς παγιδεύεται διαρκώς σ’ ένα «καβούκι σπιτιού» που μόνος του κατασκευάζει. Τα δεσμά στο πόδι του είναι κατ’ επίφασιν δεσμά, γιατί όλα είναι διάτρητα και επιφανειακά, οι θεσμοί, οι ποινές, οι αποτιμήσεις, οι αξίες. Είναι εντυπωσιακό το ότι η σκηνοθέτις «δανείζεται» κατά τόπους τις κουβέντες του δικομανούς αυτού χαρακτήρα και τις σιγοντάρει, μπαινοβγαίνοντας επί σκηνής: κατά την άποψή μου αυτό είναι γνώρισμα ενός πραγματικά διαδραστικού θεάτρου. Αλλά και τα βέλη της κριτικής που ασκεί η παράσταση είναι πολύ διατρητικά: για παράδειγμα, το πώς η δολοφονία είναι στην πρώτη γραμμή και αποσιωπάται από όλους. Ο βιασμός, επίσης. Το πόσο «μπάζει» η έννοια του νομοταγούς πολίτη: για παράδειγμα, ο γιος (ως Φιλοκλέων ο Πάνος Παπαδόπουλος) παρίσταται ως ανίκανος να ξεφύγει από το γράμμα του νόμου και από την επιφανειακή αντίληψη της πραγματικότητας που έχει κάθε νέα γενιά σε σχέση με την προηγούμενη, είναι επιπόλαιος και του είναι αδύνατον να απογαλακτισθεί.
Η αντιπαραβολή του «μοντέρνου Χορού» (Γιάννης Ναζίρης) που παραπέμπει σε Σφήκα και της ομαδικής απόπειρας «παραδοσιακού Χορού» είναι ξεκαρδιστική.
Ο Νίκος Καραθάνος έξοχος στον δικό του, ιδιότυπο ρόλο ενός τεθηλυσμένου chef που κομίζει νεοδιατροφικούς νεωτερισμούς και κοροϊδεύει τον κόσμο. Εξίσου καλοί η Νεφέλη Μαϊστράλη, ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης, ο Θάνος Μπίρκος, ο Γιάννης Κότσιφας. Είναι χαρακτηριστικό το πώς οι δούλοι/φύλακες της οικίας κατακράτησης του δικομανούς πατρός υπνώττουν διαρκώς και το πόσο εύκολα άγονται και φέρονται. Η αντιπαραβολή του «μοντέρνου Χορού» (Γιάννης Ναζίρης) που παραπέμπει σε Σφήκα και της ομαδικής απόπειρας «παραδοσιακού Χορού» είναι ξεκαρδιστική. Η Ιωάννα Μαυρέα αποδίδει έξοχα τον ρόλο της Μάνας Τούρκας/Μάνας Γκρέκας που εμπλέκεται αδιακρίτως σε όλες τις καταστάσεις και καθορίζει τον ψυχισμό και όλες τις αντιδράσεις (έως και τη στύση) του αρσενικού Ελληνάρα. Εξαιρετικά κωμική η σκηνή με τον γάμο του ομόφυλου ζευγαριού, σε αντίστιξη προς την αντρίλα του... Καζαντζίδη και την Ελλάδα του σεξισμού, της κακοποίησης γυναικών και ανηλίκων, της ξενοφοβίας. Αλλά και η χρήση της Αγγλικής ήταν γαργαλιστική: “What’s wrong with you?”. Πολύ εύστοχο το πολιτικό σχόλιο πάνω από τον φανταστικό βωμό, όπου και οι δηλητηριώδεις αιχμές κατά της απουσίας μέριμνας για τον ταλαιπωρημένο πολίτη.
Υπερρεαλιστική η σκηνογραφική παρέμβαση της κυρίας Αυγερινού, δυναμικά τα φώτα του κύριου Βλασόπουλου, κλασικίζουσα και σαρκαστική η μουσική του κύριου Κυπουργού, εύστοχες οι κινησιολογικές παρεμβάσεις της Αμάλια Μπένετ. Με ένα εξαιρετικό επιτελείο και με γκροτέσκα διάθεση διακωμώδησης και δυναμιτισμού των πάντων, η Λένα Κιτσοπούλου κάνει αισθητή τη σάτιρά της ως επείγουσα καταμήνυση της καθεστηκυίας ηθικής και αισθητικής και προκαλεί αντικρουόμενα συναισθήματα με την οργή της, τη μανία της, τα νεύρα της, την ιδιοτυπία και το ρηξικέλευθο χιούμορ της. Αναμφίβολα το έργο της πάσχει από άποψη δομής και κάποια σημεία του πλατειάζουν στην προσπάθεια αλληλοδιάδρασης με το κοινό, ωστόσο και αυτό το γνώρισμα ακόμη υπηρετεί τον εκλαϊκευτικό του χαρακτήρα και τον υψηλό βαθμό επιδραστικότητάς του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» αναμένεται το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κριτική.
Συντελεστές
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή/Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά-Kοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, Τζίνα Ηλιοπούλου
Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Αλέξης Κωτσόπουλος
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Λώλος
Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου
Φωνητική προετοιμασία: Μελίνα Παιονίδου
Βοηθοί σκηνοθέτριας: Μαριλένα Μόσχου, Σαβίνα Τσάφα
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk
Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης
Παίζουν: Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης. Μουσικοί επί σκηνής: Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Μαρίνος Γαλατσινός (πνευστά), Σοφία Ευκλείδου (βιολοντσέλο), Εύη Κανέλλου (κρουστά).