Σκέψεις γύρω από την ελευθερία της Τέχνης και τα όρια της κοσμιότητας με αφορμή την παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, η οποία παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 14 και 15 Ιουλίου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Με τον απρόσμενο καταιγισμό αντιδικιών και τοποθετήσεων πάνω στην παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο, είναι πολύ δύσκολο κανείς να τηρήσει τις απαιτούμενες αποστάσεις αντικειμενικότητας. Ερωταπαντήσεις, διαπληκτισμοί, πρόχειρες αξιωματικά διατυπωμένες απόψεις, ένας εσμός επιχειρημάτων ανοχής και μη-ανοχής. Υπενθυμίζω, μεταξύ άλλων συναδέλφων που την επισήμαναν, τη θέση του Εθνικού Θεάτρου ότι οι «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου ήταν μια ελεύθερη διασκευή «βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη», και μάλιστα απευθυνόμενη σε θεατές άνω των 15 ετών. Αυτό, ώστε να ξεπεράσω γρήγορα τη συζήτηση περί «δικαιώματος» ή μη ελεύθερης διασκευής του Αριστοφάνη. Το έχουμε δει επανειλημμένως να συμβαίνει αυτό τα τελευταία είκοσι χρόνια, δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, τελεία και παύλα.
Επειδή, λοιπόν, η όλη πολεμική και η πόλωση των απόψεων γρήγορα μετατέθηκε σε επίπεδο θεωρητικών τοποθετήσεων σχετικά με την ελευθερία της Τέχνης και με τα όρια της κοσμιότητας, αποφάσισα να τοποθετηθώ κι εγώ επ’ αυτού, μεταφέροντας τα επιχειρήματα και των μεν και των δε.
Όταν το κεντρί βυθίζεται βαθιά
Μια πρώτη σειρά συλλογισμών μού υπαγόρευσαν –αυθόρμητα– την αίσθηση πως όλη αυτή η φασαρία ανακλά το ενοχικό συναίσθημα του κοινού και όχι την οργή που προκαλεί η (υποτίθεται, αυτονόητη) χυδαιότητα της κάθε καλλιτέχνιδος. Τη στιγμή που τα γεγονότα που θίγει μια παράσταση με αιχμηρή σάτιρα πράγματι συμβαίνουν στην πραγματικότητα και εμείς παραμένουμε απαθείς, γιατί άραγε γινόμαστε έξω φρενών μόνο και μόνο επειδή η παράσταση τα φέρνει στο προσκήνιο; Εξαρχής διαμόρφωσα, ως εικός, την άποψη πως οι τόσοι διαξιφισμοί αποδεικνύουν –αν μη τι άλλο– την επιδραστικότητα της καλλιτέχνιδος. Πως η παράστασή της αναστατώνει όσους την έχουν δει και προβληματίζει ακόμη και όσους δεν την έχουν δει ακόμη (όπως ο υποφαινόμενος).
Αποτελεί ή όχι δικαίωμα του καλλιτέχνη να επιστρατεύει τα εκφραστικά μέσα που θέλει;
Η Τέχνη δεν γνωρίζει όρια αισθητικής αρτιότητας, και περί καλαισθησίας non disputandum est. Από ακρότητες έχουμε δεχτεί ουκ ολίγες στο θέατρο – που μάλιστα πέρασαν ως «πρωτοπορία» στην αντίληψη του κοινού! Αλίμονο, λοιπόν, εάν η «καλαισθησία» ταυτιζόταν με την καλλιέπεια, την προσωπική εκδοχή ευπρέπειας και τις προσδοκίες του καθενός: τότε θα υπήρχε ένα «ιερατείο» και ένας index prohibitorum που θα αποφάσιζε τι πρέπει να παρίσταται επί σκηνής και τι όχι. Ευτυχώς για όλους μας, όμως, δεν υπάρχουν ούτε η «ιερότητα» της Τέχνης, ούτε η «ιερότητα» των αρχαίων κειμένων, ούτε ο «ιερός χώρος της Επιδαύρου». Πρόκειται για ξεπερασμένες εμμονές που μόνο τη λογοκρισία και τον συντηρητισμό υπηρετούν.
Ο καλλιτέχνης είναι ατίθασος και πρέπει να αναστατώνει, να ανατρέπει, να συγκρούεται, να διανοίγει ατραπούς πέραν της πεπατημένης, τελικά να είναι αυθάδης και αιρετικός. Ο καλλιτέχνης ρισκάρει να προκαλεί και δικαιούται να διακινδυνεύει, ώστε να αποτυπώσει, με τις αντιδράσεις του κοινού, τον στόχο του. Η Τέχνη, εις πείσμα του σοσιαλιστικού (ή άλλου) ρεαλισμού, είναι αυτόνομη, μεταπλάθει τα ερεθίσματα της πραγματικότητας κατά βούλησιν: ο Ιάνης Ξενάκης, σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, ήταν τόσο υπέρ της αυτονομίας της Τέχνης έναντι κάθε ιδεολογίας ώστε δήλωνε πως την ώρα που το τανκς γκρέμιζε την πύλη του Πολυτεχνείου, εκείνος άκουγε τους μεταλλικούς θορύβους ως μουσική (δηλαδή φανταζόταν συγκεκριμένες νότες)! Το παράδειγμα το παραθέτω μόνο και μόνο για να υποστηρίξω την άποψη ότι δεν υπάρχει πραγματική «ιερότητα» της Τέχνης. Οπωσδήποτε όμως υπάρχει ιερότητα της ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης.
Ο καλλιτέχνης καταφέρνει να ξεμπροστιάσει το συντηρητικό ήθος του κοινού. «Ως εδώ αντέχετε λοιπόν!» Αυτό είναι δεδομένο στην ιστορία της Τέχνης. Αυτό κάνει ο σπουδαίος καλλιτέχνης: προκαλεί! Αλίμονο αν έκανε κάτι άλλο! [...] Και η πρόκληση θέλει ταλέντο. [...] Εννοείται, δε, πως αυτού του είδους το «ταλέντο» παρερμηνεύεται ως θράσος.
Ο καλλιτέχνης καταφέρνει να ξεμπροστιάσει το συντηρητικό ήθος του κοινού. «Ως εδώ αντέχετε λοιπόν!» Αυτό είναι δεδομένο στην ιστορία της Τέχνης. Αυτό κάνει ο σπουδαίος καλλιτέχνης: προκαλεί! Αλίμονο αν έκανε κάτι άλλο! Ο Καβάφης έτρεμε τις συνέπειες, όμως δεν μπορούσε παρά να προκαλεί. Ο Ίψεν προκαλούσε, για τα δεδομένα της εποχής του. Και η πρόκληση θέλει ταλέντο. Ο Αριστοφάνης είχε ταλέντο (αν και σήμερα, παρά το γεγονός ότι ανήκε στη συντηρητική αντιπολίτευση, θα τον αποκαλούσαμε «συστημικό»). Εννοείται, δε, πως αυτού του είδους το «ταλέντο» παρερμηνεύεται ως θράσος. Αν δεν είχαν οι καλλιτέχνες θράσος, τότε πώς θα περνούσαν τα μηνύματά τους γραπτώς σε πινακίδες επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν η Καθολική Εκκλησία απαγόρευε στους θιάσους να μιλούν για οτιδήποτε πλην του Θείου Πάθους στις πλατείες των χωριών και των πόλεων; Μάλιστα τότε το «θράσος» μπορούσε να σε οδηγήσει κάλλιστα στην Ιερά Εξέταση και στα βασανιστήρια. Ο Ελ Γκρέκο είχε θράσος στην εποχή του, ο Ρεμπώ επίσης, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ιερώνυμος Μπος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μπέργκμαν, ο Μπομπ Ντύλαν, ο Νικ Κέιβ, η Έιμι Ουάινχαουζ επίσης. Η λίστα είναι ατελείωτη. Θράσος, κύριοι. Συνώνυμο της πρωτοπορίας.
Όμως, αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: έχει το κοινό το δικαίωμα να κράζει, να φωνασκεί αγανακτισμένο και να βρίζει; Νομίζω ότι οι Αθηναίοι της κλασικής εποχής αυτό ακριβώς έκαναν στο θέατρο, κάθε φορά που ένιωθαν πως απειλούνταν. Το κοινό, από την ίδια του την ποικιλομορφία και αντιφατική ιδιοσυστασία, τείνει να αντιδρά, και έχει κάθε δικαίωμα να εξεγείρεται, να σοκάρεται, να εξανίσταται. Όπως ο καλλιτέχνης δικαιούται να κάνει ακρότητες επί σκηνής, με τη σειρά του και το κοινό εξουσιοδοτείται να επιδείξει την ουδό ανοχής του. Αυτός είναι ο στόχος της Τέχνης: δεν ξεχνούμε την «Μιλήτου Άλωσιν» του Φρυνίχου που οδήγησε τον συγγραφέα σε εξοστρακισμό. Ο Ευριπίδης αναγκάστηκε να ανεβάσει τις «Βάκχες» του εκτός Αθηνών. Το γεγονός ότι η Κιτσοπούλου δημιούργησε τέτοια ταραχή με την παράστασή της με προκαλεί να την δω και όχι να την αποφύγω! Επειδή διαισθάνομαι (και σπανίως με απατά η διαίσθησή μου) πως κάποια χορδή άγγιξε αυτή η παράσταση... κάποιαν εύθικτη, υποσυνείδητη χορδή συντηρητισμού και οπισθοδρόμησης. Πως αυτό που παρουσίαζε η παράσταση ήταν ένας καθρέφτης του εαυτού μας που τελικά δεν μας άρεσε. Όλα αυτά στην περίπτωση που μιλάμε για ένα δραστικό «κεντρί» των «Σφηκών»...
Όταν το κεντρί είναι ρηχό και επιφανειακό
Στον αντίποδα της παραπάνω ελευθεριάζουσας τοποθέτησης (που, επαναλαμβάνω, είναι ένας prima vista, πηγαίος συλλογισμός που έκανα), άκουσα και διάβασα ερωτήματα όπως: «δικαιούται καθείς να ανεβάζει ό,τι είδους και ήθους παράσταση θέλει, με όποιο λεξιλόγιο θέλει, σε όποιο θέατρο θέλει, ακόμη και αν χρηματοδοτείται από τον δημόσιο κορβανά και τον “φορολογούμενο πολίτη”;»
Ο θόρυβος γύρω από μια παράσταση, θετικός ή αρνητικός, κατά κανόνα αποβαίνει διαφημιστικός υπέρ της παράστασης. Και το ίδιο ισχύει με τον δημόσιο διάλογο, κυρίως όταν προσλαμβάνει πυρετικές διαστάσεις και φτάνει σε κορυφώσεις αντιδικίας. Σου λέει ο άλλος: δεν μπορεί, κάτι σημαντικό συμβαίνει εδώ! Λάθος, όμως! Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως κάτι σημαντικό συμβαίνει – είναι ψευδεπίγραφη αυτή η βαρύτητα, εξωγενής. Είναι ηροστράτειος η φήμη του –υποτίθεται, ανατρεπτικού– καλλιτεχνικού γεγονότος!
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ως ρωμαϊκή αρένα και διόλου δεν ευνοούν τον κριτικό διάλογο, καθώς βρίθουν από αυτόκλητους «κριτικούς» της Τέχνης που διέπονται από φανατισμό, προκατάληψη θετική ή αρνητική, επιπόλαια και ακροθιγή πραγμάτευση των ζητημάτων, συχνά από οργή ή αγανάκτηση αναντίστοιχη προς το ερέθισμα. Αναντίστοιχη ως προς το μέγεθος που του προσδίδουν. Αναντίστοιχη ως προς το βάθος του πειραματικού ή τάχατες αιρετικού του χαρακτήρα. Πολύ κακό για το τίποτε. Όρος ώδινεν και μυν έτεκεν. «Τζέρτζελο» να γίνεται, δηλαδή. Μήπως (όπως έγραψε ο Σάββας Πατσαλίδης) «ο αναθεματισμός, η απροκάλυπτα αρνητική κρίση, ο αφορισμός, ο εμπύρετος λόγος της ακύρωσης, η προβολή του εαυτού ως θεματοφύλακα της τιμής του θεάτρου, είναι ο ευκολότερος και συντομότερος δρόμος προς την πολυπόθητη δημοσιότητα (έστω και ορισμένων λεπτών);»
Η κοσμιότητα στην Τέχνη και η κοσμιότητα στην κριτική της Τέχνης
Τελευταίο ζήτημα: υπάρχει ένα όριο κοσμιότητας; Υπάρχουν παραστάσεις που εκ θέματος κι εκ φύσεως είναι προσβλητικές απέναντι στην καθεστηκυία αντίληψη κοσμιότητας, σε αντιπαράθεση προς άλλες παραστάσεις, που εκ θέσεως γίνονται σκόπιμα προσβλητικές; Θίγουν όντως οι πρώτες ένα κοινωνικό καρκίνωμα και μια παθογένεια; Τα θίγουν και οι δεύτερες όλα αυτά; Ιδού τα σημαντικά ερωτήματα που ανακύπτουν από τον προβληματισμό του τελευταίου εικοσιτετραώρου, που προκύπτει από την περίπτωση μιας καλλιτέχνιδος σατιρικής, αναμφισβήτητα βωμολόχου, αιρετικής ως προς τα σημεία, σκωπτικής ως προς τη στοχοθεσία, επιθετικότατης ως προς το ύφος, εννοείται αλαζονικής και ελαφρώς αιθεροβάμονος, αλλά και αυτοσαρκαζόμενης, αυτοεκτιθέμενης, ακατάπαυστα οργίλης, σε βαθμό υστερίας. Είναι, όμως, αυτή η υστερία κλινική περίπτωση ή εντάσσεται στα εκφραστικά μέσα μιας Τέχνης που θραύει τα καθιερωμένα;
Κρίνω πως δεν γράφουμε κριτική ώστε να προβάλουμε τις προσωπικές μας αισθητικές ή πολιτικές τοποθετήσεις σχετικά με την επιλογή έργου, με το ηθικό προφίλ του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, με την αθυροστομία του, με τον βαθμό πρόκλησης που εισηγείται...
Κρίνω πως δεν γράφουμε κριτική ώστε να προβάλουμε τις προσωπικές μας αισθητικές ή πολιτικές τοποθετήσεις σχετικά με την επιλογή έργου, με το ηθικό προφίλ του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη, με την αθυροστομία του, με τον βαθμό πρόκλησης που εισηγείται, δηλαδή δεν εντελλόμεθα (ποιοι είμαστε εμείς;) να κρίνουμε τις προθέσεις και το ιδεολογικό φορτίο μιας παράστασης. Αντιθέτως, οι αποτιμήσεις ενός κριτικού αφορούν τα επί μέρους: δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, το αν το κατορθώνει ο δημιουργός να υλοποιήσει τις (όποιες) προθέσεις του, το αν το αισθητικό γεγονός της παράστασης είναι άρτιο, το αν οι ερμηνείες ευθυγραμμίζονται με το επιδιωκόμενο, το αν μας έπεισε (τελικά) ο δημιουργός. Αυτός είναι ο ρόλος της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής κριτικής (πάντα επιφυλακτικός και διστακτικός και συνεσταλμένος), και όχι να θέτει όρια, να βάζει φραγμούς, να παριστάνει τον κήνσορα της ηθικής, ούτε να προασπίζεται πεπαλαιωμένες, πάγιες απόψεις περί τέχνης...
Δεν γεννηθήκαμε σε καράβι. Υπάρχει, ναι, ένα όριο κοσμιότητας στις λεκτικές διατυπώσεις μας, που όταν παραβιάζεται θίγει τους συναδέλφους μας και τους συνανθρώπους μας και έναν σωρό κόσμο. Νομίζω πως κάθε κριτικός νους δικαιούται να έχει την άποψή του, η οποία εμφανώς αναδεικνύεται μέσα από μια κόσμια διατύπωση. Η δουλειά της κάθε Κιτσοπούλου, όμως, δεν είναι δουλειά του μυαλού μόνο, αλλά και της καρδιάς. Και το λεκτικό (και σωματικό) εργαλείο που επιστρατεύει ο κάθε καλλιτέχνης επί σκηνής είναι αναδιαμορφούμενο ανά λεπτό και κινητήριες δυνάμεις του είναι πολλοί παράγοντες: ο παρορμητισμός του, η ειλικρίνειά του, το ριψοκίνδυνο πνεύμα του, ο βαθμός αντικομφορμισμού που διακινδυνεύει, η βολιδοσκόπηση του κοινού προς το οποίο απευθύνεται, η επίγνωση των ορίων που του επιτρέπει η περίσταση, ένα σωρό πράγματα.
Η δουλειά της κάθε Κιτσοπούλου, όμως, δεν είναι δουλειά του μυαλού μόνο, αλλά και της καρδιάς. Και το λεκτικό (και σωματικό) εργαλείο που επιστρατεύει ο κάθε καλλιτέχνης επί σκηνής είναι αναδιαμορφούμενο ανά λεπτό και κινητήριες δυνάμεις του είναι πολλοί παράγοντες...
Το αν υπερβαίνει το δικό της «όριο κοσμιότητας» μπορεί να το αναλογισθεί, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν της πόσους και ποιους προσέβαλε και εάν πράγματι την ενδιαφέρει να συνυπάρχει με την καλλιτεχνική κοινότητα, εκείνους που τη χρηματοδοτούν και το κοινό που συρρέει στις παραστάσεις της.
Πέραν τούτου, ουδέν. Οι κριτικοί θα γράφουν (κοσμίως) αυτό που πιστεύουν χωρίς να απολογούνται για τις απόψεις τους, όσο πολεμικές και αν είναι. Γιατί, όπως εύστοχα σχολίασε ένας φίλος κριτικός: «Η τέχνη τη δουλειά της και εμείς τη δική μας»!
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).