
Η παράσταση «Η αιμολήπτρια» της Έλλα Ρόουντ παρουσιάζεται στο θέατρο Μικρό Άνεσις σε σκηνοθεσία Μενέλαου Καραντζά. Φωτογραφίες: © Τάνια Πασχάλη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η «Αιμολήπτρια» (πρωτότυπος τίτλος: «Η φλεβοτόμος») της Έλλα Ρόουντ πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018 και έχει υπάρξει υποψήφιο για βραβείο Ολίβιε, ενώ η συγγραφέας ήταν φιναλίστ για το βραβείο γυναικών θεατρικών συγγραφέων Σούζαν Σμιθ Μπλάκμπερν. Το έργο ανεβαίνει στο «Μικρό Άνεσις» σε σκηνοθεσία του Μενέλαου Καραντζά και έχει ως θέμα του τις γενετικές δοκιμές σε σχέση με τη θέσπιση κριτηρίων ευγονικής – εμμέσως, δηλαδή, αναφέρεται στον αυταρχισμό που μπορεί να ασκηθεί, δοθεισών των συνθηκών, από την Επιστήμη. Η γονιδιωματική επιστήμη (η χαρτογράφηση του DNA) ως αντικείμενο προβαίνει σε ποσοστικοποίηση και σε ιεραρχήσεις, ενώ δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε κατευθυνόμενη παραγωγή πρωτεϊνών – άρα και σε κατευθυνόμενες γεννήσεις. Έχει, δυστυχώς, υπάρξει ιστορικό προηγούμενο, όταν ολοκληρωτικά καθεστώτα επιχείρησαν να ταξινομήσουν τους ανθρώπους βάσει της ποιότητας των γονιδίων τους.
[...] στα πλαίσια αυτού του εφιαλτικού σκηνικού, το έργο παρουσιάζει μια Βρετανία οξύτατου κοινωνικού ρατσισμού, που δυστυχώς τα επιμέρους χαρακτηριστικά του δεν αποκλίνουν ιδιαίτερα των υποστηρικτών κάθε μορφής κοινωνικού δαρβινισμού.
Το έργο της Έλλα Ρόουντ «στήνει» αυτό το δυστοπικό δεδομένο σε κάποιο εγγύς μέλλον, στη Βρετανία, όπου έχει υποτίθεται θεσπιστεί ένας «αριθμοδείκτης» του ανθρώπινου γονιδιώματος σε κλίμακα από το 1 έως το 10, βάσει του οποίου αποφασίζεται το ποιοι θα έχουν πρόσβαση στις κοινωνικές ασφαλίσεις και στις καριέρες: στα πλαίσια αυτού του εφιαλτικού σκηνικού, το έργο παρουσιάζει μια Βρετανία οξύτατου κοινωνικού ρατσισμού, που δυστυχώς τα επιμέρους χαρακτηριστικά του δεν αποκλίνουν ιδιαίτερα των υποστηρικτών κάθε μορφής κοινωνικού δαρβινισμού.
Μια δήλωση, το 2017, της επικεφαλής του βρετανικού συστήματος υγείας Σάλυ Ντέιβις σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης της αλυσίδας DNA στην πρόληψη ασθενειών στάθηκε η αφορμή για τη συγγραφή της «Αιμολήπτριας». Η κεντρική ηρωίδα, η αιμολήπτρια Μπέα, έχει πρόσβαση στη χαρτογράφηση του γονιδιώματος μιας σειράς ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μπορεί να προβλέψει κατά προσέγγισιν τις ασθένειες που θα υποστούν κάποιοι άνθρωποι, ακόμη και το προσδόκιμο ζωής τους. Στα φιλμάκια που προβάλλονται ανάμεσα στις σκηνές φαίνεται (με αρκετή δόση χιούμορ, είναι η αλήθεια) πως όλη η βρετανική κοινωνία έχει επηρεαστεί από αυτό το εφιαλτικό κριτήριο, ακόμη και τα sites γνωριμιών, ακόμη και τα κίνητρα της εγκληματικότητας. Η πρόσβαση της Μπέα στα δείγματα αίματος (και, ως εκ τούτου, στην προσωπική ζωή των ανθρώπων) επηρεάζει τη σχέση της με τον Ααρών, μια παρορμητική σχέση έρωτα «της πρώτης ματιάς» που βασίζεται σε χυμούς ανανά και όνειρα για μιαν ανέμελη, συντροφική ζωή: δυστυχώς, σε δεύτερο επίπεδο καιροφυλακτεί μια επιφύλαξη της Μπέα, που απορρέει από την ανησυχία της για ανισότητα στη γενετική προδιάθεση.
Ο Δημήτρης Τσιγκριμάνης μπαίνει στο πετσί αυτού του χαρακτήρα, με χιούμορ και με άνεση περνώντας από σκηνή σε σκηνή, καθώς το κείμενο γίνεται όλο και πιο ζοφερό. Ο Ααρών φέρει το επώνυμο Τέννυσον και παρουσιάζεται ως απόγονος του λυρικού βρετανού ποιητή Άλφρεντ Τένυσον, που θεωρείται πως έπασχε από διπολική διαταραχή: σαφής υπαινιγμός του ότι η «τέλεια» υγεία δεν συνδέεται απαραίτητα με τη δημιουργία και τη θετική παρουσία στην ιστορία του πολιτισμού. Ο Στράτος Χρήστου υποδύεται μια σειρά από δευτερεύοντες ρόλους και, κυρίως, τον καθαριστή του νοσοκομείου Ντέιβιντ. Απλά και λειτουργικά, τα σκηνικά του Ντέιβιντ Νεγρίν αξιοποιούν τα μικρά αντικείμενα και τη λιτότητα του κειμένου, και το ίδιο συμβαίνει με τα κοστούμια της Εβελίνας Δαρζέντα και τους φωτισμούς της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη.
Μια σημαντική ανατροπή στην εξέλιξη των δεδομένων της προσωπικής της ζωής θα φέρει τα πάνω κάτω.
Η Σελήνα Διαμαντοπούλου υποδύεται με ιδιαίτερη ευαισθησία και φυσικότητα τη Μπέα: η νεαρή φλεβοτόμος δέχεται ένα αίτημα από την καλύτερή της φίλη, την Τσαρ: να πλαστογραφήσει τη χαμηλή, δυσοίωνη βαθμολογία της, αντικαθιστώντας την κρυφά με τη βαθμολογία μιας άλλης γυναίκας. Το ηθικό δίλημμα προσκρούει στις οικονομικές δυσχέρειες και στον σχεδιασμό ζωής της Μπέα, που συμβιβάζεται και, σταδιακά, περνά ενεργά στο κύκλωμα «μαύρης αγοράς» πιστοποιητικών υψηλής βαθμολόγησης γονιδιώματος. Μια σημαντική ανατροπή στην εξέλιξη των δεδομένων της προσωπικής της ζωής θα φέρει τα πάνω κάτω.
Η Μπέα δεν θα ενδώσει στον έρωτα, στην ποίηση, στο απρόβλεπτο. Έχει αυτο-προγραμματιστεί έτσι ώστε να επιβιώσει σε αυτό το νέο σκηνικό, όπου ο αστάθμητος παράγοντας (η τύχη) δεν πρέπει να συγχέεται με την επιστημονική έρευνα, ούτε με τις επιλογές ζωής του κάθε ανθρώπου: σταδιακά αποκαλύπτει την τεχνοκρατική δομή του χαρακτήρα της, αποκλείοντας όλα τα δεδομένα που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τον σχεδιασμό της ζωής της: τα κόκκινα, ολοστρόγγυλα τοματίνια που μπορεί να πνίξουν έναν άνθρωπο εκεί που δεν το περιμένει πετιούνται στο πάτωμα. Αυτή η παράμετρος του κειμένου είναι, κατά την άποψή μου, και η πιο ενδιαφέρουσα. Το μόνο αρνητικό που μπορεί κανείς να προσάψει στο έργο της Έλλα Ρόουντ είναι το «προβλέψιμο» των γεγονότων. Οι ηθικές κατηγοριοποιήσεις είναι πολύ αδρές, ταξινομημένες σε άσπρο-μαύρο, και δεν δίνεται χώρος στις μικρές αποχρώσεις ηθικής διαφοροποίησης των ανθρώπινων συνειδήσεων.
Τον χαρακτήρα της ακτιβίστριας Τσαρ υποδύεται πολύ επιτυχημένα η Δώρα Παρδάλη. Η Έλλα Ρόουντ σκιαγραφεί μιαν ανερχόμενη, παρασκηνιακή αλλά πανίσχυρη, νέα τάξη πραγμάτων, σ’ένα «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» διαφορετικών κριτηρίων ή επιχειρηματικών ευκαιριών που ταξινομεί το ανθρώπινο είδος βάσει της αποτελεσματικότητας: εν ολίγοις, ένα φασιστικό, σκοτεινό και δυστοπικό μέλλον.
Χωρίς να παραλείπει την πρόβλεψη της κοινωνικής αντίδρασης, της κινητοποίησης ανθρώπων ενάντια σε ένα τέτοιο εφιαλτικό δεδομένο, το έργο θυμίζει έντονα κάποια επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Black Mirror», όπου επίσης η τεχνολογία παράγει οργουελικό εφιάλτη για το κοντινό μέλλον. Το αν τελικά θα επιβληθεί μορατόριουμ στα γενετικά πειράματα θα διαγράψει την προοπτική του μέλλοντος, με την ίδια αντιστοιχία παραβίασης της ανθρώπινης ιδιωτικότητας και των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων που απορρέει και από τα πειράματα της Τεχνητής Νοημοσύνης: υπό αυτό το πρίσμα, το έργο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Η προσέγγιση του Μενέλαου Καραντζά (που ως βοηθό του έχει τον νεαρό ηθοποιό Εμμανουήλ Στεφανουδάκη) θέτει με σαφήνεια το πρόβλημα του έργου, παίρνει μια καλή μετάφραση και την ανεβάζει στο σανίδι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).