
Η παράσταση «Μούρη γεμάτη μούρα» του Λόρενς Γουίλσον παρουσιάζεται στο θέατρο «Σταθμός» σε σκηνοθεσία της Αθηνάς Δελιάδη. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Για πρώτη φορά ανεβαίνει στην Ελλάδα το εν μέρει αυτοβιογραφικό κείμενο του Λώρενς Ουίλσον «Blackberry Trout Face» (Μούρη Γεμάτη Μούρα), που έκανε ζωηρή εντύπωση στο Λονδίνο. Το «Blackberry Trout Face» κέρδισε το Βραβείο Brian Way 2010 ως το καλύτερο νέο έργο του Ηνωμένου Βασιλείου για νέους και περιόδευσε με επιτυχία στο Bath, το Plymouth, το Λονδίνο, το Μπέρμιγχαμ, το Μάντσεστερ και το Ellesemere Port. Εδώ ανεβαίνει από μια ομάδα νέων δημιουργών στο Θέατρο «Σταθμός». Η Τζούλια Διαμαντοπούλου υπογράφει τη μετάφραση, ο Johnie Thin τη μουσική, η Αλέγια Παπαγεωργίου τα σκηνικά και τα κοστούμια, ο Χάρης Δάλλας τους φωτισμούς και τη χορογραφία η Ελιάν Ρουμέ.
Μια εφηβεία αφημένη στην τύχη της
Τρία ετεροθαλή αδέλφια με κοινή μάνα: ο μεγάλος αδερφός Jakey (Ανδρέας Γιαννακούλας), η αδελφή του Kerrie (Μαντώ Παπαρηγοπούλου) και ο 13χρονος μικρότερος αδερφός του Cameron (Γιάννης Τσουμαράκης) βρίσκονται, σε διαφορετικό στάδιο εξέλιξης καθένας, σε μια εφηβεία που είναι, κατ’ουσίαν, αφημένη στην τύχη της. Η ενηλικίωσή τους είναι προβληματική, στερείται του αισθήματος ασφάλειας και τους έχει φέρει αναγκαστικά στη θέση να φτιάξουν έναν μικρό πυρήνα αυτοπροστασίας, ένα είδος καταφυγίου που θα φέρει τα υπολείμματα νοικοκυριού της προηγούμενης ζωής τους. Η Kerrie έχει αναλάβει, σύμφωνα με έναν όρκο που δίνουν οι τρεις τους, να ετοιμάζει το πρωϊνό του μικρού Cameron και να φροντίζει, όσο μπορεί, την ηρωϊνομανή μητέρα τους, που κατοικοεδρεύει στον πάνω όροφο. Ο μικρός προέφηβος Cameron ζει στον κόσμο της φαντασίας, κάνει παρέα με ήρωες κόμικ και φοβάται να ξεμυτίσει από την πόρτα του σπιτιού, γιατί έχει υποστεί bullying από κάποιους μεγαλύτερους στο σχολείο. Ο μεγάλος, ο Jakey, δυσκολεύεται να αναλάβει το δικό του μερίδιο ευθύνης, όμως η εξέλιξη του έργου θα ανατρέψει το προσδοκώμενο.
Η παράσταση διακρίνεται από το στοιχείο της έκπληξης που συχνά ακραγγίζει τη φάρσα, ενώ είναι καταλυτικά κριτική απέναντι στον θεσμό της οικογένειας που βρίσκεται υπό διάλυσιν, απέναντι στο ιδεώδες της κοινωνικής συνοχής που καταρρέει, απέναντι στη βία που περιβάλλει τους σημερινούς εφήβους. Οι συνθήκες, στο Λίβερπουλ του σήμερα, μοιάζουν ακραίες, με μικρές όμως αναγωγές στη δική μας πραγματικότητα μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα κοινά σημεία: το καταναλωτικό παραμύθι με τους ήρωες των δημητριακών «Frosties», το λεξιλόγιο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ιδιαίτερα του Facebook, τα γνωρίσματα της ύστερης νεωτερικότητας που βιώνει η σύγχρονη νεολαία, την καταλυτική δύναμη της εικόνας, το ολίσθημα στα ναρκωτικά, την απαξίωση του συστήματος πεποιθήσεων της προηγούμενης γενιάς. Και, κυρίως, το απειλητικό φάσμα που κραδαίνεται διαρκώς πάνω από τα κεφάλια των νεαρών ηρώων/πρωταγωνιστών αυτής της συνθήκης «κλειστού» χώρου, συνοψίζει ωστόσο τον κοινωνικό ιστό που αποσαθρώνεται έξω στον δρόμο: εμπορία ναρκωτικών, πορνεία, συμμορίες και συνεχής ανασφάλεια είναι η κυρίαρχη συνθήκη εκεί έξω.
Η αναχώρηση της σκιώδους Μάνας για «κάπου αλλού» θέτει απερίφραστα στα τρία ανήλικα αδέλφια νέα δεδομένα αυτοπροστασίας, επιβίωσης, ιεράρχησης και ανάπτυξης αμυντικών μηχανισμών.
Τρυφερή και, παράλληλα, ειλικρινής και ωμή, η «Μούρη γεμάτη μούρα» δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε νεανικό κοινό, παρόλο που είναι ιδιαίτερα διδακτική και παρόλο που υιοθετεί και διδακτικό τόνο προς το τέλος: η κατάλυση των οικογενειακών –παραδοσιακών– δεσμών και η υποκατάστασή τους από εντελώς νέες μορφές σύνδεσης, αλληλεξάρτησης και διαχείρισης της ζωής ενός νέου είναι τα κύρια ζητήματα που πραγματεύεται. Η αναχώρηση της σκιώδους Μάνας για «κάπου αλλού» θέτει απερίφραστα στα τρία ανήλικα αδέλφια νέα δεδομένα αυτοπροστασίας, επιβίωσης, ιεράρχησης και ανάπτυξης αμυντικών μηχανισμών. Η καθημερινή τους ρουτίνα περιλαμβάνει επινοήσεις σίτισης, θέρμανσης, κοινωνικοποίησης και ανάκτησης της οικογενειακής θαλπωρής: για την ακρίβεια, υποκατάστασης όλων αυτών με ένα διαρκές παιχνίδι ρόλων και αλληλεξαρτήσεων, στα πλαίσια του οποίου καθένα από τα τρία παιδιά δοκιμάζεται σε μια «τελετή ενηλικίωσης» ιδιότυπου χαρακτήρα. Και τα τρία παιδιά είναι βαθύτατα πληγωμένα και το νεανικό κοινό σίγουρα θ’αναγνωρίσει οικεία μοτίβα στις εκφραστικές ακρότητες που επιστρατεύουν για να περιγράψουν τις ματαιώσεις τους.
Η διαδικασία «δεσίματος» που ακολούθησαν οι ηθοποιοί στο διάστημα της προετοιμασίας της παράστασης ανακλάται έντονα στους ταχείς ρυθμούς της κίνησής τους στον χώρο, στην απόλυτα πειστική εξέλιξη της στιχομυθίας, στην καλή επιστράτευση ενός timing που αποδεικνύεται λειτουργικό και για την ανάδειξη δευτερευουσών πτυχών του κειμένου: γι’αυτό, όσες προσθαφαιρέσεις έγιναν στο αρχικό κείμενο φαντάζουν απόλυτα οργανικά ενταγμένες στο τελικό σκηνικό αποτέλεσμα. Ο Αντρέας, η Μαντώ και ο Γιάννης έχουν, προφανώς, επινοήσει έναν σωρό τρόπους για να συνυπάρχουν δημιουργικά επί σκηνής, ωστόσο η σκληρή δουλειά αποτυπώνεται στην παράσταση. Ο Αντρέας υποδύεται τον Jakey σαν σκληροτράχηλο έφηβο που, ως ψευτόμαγκας που είναι, διαχειρίζεται την απογοήτευσή του με βίαιο κι επιθετικό τρόπο. Η Μαντώ μπαίνει στο πετσί της μητριαρχικής Kerrie αναπαράγοντας το μητρικό πρότυπο και αποζητώντας τη Μάνα κατ’εμμονικό τρόπο, μέχρι την εκτίναξή της στο άλλο άκρο και το οριακό φλερτ της με την ηρωΐνη. Ο Γιάννης μπαίνει στο πετσί του 13χρονου Cameron, η απότομη προσγείωση του οποίου θα τον φέρει στο μεταίχμιο της φευγάτης, ονειροπόλας παιδικότητας και ενός πρόωρα επιβεβλημένου ανδρισμού.
Το έργο του Ουίλσον είναι ένα πολύ δυνατό έργο, συχνά λειτουργεί αιφνιδιαστικά, η πλοκή είναι καταιγιστική και ενώ, στην ουσία, ελάχιστα πράγματα συμβαίνουν επί σκηνής, ο θεατής αποκομίζει την αίσθηση ότι συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές.
Η πολλά υποσχόμενη Αθηνά Δελιάδη έχει σεβαστεί τη δημιουργικότητα των ηθοποιών της, έχει μελετήσει βαθύτατα το έργο και έχει προσδώσει τις προεκτάσεις που απαιτούνται για να γίνει αποδεκτό από το ελληνικό κοινό. Είναι εντυπωσιακή η ωριμότητα της σκηνοθετικής της προσέγγισης, η τρυφερότητα που απηχούν κάποιες λεπτομέρειες, καθώς και η σωστή έμφαση που έχει δώσει στο ζήτημα της αφοσίωσης ανάμεσα στους χαρακτήρες των τριών παιδιών. Η μουσική του Γιάννη Ιόλαου Μανιάτη (Johnie Thin) είναι επίσης ταιριαχτή με το κλίμα και τον εσωτερικό ρυθμό της παράστασης, όπως και το ακατάστατο, γεμάτο αντικείμενα σκηνικό της Αλέγιας Παπαγεωργίου. Πολύ υποβλητικοί σε κάποια σημεία οι φωτισμοί του Χάρη Δάλλα και εξαιρετική η επιμέλεια της κίνησης από την Ελιάν Ρουμιέ, που συμβάλλει κατά πολύ στη χορογραφική αρμονία του αποτελέσματος. Το έργο του Ουίλσον είναι ένα πολύ δυνατό έργο, συχνά λειτουργεί αιφνιδιαστικά, η πλοκή είναι καταιγιστική και ενώ, στην ουσία, ελάχιστα πράγματα συμβαίνουν επί σκηνής, ο θεατής αποκομίζει την αίσθηση ότι συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές. Κάποια μικρή ασάφεια στην ηχητική κάλυψη του βίντεο του τέλους (Γιάννης Αντωνόπουλος) δεν διασαφεί κατά πόσον τελικά επέρχεται η ποθητή ενηλικίωση ή όχι: δεν αποκλείω, όμως, αυτή η δισημία να εμπίπτει και στις προθέσεις του συγγραφέως.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).