
Η «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας παρουσιάζεται στη σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη. Φωτογραφίες μέσα στο κείμενο: Κική Παπαδοπούλου
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Τη μισώ αυτήν την αλεπού, τον φόβο. Σε ξεπουπουλιάζει, σε ξεγυμνώνει, πούπουλο πούπουλο, και μετά σε βάζει να χορέψεις στον ρυθμό της»
Στη σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά είδα το έργο του oυαλού Εντ Τόμας «Αρκουδοράχη» («On Bear Ridge»), σε μετάφραση Αργύρη Ξάφη και σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη. Είναι ένα έργο για τον εφήμερο χαρακτήρα της ατομικής και της πολιτισμικής ταυτότητας. Στις παρυφές της ορεινής Αρκουδοράχης, το ζεύγος Τζοχν Ντάνιελ και Νόνι περιμένει με τον μπαλτά στο χέρι να ολοκληρωθεί μια επιχείρηση εκκαθάρισης, ενώ στο υπόγειο του κρεοπωλείου τους συνεχίζει να ακονίζει τα μαχαίρια του ο τρυφερός εκδοροσφαγέας και οικογενειακός φίλος τους Ιβάν Γουίλχαμ.
Η τελευταία εικόνα πριν την κατάργηση του «παλιού κόσμου»
Ο Αργύρης Ξάφης στον ρόλο του Τζοχν Ντάνιελ ερμηνεύει, οιονεί μεθυσμένος, έναν χαρακτήρα υπερευαίσθητο, ερμητικό, αφοσιωμένο, τελευταίο προασπιστή αυτού του «παλιού κόσμου». Μαζί με τη Δέσποινα Κούρτη στον ρόλο της Νόνι συνθέτουν ένα ανεπανάληπτο δίδυμο, ένα μεσήλικο ζευγάρι που έχει αποδεχθεί παθητικά την προοπτική του αφανισμού αλλ’ εντούτοις παραμένει πεισματικά στον τόπο και κάνει και «άνοιγμα» επικοινωνίας προς τον αλλόκοτο στρατιώτη που τους χτυπά την πόρτα. Η θλιβερή απουσία του γιου (και της μητέρας του Κάπταιν) υποδηλώνει, κατά περίεργο τρόπο, την προσδοκία μιας εκ νέου συνάντησης με το παρελθόν. Ο Δημήτρης Γεωργιάδης δίνει ιδιαίτερο τόνο στην αφήγηση της εμπειρίας του πρώην σφαγέα Ιβάν Γουίλχαμ, μέσα από τη σχέση του με τον δολοφονημένο γιο του ζευγαριού. Η σύνδεση των τριών με το αυχμηρό τοπίο είναι προφανής: μνήμες που διαρκώς ανακαλούνται, μια οικογενειακή ευτυχία που έχει διαλυθεί, η απώλεια ενός παιδιού, το μίσος και η καταστροφή ως τελευταία εικόνα πριν από την κατάργηση του «παλιού κόσμου».
Στον ρόλο του σαστισμένου, μισομεθυσμένου ξένου που φέρει την επωνυμία «Κάπταιν», ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης δίνει το στίγμα του ανθρώπου που οπλίζεται κάθε στιγμή για να διατηρήσει άσβεστη τη μνήμη της τελευταίας «άρτιας» συνύπαρξής του με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Ο Κάπταιν είναι ένοπλος και διαρκώς ένας θάνατος επαπειλείται στην αρρενωπή κίνησή του: μοιάζει να έχει σύνδρομο μετατραυματικού στρες ενός κλασικού βετεράνου και στην ουσία έχει βεβαρημένη μνήμη από την απώλεια της οικογένειάς του. Αποζητά τη θαλπωρή και την επικοινωνία, εκ των πραγμάτων, όμως, αυτό αποκλείεται από την ίδια την κατάσταση που έχει κληθεί να υπηρετήσει, και γι’αυτό έρχεται σε κατάφωρη σύγκρουση με τη συνείδησή του.
Αυτή η επικοινωνιακή πράξη γίνεται τόσο υπό το κράτος του φόβου και της απειλής, όσο και με γνώμονα τη νοσταλγία για τους χαμένους καιρούς της ανθρωπιάς.
Μια γλαφυρή αλληγορία για «δυο όχθες» που τις χωρίζει το ρεύμα των καιρών θα σταθεί αφορμή για τη θέσπιση μιας επικοινωνιακής γέφυρας ανάμεσα στο ζευγάρι Τζοχν Ντάνιελ-Νόνι και στον Κάπταιν. Αυτή η επικοινωνιακή πράξη γίνεται τόσο υπό το κράτος του φόβου και της απειλής, όσο και με γνώμονα τη νοσταλγία για τους χαμένους καιρούς της ανθρωπιάς. Θλίψη για την επικείμενη καταστροφή: αυτό είναι το τίμημα της οικειότητας που διανοίγει το ζευγάρι για τον επήλυδα/εισβολέα, που ακροβατεί ανάμεσα στον ρόλο του φίλου και εκείνον του εξολοθρευτή. Ο μιλιταριστικός χαρακτήρας της παρουσίας του θα επιτελέσει μια μη αναστρέψιμη διαταραχή του εφησυχασμού και της λήθης τους, θα ενεργοποιήσει τις γλωσσικές τους μνήμες και θ’ ανακινήσει το συναίσθημά τους.
Νοσταλγία για τη γλώσσα της παλιάς, καλής εποχής
Υπάρχει μια ουαλική λέξη, η λέξη hiraeth, που μοιάζει με την πορτογαλική λέξη sodade και την ελληνική λέξη «νοσταλγία». Αυτό το συναίσθημα κυριαρχεί σε αυτήν τη συγκινητική παράσταση, όπου οι ευθύγραμμες αφηγήσεις/τιράντες λειτουργούν ως ιντερλούδια στην ανεξήγητη αλλά παλλόμενη ταραχή των ηρώων και στον κατακερματισμό της ζωής τους. Στον «παλιό κόσμο» μιλούσαν μια γλώσσα ονειρική, μια γλώσσα Cymru (αρχαία ουαλική ή κέλτικη Gaelic) που όμως επιβιώνει ημιθανής στα όνειρά τους (είναι εκπληκτική η σκηνή του παραμιλητού του Αργύρη Ξάφη στο ξεκίνημα του έργου) και στους στίχους του τραγουδιού που συνέθεσε ο Θοδωρής Αμπαζής ειδικά για την παράσταση. Πρόκειται για την ποιητική γλώσσα καταγραφής της προσωπικής ιστορίας, που δημιουργεί αντίστιξη προς ένα παρόν γεμάτο λείψανα, υπολείμματα αντικειμένων, τάφους και κενό. Η γλώσσα ακούγεται και πάλι στις πολύ προσωπικές, συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές τους, προσδίδοντάς τους μια ταυτότητα που, με την εκ νέου χάραξη των «ορίων» του πραγματικού κόσμου, βαίνει προς την εξαφάνιση. Αυτές τις στιγμές τις συνοδεύει και η «ζεστή» φωτιστική συνθήκη του Αλέκου Αναστασίου – οι υπόλοιπες σκηνές φωτίζονται με ψυχρό φως.
Η «μεθυσμένη» κινησιολογία της Κατερίνας Φώτη αποδίδει το ίζημα τραγικού λόγου που εναποτίθεται στο σύγχρονο κείμενο. Το σκηνικό είναι μια ελιοτική «Έρημη Χώρα» και ο δραματικός χωροχρόνος παραμένει ασαφής, ούτως ώστε να είναι αρχετυπικός: κληρονόμος του θεάτρου του Παραλόγου, ο συγγραφέας στήνει μια μίνι αποκάλυψη και την επενδύει με ποίηση και άρωμα παράδοσης. Η μεγάλη επιτυχία της κυρίας Βουλγαράκη είναι πως «αποσπά», με την ερμηνευτική της διδασκαλία, το απρόσμενο στοιχείο που μας επιφυλάσσει το κείμενο και μας το προσφέρει ως ατμόσφαιρα έντονης εγρήγορσης και κινδύνου. Ο ήχος των σειρήνων ενός επικείμενου βομβαρδισμού, η εκπυρσοκρότηση ενός όπλου, όλα έρχονται να εκτιναχθούν από ένα κατά τα άλλα λυρικό συγκείμενο.
Δεν υπάρχουν κρέατα αναρτημένα, δεν υπάρχει φαγητό στο ψυγείο, μόνο μια φορητή φιάλη αλκοόλ συνοδεύει τους πρωταγωνιστές και αυγατίζει τη μέθη τους.
Η Ιώ Βουλγαράκη φεύγει από το νατουραλιστικό πλαίσιο και επιβάλλει στο έργο του Εντ Τόμας αργούς ρυθμούς, αφηγηματική έκσταση, ποίηση. Τα οπτικά στοιχεία της παράστασης (το μακρόστενο ικρίωμα του κυρίως χώρου, το μικρότερο βάθρο με τα τσιγκέλια και τους εξομολογητικούς μονολόγους, η αιωρούμενη πίσω δοκός και οι πάγκοι του χασάπικου) και τα κοστούμια της Anna Fedorova οριοθετούν την ερήμωση των «Καταστημάτων της Αρκουδοράχης» («Bear Ridge Stores») ως απουσία ζωής: δεν υπάρχουν κρέατα αναρτημένα, δεν υπάρχει φαγητό στο ψυγείο, μόνο μια φορητή φιάλη αλκοόλ συνοδεύει τους πρωταγωνιστές και αυγατίζει τη μέθη τους. Πρόκειται για μια μέθη μεταφυσική, βεβαίως, καθώς το κλειστοφοβικό σκηνικό ενσαρκώνει ειρωνικά την παραίσθηση μιας απρόσκοπτης συνέχισης της ζωής. Σταδιακά, όμως, η έξω πραγματικότητα εισβάλλει στον φαινομενικά ασφαλή προσωπικό χώρο του ζευγαριού – και εδώ αισθανόμαστε τον παιγνιώδη χαρακτήρα του κειμένου, το επαμφοτερίζον χιούμορ που κατ’ ουσίαν είναι μια σπαρακτική παραδοχή ήττας της ανθρώπινης ύπαρξης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).