Η «Εκκρεμότητα» του Τσιμάρα Τζανάτου ανεβαίνει ξανά στη σκηνή, αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Εσπίριτου στο Θέατρο Noūs. Φωτογραφίες από τον Κωνσταντίνο Παυλίδη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Όταν πεθάνω, θα γίνω περιπολικό. / Να φωτίζω το σκοτάδι που θα αφήσω πίσω μου. / Να φοβίζω το σκοτάδι που θα πάω να συναντήσω».
Tσιμάρας Τζανάτος («Αγνώστου, Η βία του βίου», Ποιήματα, Κάπα Εκδοτική).
Ο Θεόδωρος Εσπίριτου σκηνοθετεί δεξιοτεχνικά την «Εκκρεμότητα» του πρόωρα χαμένου Τσιμάρα Τζανάτου στο Θέατρο Noūs, με πρωταγωνιστές τους συγκλονιστικούς Νίκο Παντελίδη και Σπύρο Βάρελη. Η «Εκκρεμότητα» ανεβαίνει για τέταρτη φορά στη σκηνή, ενώ έχουν προηγηθεί οι σκηνοθεσίες των Βασίλη Νούλα, Βαγγέλη Βογιατζή και Jason Warren.
Σαν τα έργα του Κολτές, δαιμονοποιεί τη μητριαρχική φιγούρα της Μάνας διακωμωδώντας τις συνδηλώσεις της και αναδεικνύει τη συντεθλιμμένη queer λίμπιντο του «διαφορετικού» παιδιού, χωρίς απαραιτήτως να την καθαγιάζει.
Το έργο έχει δοκιμιακό χαρακτήρα και φιλοτεχνεί αρχετυπικούς χαρακτήρες, χωρίς διευκρινισμένο φύλο, ηλικία, κοινωνική θέση, ιδιότητα – είναι δε ανοιχτό ως προς τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να συνθέτουν μια persona. Σαν τα έργα του Κολτές, δαιμονοποιεί τη μητριαρχική φιγούρα της Μάνας διακωμωδώντας τις συνδηλώσεις της και αναδεικνύει τη συντεθλιμμένη queer λίμπιντο του «διαφορετικού» παιδιού, χωρίς απαραιτήτως να την καθαγιάζει: «λόγια που ποτέ πριν δεν είχα ακούσει να μου λένε. Και μάλιστα να μου τα λέει άνδρας. Μόνο εγώ τα είχα πει. Σε γυναίκα. Γι’ αυτό τον άφησα. Μέσα μου. Να μπει. Σαν Εγώ μπήκε. Όχι σαν άλλος». Η σεξουαλική φόρτιση της συγκεκριμένης σκηνής εναρμονίζεται με το μοτίβο της περιθωριοποίησης που προκρίνει ο Τσιμάρας Τζανάτος στα έργα του. Η αποκάλυψη του έργου είναι ο απολύτως παράλογος χαρακτήρας των εξουσιαστικών μορφών, όπως αυτή της Μάνας, καθώς και η εξαρτησιακή σχέση του γιου προς τη Μάνα-Βασανίστρια.
Το σκηνικό είναι μάλλον ασφυκτικό: με τα χέρια απλωμένα και σκυφτός πάνω σε ένα «επισκοπικό» τραπέζι, ένας συνηθισμένος ανεπάγγελτος, ανώνυμος και χωρίς προσδιορισμένα στοιχεία ταυτότητας άνθρωπος (ο Άλφα) εκμυστηρεύεται τις μνήμες και απορίες του σε μια αμφίφυλη εκδοχή του εαυτού του, σε ένα είδος σκεπτομορφής (τον Γάμα), για να λάβει ως απάντηση γνωμικές αποφάνσεις: «Όταν το δέρμα ζεσταίνεται από δέρμα, σα να καταργείται το δέρμα. Δεν διαχωρίζει πια. Ενώνει». Ή, σε άλλο σημείο του κειμένου: «Ήρθαν φορτηγά. Μπουλντόζες τεράστιες με ατσάλινα δόντια. Να φάνε ήρθαν. Τα αποφάγια μας… Πώς κατέληξε ο κόσμος, τα ψίχουλά του να είναι περισσότερα από το ψωμί του!». Ή, τέλος, αλλού: «Είναι ακατανόητη για τον άνθρωπο η θέα του άλλου ανθρώπου όταν διαλύεται». Ο Γάμα αρθρώνει φράσεις αμφίσημες, αλλά με σαφές σαρκαστικό πρόσημο- ευθύβολες ριπές κατά της επανάπαυσης, κατά της αναστολής, κατά του φόβου και της ψευτιάς. Πρόκειται, εξάλλου, για έναν ύμνο στην ετερότητα.
Ένα θέατρο που σχολιάζει την ίδια την υπόστασή του
Αν ως «ετερότητα» αντιλαμβανόμαστε κάθε μορφή απόκλισης από την πεπατημένη, τότε ο Άλλος γίνεται αυτομάτως ο δήμιος της ψυχικής υγείας του υποκειμένου: ό,τι διαπράττεται εσφαλμένα, είναι παράπτωμα όχι του εαυτού μας, αλλά του «Άλλου», μιας αφαιρετικής σύλληψης του Αλλοτριωμένου Εγώ – ενός Εγώ κατά βάσιν εχθρικού, που ρέπει προς τoν παραλογισμό. Αν γίνει αντιληπτό ως performance, το βαθύτερο νόημά του (η άρνηση των ταυτοτήτων ως μια εξω-λογική διεργασία) δεν πλήττεται από τυχόν ερμηνευτικές παρεμβάσεις. Ιδιαίτερα όταν η σκηνοθετική πινελιά είναι στυλιζαρισμένη σκοπίμως (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αντινατουραλιστικής σκηνοθεσίας του Θεόδωρου Εσπίριτου), τότε μπορούμε να μιλούμε για μια μεταδραματική διάσταση, για ένα θέατρο που σχολιάζει την ίδια την υπόστασή του ακολουθώντας μιαν αυστηρά δομημένη σκηνική τελετουργία: κινήσεις υπερτονισμένες που συνοδεύουν τις υπερτονισμένες φράσεις, pop art κόκκινα ακουστικά τηλεφώνου, ποδήρεις ενδυμασίες (Χαρά Κονταξάκη) που παραπέμπουν σε λαίδη αλλά και σε περιστρεφόμενο δερβίση και ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια με κοθόρνους.
Νομίζω ότι ο μίτος που συνδέει τον Τσιμάρα Τζανάτο με τον Θεόδωρο Εσπίριτου είναι το κίνητρο της ειλικρίνειας. Το έργο του Τσιμάρα έχει σαφείς σκηνικές οδηγίες, ο ίδιος όμως επέτρεπε πλήρη ελευθερία κινήσεων στους σκηνοθέτες των έργων του. Είναι ένα έργο για την απόλυτη μοναξιά, τη μοναξιά που εκπορεύεται από την υπαρξιακή συνθήκη του δυτικού ανθρώπου: από τον ερμητισμό και τον απόλυτο ιντιβιντουαλισμό της έως τη χειραγώγηση που ασκεί το σύστημα μέσω της ετεροκανονικότητας και της απόκρυψης της αλήθειας: «Επικίνδυνο πράγμα η ερώτηση. Aνοίγει πόρτα στο αόριστο. Να μπει, να χώσει τη μαύρη του μουσούδα ως το Πραγματικό».
Με αγωνία και εσωτερικότητα μύστη, αλλά και με έντονη αίσθηση του χιούμορ, ο Νίκος Παντελίδης και ο Σπύρος Βάρελης υποστηρίζουν αυτήν την προγραμματικά πολυδιάστατη «persona σε καθρέφτη» που βιώνει τραυματικά, σαν σε θρίλερ, τη βαθμιαία αλλοίωσή της, σε σημείο να μην αναγνωρίζει τον εαυτό της. Η κάθαρση έρχεται μαζί με τον αυτοπροσδιορισμό του ήρωα και την επανασύνδεσή του με την πραγματικότητα, πράγμα που προσδίδει αισιόδοξη προοπτική στο έργο.
Ο αξέχαστος Τσιμάρας Τζανάτος σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου, θέατρο και Ιστορία της Τέχνης, εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ως δημοσιογράφος, ως αρχισυντάκτης στην τηλεόραση και ως θεατρικός συγγραφέας (Έξοδος, Μαζί Ποτέ, Πόσα ζώα χωράει ένας άνθρωπος, Κ, Κώστας Νούρος: Ξένος δυο φορές, Δεσποινίς Δυστυχία και Το παιδί που το φώναζαν Μουράτ). Τον χάσαμε πέρυσι, κι αυτή ήταν μια τεράστια απώλεια για όλους τους φίλους του και για όλον τον κόσμο της ποίησης και του θεάτρου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
INFO
Κείμενο: Τσιμάρας Τζανάτος
Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Εσπίριτου
Σκηνικά/κοστούμια: Χαρά Κονταξάκη
Μουσική: Μανώλης Μανουσάκης
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Visual Artist: Αλεξάνδρα Νιάκα
Εκτέλεση Παραγωγής: ΦΩΤΟΝΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Ηθοποιοί: Νίκος Παντελίδης, Σπύρος Βάρελης