
Ο «Βασιλιάς Ληρ» του Ουίλιαμ Σάιξπηρ, ένα από τα πιο γνωστά έργα του, παρουσιάζεται στο θέατρο Arroyo σε μια φλαμένκο εκδοχή. Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Σταύρος Λίτινας -που επανειλημμένα έχει μεταφέρει κλασικά κείμενα στο ιδιόλεκτο του φλαμένκο, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία- φαίνεται πως βρήκε στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ το έργο που ιδιοσυγκρασιακά τον εκφράζει περισσότερο: δεν είναι τυχαίο που η παράσταση του χοροθεάτρου Arroyo αξιοπoιεί τους κυρίαρχους χαρακτήρες του έργου συγκεφαλαιώνοντας σε αυτούς μια πλειάδα ρόλων.
Ο Βασιλιάς Ληρ είναι η απόλυτη θεατρική έκφραση της τραγικότητας- ο φυσικός διάδοχος του Οιδίποδα. Κάθε απόπειρα ερμηνείας του οφείλει να υπολογίσει τις τιτανικές διαστάσεις που έχει προσλάβει στην ιστορία του θεάτρου, τον αμιγή αγγλοσαξονικό του χαρακτήρα και τις ιστορικές του συνιστώσες. Είναι άθλος για έναν καλλιτέχνη να καταφέρει να προσαρμόσει ένα τέτοιο κείμενο στα μέτρα της σύγχρονης εποχής, να το αποδομήσει, να ανιχνεύσει τα συστατικά του στοιχεία και να το επανασυνθέσει, χωρίς τον κίνδυνο να προσκρούσει στις στερεοτυπικές εκδοχές που έχουν καθιερώσει τον σαιξπηρικό λόγο στο συλλογικό ασυνείδητο.
Ο Ληρ νιώθει άτρωτος, απρόσβλητος από τα ανθρώπινα προβλήματα (τα γεράματα, την αρρώστια, την εγκατάλειψη, τη φτώχεια), είναι ο απόλυτος εξουσιαστής που καθιερώνει κάθε ιεραρχία στην αυλή και στο βασίλειό του: ο εκπρόσωπος της παλαιάς, φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη έκδοση της τραγωδίας ονομάστηκε: «Μια αληθινή ιστορία-χρονικό για τη ζωή και τον θάνατο του Βασιλιά Ληρ». Αντίθετα, το ανεπίληπτο του χαρακτήρα της Κορντέλια είναι η πρώτη κρυμμένη αιχμή για την ευαλωτότητα, την τρωτή φύση του βασιλιά, είναι μια ρωγμή στην κυριαρχία του, ένα «φίδι στον κόρφο του», κάπως όπως η Αντιγόνη είναι επικίνδυνη για την αυταρχική εξουσία του Κρέοντα στο σοφόκλειο δράμα. Ο Ληρ παίζει ένα παιχνίδι λέξεων με τη λεκτική απόδειξη της αγάπης που επιζητά. Αυτή η (λεκτική) περφόρμανς που απαιτεί θέλει να είναι εγκωμιαστική, κολακευτική, επαινετική για την εξουσία του.
Η ευφράδεια με την οποία επιδεικνύουν την αγάπη τους οι δυο πρώτες κόρες του, η Γκόνεριλ και η Ρέγκαν, κατ’ ουσίαν τις τοποθετεί στη θέση για την οποία προορίζονται οι γυναίκες και οι υπήκοοι (υπάκουοι) στο καθεστώς που επιβάλλει ο Ληρ: τον ματαιόδοξο, ρηχό δυνάστη δεν τον απασχολεί η ειλικρινής λεκτική διατύπωση των συναισθημάτων, αρκείται (μέσα στη γενικότερη τύφλωσή του) στα μεγαλόσχημα λόγια και κωφεύει στο μέτρο και στην ευθύτητα που χαρακτηρίζουν την Κορντέλια.
Στη φοβερή νύχτα της καταιγίδας, ο Ληρ στέκει, συντετριμμένος, ανάμεσα στις αστραπές, τις βροντές και τη θύελλα, ανίκανος να υποτάξει τη μανία της φύσης και αποκτώντας τελεσίδικα συνείδηση της αδυναμίας και της τρωτότητάς του.
Στην παράσταση του Arroyo οι αρχετυπικές διαστάσεις του σαιξπηρικού έργου τηρούνται κατά γράμμα, καθώς ως ερμηνευτής ο Λίτινας ενσαρκώνει την υπαρξιακή δίνη με στιβαρό τρόπο, πάνω σ’ ένα ικρίωμα αριστερόστροφης περιδίνησης όπου λαμβάνουν χώρα τα πάντα: η ματαιόδοξη αναζήτηση του αέναου της εξουσίας, η άδικη κατανομή της, η παρεννόηση των προθέσεων των παιδιών του, η Θεία Δίκη, η προσωπική του, παιγνιώδης αναμέτρηση με το alter ego του, τον Γελωτοποιό (the king’s fool), η τρέλα, η τελική του κατάρρευση. Στη φοβερή νύχτα της καταιγίδας, ο Ληρ στέκει, συντετριμμένος, ανάμεσα στις αστραπές, τις βροντές και τη θύελλα, ανίκανος να υποτάξει τη μανία της φύσης και αποκτώντας τελεσίδικα συνείδηση της αδυναμίας και της τρωτότητάς του. Η περιστροφή του Λίτινα πάνω στη σκηνή παραπέμπει ως εύρημα στους δερβίσηδες και δίνει την αίσθηση ενός αθύρματος, ενός «παιχνιδιού» που διεξάγεται ανάμεσα στον Ληρ και την Τρέλα του.
Η Μαρία Μανδραγού καθιερώνει έναν χορευτικό και θεατρικό τύπο πολύ δυναμικό στον ρόλο του Γελωτοποιού δίνοντας με χιούμορ και ευελιξία το σχολιαστικό του στίγμα στη διάρκεια όλης της παράστασης. Η Ηλέκτρα Χρυσάνθου ως Γκόνεριλ και η Φανή Δεμέστικα ως Ρέγκαν είναι συγκλονιστικές, δεινές ερμηνεύτριες και ώριμες σκηνικά στην απόδοση της πλεονεξίας και της ενδοοικογενειακής έριδας. Η Βάσια Κατσιγιάννη ως Κορντέλια επιβάλλει την ευαίσθητη, τρυφερή της παρουσία, ενώ η Τζέσικα Καϊμπαλή ως Έντμοντ αναμετράται επάξια με την αιχμηρή περσόνα που υποδύεται, διατηρώντας σκηνική συμμετρία προς το πρόσωπο του Έντγκαρ (Άνια Βασιλείου).
Ένας αναγεννησιακός βάρδος, τζαζ, φλαμένκο και ανδαλουσιανή μουσική
Θεωρώ πως ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται στην επιλογή της Δανάης Κατσαμένη στον ρόλο του Σχολιαστή/Χορού: εν είδει αναγεννησιακού βάρδου τραγουδά σύγχρονη αγγλοσαξονική μουσική υπογραμμίζοντας και σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα επί σκηνής, ενώ ανοίγει και κλείνει την παράσταση με την αισθαντική, τζαζ φωνή της συνοδευόμενη από την πιανιστική δεινότητα της Αλίνας Αναστασιάδη. Είναι αξιοπρόσεκτο το πώς ένα arpegio του φλαμένκο αποδίδει μια τρίλια του κλασικού οργάνου, πώς οι κορυφώσεις του zapateado (των χτυπημάτων των ποδιών) ανοίγουν διάλογο μεταξύ τους, πώς οι χορεύτριες παραδίνονται στη γλυκειά λιποθυμία μιας συγχορδίας του πιάνου ενώ παράλληλα ολοκληρώνουν ένα compás (μουσική φράση της ανδαλουσιανής μουσικής), πώς το φλαμένκο μπορεί να είναι μια ανάσα κι ένα μέτρο που χωρά πολιτισμικά σ’ ένα τόσο διαφορετικό ηχητικό τοπίο.
Φυσικά, κορυφαίος παράγοντας επιτυχίας της παράστασης είναι τα έξοχα κοστούμια του Σταύρου Λίτινα και το απόλυτα αφαιρετικό σκηνικό, με τους πολύσημους θρόνους/καθρέφτες και την κυλινδρική υπερυψωμένη σκηνή, ενώ τα palmas και τα pitos (τα χτυπήματα των χεριών και των δακτύλων) καταργούν τις αποστάσεις και εισάγουν μια πρωτοφανή διαδραστικότητα. Έπαινος αξίζει επίσης στην πρωτότυπη χορογραφική δουλειά του Σταύρου Λίτινα, της Φανής Δεμέστιχα, της Τζέσικα Καϊμπαλή, της Μαρίας Μανδραγού, του Τάσου Μπεκιάρη και της Ηλέκτρας Χρυσάνθου. Πρέπει, τέλος, να υπογραμμιστεί η υψηλή αισθητική της παράστασης και η επιλογή πρωτότυπης μουσικής επένδυσης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).