
Για την παράσταση του έργου του Bernard-Marie Koltès «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι», σε σκηνοθεσία Τιμοφέι Κουλιάμπιν, δραματουργία Roman Dolzhanskiy, που ανεβαίνει μέχρι την Κυριακή στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, με τους Τζον Μάλκοβιτς και Ινγκεμπόργκα Νταμπκουνάιτε στους δύο ρόλους.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση είδα τη «Μοναξιά στους κάμπους με βαμβάκι» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές, ένα αντιπροσωπευτικό έργο ενός θεάτρου όπου πρωτοκαθεδρία έχει η ανθρώπινη σχέση και που διακρίνεται από τον έντονο αντινατουραλισμό του: είναι το τρίτο κατά σειρά θεατρικό κείμενο που έγραψε ο Κολτές το 1985 για το Théâtre des Amandiers του Πατρίς Σερό, όπου ανέβηκε το 1987.
Την πολυεπίπεδη, αδιέξοδη σχέση ανάμεσα σε δύο ανθρώπινα όντα –ή ανάμεσα στις δύο εκδοχές ενός και του αυτού ανθρώπου– ερμηνεύουν στην Κεντρική σκηνή της Στέγης ο Τζον Μάλκοβιτς και η Ινγκεμπόργκα Νταμπκουνάιτε, στην αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Τιμοφέι Κουλιάμπιν [Timofey Kulyabin]. Ο Ρώσος σκηνοθέτης είναι απόφοιτος της Ρωσικής Ακαδημίας θεάτρου και Διευθυντής του Θεάτρου Red Torch του Νοβοσιμπίρσκ από το 2015. Η παράσταση αυτού του έργου, που ο Pavis («Le theatre contemporain», Paris, Armand Colin, 2004) το ενέταξε στη «μετακλασική» δραματουργία, έκανε πρεμιέρα τον Μάιο του 2022 στο Dailes teātris, στη Ρίγα της Λετονίας.
Ένας φιλοσοφικός διάλογος του κλασικισμού
Το έργο αναπτύσσεται ως φιλοσοφικός διάλογος του κλασικισμού, υιοθετώντας την αμφισημία και την ελλειπτικότητα ως κύρια γνωρίσματά του, ενώ παριστά κάθε ανθρώπινη συναλλαγή ως εμπορική: υποτίθεται ότι η σύλληψή του ξεκίνησε όταν ο Κολτές συνάντησε, στο μετρό της Νέας Υόρκης, έναν άνθρωπο που του είπε: «Έχω ό,τι θέλεις: χασίς, ηρωίνη, κοκ, έκσταση, κρακ...», και εκείνος απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα», μέχρι τη στιγμή που κατάλαβε ότι ο άλλος ζητιάνευε και ζητούσε χρήματα. Οι χαρακτήρες της «Μοναξιάς», απογυμνωμένοι από ονόματα, προσωπική ιστορία, συγκεκριμένη ψυχολογία και κοινωνικό status, φέρουν μόνο τη σφραγίδα του ρόλου που διαδραματίζουν στα πλαίσια αυτής της συναλλαγής, αυτού του deal: παύουν να είναι χαρακτήρες και απομένουν πρόσωπα, είναι ο Ντίλερ και ο Πελάτης. Παρατίθενται, λοιπόν, συγκεκριμένες τοποθετήσεις ως προς την πώληση από τη μια πλευρά και συστηματική έκφραση της απουσίας πρόθεσης αγοράς από την άλλη. Ο ένας, ο Ντίλερ, θέλει να πουλήσει κάτι που δεν θέλει να κατονομάσει και ο άλλος, ο Πελάτης, δεν θα πει ποτέ τι του λείπει, με αποτέλεσμα να προβούν και οι δύο σε μιαν ατελείωτη σειρά υποθέσεων:
«Αν βαδίζετε έξω, αυτήν την ώρα και σ' αυτό το μέρος, είναι επειδή ποθείτε κάποιο πράγμα που δεν έχετε, κι αυτό το πράγμα, εγώ, μπορώ να σας το προμηθεύσω».
Η (καθαρά ερωτική) σχέση που εξυφαίνεται μεταξύ τους περνά το στάδιο της εχθρότητας («Μη μου ζητήσετε να μαντέψω την επιθυμία σας!»), της διπλωματικής προσέγγισης («Πείτε μου αυτό που επιθυμείτε και που μπορώ να σας προσφέρω»), της επιθυμίας, της αποστροφής («Είστε φτωχός και αδαής!»), της ταύτισης («Ικανοποιημένοι με το ότι είμαστε άνθρωποι και δυσαρεστημένοι με το ότι είμαστε ζώα»), της αποξένωσης και πάλι της εχθρότητας («Αυτό που με αηδιάζει πιο πολύ είναι η αθέμιτη πρόθεση»): το βλέμμα του ντίλερ παραβιάζει την εγγενή παρθενικότητα της ψυχής του πελάτη και τ’ ανάπαλιν. Ο πελάτης μετατρέπεται σε ένα βρέφος που ανησυχεί και ξαγρυπνά όταν «το νυχτερινό φωτάκι» στο δωμάτιό του σβήνει σιγά σιγά. Η διαρκής μετάπτωση διαθέσεων του κειμένου κλιμακώνεται μέσω της υπνωτιστικής επιχειρηματολογίας, της ρητορικής αποπλάνησης, της καχυποψίας, της διάψευσης και της επιβεβαίωσης, της απάτης και της προσδοκίας, της αθωότητας και της ενοχής, του σαρκασμού και της ποιητικής λογοδιάρροιας, της φιλοσοφικής ενατένισης και της ερωτικής ανταλλαγής ευφυολογημάτων τύπου Μαριβώ (marivaudages): ενός συνόλου ρητορικών τεχνασμάτων που φωτίζουν την ερωτική πλευρά του κειμένου,σε μια διεργασία που παραπέμπει στον Ζαν Ζενέ.
Αρχική πρόθεση του συγγραφέα ήταν οι δυο χαρακτήρες να είναι ένας λυρικός τραγουδιστής των μπλουζ και ένας επιθετικός, φοβιστικός πανκ, όμως τελικά αποφάσισε να είναι δύο πρόσωπα που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αποπειρώνται να συνάψουν μια σχέση όπου εμπλέκεται και επικρατεί η Επιθυμία, όμως στο τέλος έρχονται σε άμεση, αυτοκαταστροφική σύγκρουση.
Η κατάσταση που επικρατεί είναι η Επιθυμία
«Βεβαίως και το θέατρο αφηγείται τη ζωή, βεβαίως και γράφουμε μόνο με υλικό από τη ζωή. Αν γράψουμε όμως ένα θεατρικό έργο, αν σκηνοθετηθεί και παιχτεί, είναι για να περάσουμε τη ζωή σε μιαν άλλη κατάσταση, να περάσουμε από την πραγματικότητα στο έργο τέχνης. Η ελευθερία, μεγάλο προνόμιο αυτής της δραστηριότητας, είναι συγχρόνως και το ρίσκο της», είχε δηλώσει ο Κολτές (Le monde, Φεβρουάριος 1988).
Το πιο σημαντικό σημείο της ερμηνείας των Μάλκοβιτς και Νταμπκουνάιτε είναι η συζήτηση για την προσφορά ρούχων σε κάποιον που κρυώνει:
Και στο συγκεκριμένο έργο –που είναι ασαφές και ανοιχτό στις προσεγγίσεις και ερμηνείες– η κατάσταση που επικρατεί είναι η Επιθυμία, καθώς ο διάλογος αναφέρεται σε κάποιον σκοτεινό, ανομολόγητο πόθο και ο εκφέρων τον λόγο ουσιαστικά αντιδικεί με τη φωνή του υποσυνειδήτου του, μια φωνή γονεϊκή, ίσως μητρική, πάντως ανυπερθέτως ελεγκτική. Αρχική πρόθεση του συγγραφέα ήταν οι δυο χαρακτήρες να είναι ένας λυρικός τραγουδιστής των μπλουζ και ένας επιθετικός, φοβιστικός πανκ, όμως τελικά αποφάσισε να είναι δύο πρόσωπα που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αποπειρώνται να συνάψουν μια σχέση όπου εμπλέκεται και επικρατεί η Επιθυμία, όμως στο τέλος έρχονται σε άμεση, αυτοκαταστροφική σύγκρουση. Το ζήτημα της ύστατης συγκρουσιακής κατάστασης (εν είδει αυτοχειρίας) εμφανίζεται στο τέλος του κειμένου, όταν ο πελάτης ρωτά τον ντίλερ «Λοιπόν, τι όπλο;»: σαν να είναι το «όπλο» ή η σωματική αναμέτρηση η τελευταία δυνατότητα επικοινωνίας που διανοίγεται ανάμεσα στον Εαυτό και στην ανάκλασή του – που δεν αποκλείεται να είναι και ο Εραστής.
Κατά την προσωπική μου αίσθηση, το έργο αυτό του Κολτές παριστά μια αναγωγή σε αρχετυπική μορφή της καταθλιπτικής ετερότητας/αποξένωσης που επικρατεί στην ερωτική γνωριμία «της μιας βραδιάς» (one night stand), και που στην εποχή μας τείνει να γενικευθεί σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Το πιο σημαντικό σημείο της ερμηνείας των Μάλκοβιτς και Νταμπκουνάιτε είναι η συζήτηση για την προσφορά ρούχων σε κάποιον που κρυώνει: «Σήμερα που σας άγγιξα, ένιωσα πάνω σας το κρύο του θανάτου, ένιωσα όμως και πώς υποφέρει κανείς από το κρύο, όπως μόνο ένας ζωντανός μπορεί να υποφέρει. Γι’ αυτό σάς έδωσα το σακάκι μου, εγώ δεν υποφέρω από το κρύο»: άπλετη τρυφερότητα αναδίδεται από μια σχέση αμιγούς συναλλαγής, το έργο εξυψώνεται στη σφαίρα του κλασικού και εγκαινιάζει προφανές ηθικό πλαίσιο.
Το σκηνικό είναι μαύρο και προσφέρει ελάχιστα ανοίγματα-διόδους προς χρονικά διαφορετικά «παράθυρα» φωτός (...)
Λόγω της απουσίας σκηνικού χώρου και χρόνου από τα έργα του Κολτές, ο σκηνοθέτης έχει μεγάλη ελευθερία ερμηνείας: ο σκηνικός κόσμος που εκδιπλώνει ο Κουλιάμπιν μπροστά στο κοινό είναι ερμητικός και σκοτεινός: ένας άντρας μπαίνει σ’ένα διαμέρισμα, γδύνεται με αργές κινήσεις και, ενώ βαδίζει προς το ντους, αρχίζει να αυνανίζεται. Το σκηνικό είναι μαύρο και προσφέρει ελάχιστα ανοίγματα-διόδους προς χρονικά διαφορετικά «παράθυρα» φωτός (ή του ασυνειδήτου, μιας προ-πολιτικής αναφοράς σε σύμβολα πολιτιστικά): ένα ασανσέρ, μια ντουλάπα σύγχρονου διαμερίσματος ή ξενοδοχείου, ένα ράφι όπου χιονίζει και οι νιφάδες είναι απτές, μια ντουσιέρα, μια είσοδος/έξοδος, ένας πίνακας σχολείου όπου επιλύονται υπερρεαλιστικές εξισώσεις. Παράλληλα, ο άντρας της αρχής μετατρέπεται στη μορφή του Μάλκοβιτς και επί σκηνής εμφανίζεται η μορφή της Νταμπκουνάιτε, που επίσης μεγεθύνεται με σύγχρονες κάμερες και προβάλλεται στην ίδια ασπρόμαυρη κινηματογραφική οθόνη σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Η Μοναξιά στους κάμπους με βαμβάκι πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα το 1995, στο Θέατρο του Νότου (Θέατρο Αμόρε), σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός υποδυόταν τον ρόλο του ντίλερ και ο Ακύλλας Καραζήσης εκείνον του πελάτη. Έκτοτε σκηνοθετήθηκε από τη Μαγδαληνή Μπεκρή (Στούντιο Νέες Μορφές, 1997), τον Θέμελη Γλυνάτση («Φάσμα», 2006-2007), τον Γιάννη Ζημιανίτη (2008), τον Ανέστη Αζά (Βερολίνο, Θέατρο ΒΑΤ, 2005 και Θέατρο Χώρα, 2011), την ομάδα «Σόλο για τρεις» (Λευκωσία, 2015) και τον Κώστα Ζάπα (Τεχνοχώρος Cartel, 2018). Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, από τις εκδόσεις Άγρα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική)
Σκηνικά & Κοστούμια: Oleg Golovko
Δραματουργία: Roman Dolzhanskiy
Σχεδιασμός Ήχου: Timofey Pastukhov
Σχεδιασμός Βίντεο: Alexander Lobanov
Α΄ Κάμερα: Vladimir Burtsev
Σκηνοθέτρια βίντεο παραγωγής: Anastasia Zhuravleva
Σχεδιασμός Φωτισμών: Oskars Paulins
Χορογράφος: Anna Abalikhina
Συμπαραγωγή: Dailes teātris Λετονίας και Ekaterina Yakimova
Εκτελεστική παραγωγός και διοικητική διευθύντρια: Irina Paradnaya