
Για την παράσταση «INK» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, η οποία παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής. Φωτογραφίες © Julian Mommert.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Παραμένοντας σταθερά ένας ύψιστης αισθητικής créateur/auteur σκηνικών γεγονότων, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου παρουσιάζει το «ΙΝΚ» στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής, ανακαλώντας το γυμνό των επιτύμβιων στηλών. Το έργο βραβεύτηκε στην Ιταλία με το Ubu 2020-21 και ακολούθησαν η υπέροχη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή και η μουσική διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή, ο σχεδιασμός ήχου του David Blouin και οι εξαιρετικοί φωτισμοί των Lucien Laborderie και Στέφανου Δρουσιώτη. Το παιχνίδι του Παπαϊωάννου με το φως και το σκοτάδι επαναλαμβάνει την ψυχρή, μαυρόασπρη εικονοπλασία του «Εγκάρσιου Προσανατολισμού» διανθίζοντάς την με τη «χρυσή», ζεστή αναγεννησιακή βλάστηση μιας κινούμενης λωρίδας γης που έρχεται και πάλι από την Τοσκάνη.
Με κυρίαρχη την ανδροκρατούμενη προσωπική του εκδοχή λαγνείας, σύμφυτη με τη νοσταλγία των αγαλμάτινων ανδρικών γλουτών και των αδρών φωτοσκιάσεων μιας ήβης που έρπει πίσω από ένα πλαστικό πλέγμα σαν πολύποδας ή σαν μαλάκιο ή σαν πλάσμα του βυθού ή σαν βρέφος μέσα στον αμνιακό σάκο. Πίδακες ύδατος εκσφενδονίζονται σε αδιάβροχες, πλαστικές αυλαίες που παρέχουν τη δυνατότητα αργυρών φωτεινών αντανακλάσεων, αρχετυπικές κρυστάλλινες σφαίρες λειτουργούν ως ντισκόμπαλες και ως περιστρεφόμενες γυάλες ψαριών πολλαπλασιάζοντας τις εξακοντιζόμενες δεσμίδες φωτός και δημιουργώντας την οφθαλμαπάτη ραγιόνων νερού που μεταμορφώνονται σε φως και εξαϋλώνονται. Ο σκηνικός χώρος υγροποιείται και παραπέμπει σε ενυδρείο ή στο Dagon του H.P. Lovecraft. Ονειρική παραπομπή στα υγρά της μήτρας και –ως εκ τούτου– ψυχαναλυτική ανάκληση της νεότητας, της βρεφικής ηλικίας, του προγεννητικού σταδίου-με έναν κατακόκκινο λάστιχο/ομφάλιο λώρο να κυριαρχεί στο γκρίζο έδαφος. Ένα τοπίο απόλυτης εγκατάλειψης, σύστοιχο του μεταπυρηνικού τοπίου του «Still Life».
Μια πάλη κατεξοχήν ερωτική, εφόσον αναπαριστά εικαστικά τον ομοφυλόφιλο πόθο ως μονοσήμαντη συνθήκη δημιουργίας και έχει ως πρώτο σημαινόμενο την εναγώνια πάλη της φθοράς με την αφθαρσία.
Και η σταθερή αναφορά στους κώδικες της αισθητικής του Παπαϊωάννου συνεχίζεται: όπως ο πλακούντας της Breanna O’ Mara απλωνόταν πάνω στη σκηνή του «Εγκάρσιου Προσανατολισμού», έτσι και στο «ΙΝΚ» το κόκκινο χρώμα απλώνεται πάνω πάνω σε μια σκηνή υγρή, ρευστή, γλιτσερή, ολισθηρή, παραπλανητική, ονειρώδη, εδραιώνοντας την απόλυτη αντίστιξη στο μαυρόασπρο, ασημίζον σύμπαν του βυθού που εγκαινιάζει η μαυροντυμένη ανδρική μορφή που πρωταγωνιστεί. Πάνω στο γνωστό μοτίβο του, της μεταμόρφωσης της πρώτης ύλης υπό το πρίσμα της Τέχνης, ο κύριος Παπαϊωάννου παραμένει μινιμαλιστής – ως ένα βαθμό, ωστόσο, γιατί η διάχυση του κόκκινου χρώματος και η στιγμιαία κορύφωση της μουσικής σύνθεσης είναι απολύτως μπαρόκ ως στιγμιότυπα.
Η θεματική του «ΙNK» νοερά προεκτείνει τη θεματική του «Δύο», του «Πουθενά», του «Μέσα», της «Πρώτης Ύλης» και του «Still Life». Ως νοερή συνέχεια της «Πρώτης Ύλης», ο δημιουργός εμφανίζεται πάλι ο ίδιος στη σκηνή, μαζί με τον Σούκα Χορν (όπως, αντίστοιχα, ο Χάρης Φραγκούλης με τον Antonio Papazis), σε μια απεγνωσμένη πάλη ανάμεσα στην ωριμότητα και τη νεότητα, το ρούχο με τη γυμνότητα, την πάσχουσα, ασθμαίνουσα φύση του αλιέως με την ελισσόμενη, αενάως διαφεύγουσα φύση του ψαριού. Μια πάλη κατεξοχήν ερωτική, εφόσον αναπαριστά εικαστικά τον ομοφυλόφιλο πόθο ως μονοσήμαντη συνθήκη δημιουργίας και έχει ως πρώτο σημαινόμενο την εναγώνια πάλη της φθοράς με την αφθαρσία.
Το χταπόδι και το καλαμάρι είναι γνωστό εικαστικό σύμβολο ήδη από τη «Σαπφώ» και μπορεί να ερμηνευθεί ως σύμβολο ερωτισμού και σεξουαλικής έντασης, εφόσον το μελάνι μπορεί κάλλιστα να παραπέμπει στο σπέρμα του χταποδιού. Μπορεί επίσης να εκληφθεί και ως αλληγορία της Μέδουσας, μιας Γοργώς που θέτει αναπάντητα ερωτήματα και που στο αντίκρυσμά της πετρώνεις.
Δεν θα επαναλάβω την κοινοτοπία ότι ο Παπαϊωάννου είναι «Ο μεγάλος τελετάρχης της ψυχικής και εικονογραφικής ενδοχώρας μας», ούτε κρίνω πως το έργο του θα ’πρεπε να εκτίθεται στην Guggenheim ή στο Prado – χωρίς να αποκλείω κάτι τέτοιο να συμβεί, και μάλιστα πολύ γρήγορα. Όμως αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα έργο που διακρίνεται για τη συνεκτικότητα των επεισοδίων του (κάθε παράσταση προσθέτει μιαν ακόμη ψηφίδα σ’ ένα όραμα συμπαγές και αψεγάδιαστο) και για τη συνέπεια στις αισθητικές του αρχές: άρα για ένα έργο που υπό κάποιες συνθήκες θα μπορούσε να συνιστά «κανόνα» της σκηνικής δημιουργίας των καιρών μας.
«Έφτιαξα ένα πολύ σκοτεινό έργο σε μια περίοδο της ζωής μου που ήμουν πλημμυρισμένος από αγάπη και φως. Το “INK” δεν αφηγείται μια ιστορία αλλά είναι ένα όνειρο μέσα στο όνειρο…», δήλωσε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου για την τελευταία δημιουργία του. Δημιουργία που προέκυψε από το residency του στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – όπου επίσης προετοιμάστηκαν «Ο Μεγάλος Δαμαστής», το «Since She», ο «Σίσυφος/Trans/Form» και ο «Εγκάρσιος προσανατολισμός». Τιμή για το Μέγαρο Μουσικής και τιμή για τον κύριο Παπαϊωάννου, με τη δυσάρεστη υποσημείωση ότι το Μέγαρο Μουσικής επεφύλασσε στην πέννα της κριτικής την έκπληξη των εξαντλημένων εισιτηρίων και των ανύπαρκτων προσκλήσεων.
INFO
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Ντυμένος Άνδρας: Δημήτρης Παπαϊωάννου / Χάρης Φραγκούλης
Γυμνός άνδρας: Šuka Horn / Antonio Papazis
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής
Η μουσική ηχογραφήθηκε από την musicAeterna υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Κουρεντζή
Ηχητικός Σχεδιασμός: David Blouin
Σχεδιασμός Φωτισμών: Lucien Laborderie, Στέφανος Δρουσιώτης
Διεύθυνση – Εκτέλεση παραγωγής + Βοηθός Σκηνοθέτη: Τίνα Παπανικολάου
Συνεργάτης σκηνοθέτης: Χάρης Φραγκούλης
Εκγύμναση ομάδας: Šuka Horn
Φωτογράφιση – Κινηματογράφηση: Julian Mommert
Το όνομα του έργου δόθηκε από τον Άγγελο Μέντη. Τα χταπόδια έφτιαξε ο Νεκτάριος Διονυσάτος