
Είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260 τρεις εντυπωσιακές παραστάσεις. Φωτογραφίες © Βάσια Αναγνωστοπούλου
Του Νίκου Ξένιου
Στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260, τρεις εντυπωσιακές παραστάσεις του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου είχαν ως κοινό στοιχείο έναν υψηλό βαθμό αγριότητας: εκπεφρασμένη, όπως ήταν, με διαφορετικά μέσα, αυτή η αγριότητα με προβλημάτισε. Βεβαίως η τέχνη είναι γνήσια και ουσιαστική όταν αντικατοπτρίζει τα γνωρίσματα της εποχής μας, αλλ’ ακόμη δυσκολεύομαι να δεχτώ την απελπισία ως μετωπίδα στην προθήκη κάθε καλλιτεχνικής πρότασης. Αυτή η απαισιόδοξη προσέγγιση έχει ήδη επισημανθεί και στις προηγούμενες χρονιές του φεστιβάλ και έχει γίνει σήμα κατατεθέν της διεθνούς σκηνής, σε σημείο μια παράσταση που δεν είναι επαρκώς ανθρωποφαγική, σαρκαστική ή θανατόφιλη να μην μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ρηξικέλευθη ή σύγχρονη (αλλά ετούτη είναι μια τεράστια συζήτηση που θα ’θελα να επαναφέρω στο προσεχές μέλλον).
Έτσι, ο Φιλίπ Κεν οικοδομεί, για μιαν ακόμη φορά, ένα μικροσύμπαν από μορφές πρωτοειδωμένες, που υποσκάπτουν τους θεσμούς και τα κοινωνικά δεδομένα δραπετεύοντας σ’ έναν καρτουνίστικο κόσμο «πλαστικοποιημένης» οικολογικής ισορροπίας. Από την άλλη, το ηχοσύστημα house dance της Κατερίνας Ανδρέου διαφοροποιεί την τεχνική του σόλο χορού της σε μια μορφή οργής εκπεφρασμένης σε χορό επαναστατικό. Τέλος, ο Αντώνης Φωνιαδάκης υπογραμμίζει την επιθετικότητα και την αποτυπώνει στην κίνηση των ερμηνευτών του, που κυριολεκτικά «ξεθεώνονται» επί σκηνής για να δηλώσουν την ένσταση και την οργή τους.
Τα λυπημένα σκιάχτρα του Φιλίπ Κεν
Ο Γάλλος δραματουργός, σκηνοθέτης και οπτικός ιλλουζιονίστας Philippe Quesne παρουσιάζει το «Farm fatale», το τρίτο έργο του που παρακολουθεί το ελληνικό κοινό, διατηρώντας αμείωτες τις θετικές εντυπώσεις των προηγούμενων «θεατρικών οικοσυστημάτων» του. Στη «Μελαγχολία των δράκων» (2016) η αποκάλυψη της ψευδαίσθησης των καταναλωτικών αντικειμένων που συνθέτουν τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό ήταν πηγή απόλυτης Μελαγχολίας. Στο «Crash Park: Η ζωή ενός νησιού» (2018) είχαμε δει ναυαγούς ενός αεροπορικού δυστυχήματος να αναπλάθουν μια pulp εκδοχή του δυτικού πολιτισμού στην ερημιά, προτείνοντας μιαν ιδιότυπη «νιρβάνα» ως λύση στα πολιτισμικά αδιέξοδα. Τώρα, με το «οικοφουτουριστικό» παραμύθι «Farm fatale», με τη naῑveté του «φτωχού θεάτρου», με έναν εξώφθαλμο παιδισμό που προσιδιάζει στην «ημιανθρώπινη» φύση του σκιάχτρου, με αισθητική κατασκευασμένου νεραϊδοπαιχνιδιού και με φωτιστικές συνθήκες καθαρού κόμικ από τον Fabien Bossard, ο Philippe Quesne αναδεικνύει την ανθρωπινότητα του ανδρείκελου, της κούκλας, ενώ με απόλυτα υπονομευτικό χιούμορ καταγγέλλει την απανθρωπιά και την ανικανότητα του «κανονικού» ανθρώπου να διαχειριστεί το οικοσύστημα.
Στη «Μοιραία Φάρμα», που είναι «fatale», και σαν παλιά σταρ του σινεμά, και ως «μετα-ανθρώπινη», μετα-ιστορική συνθήκη αγροτικού, πλαστικοποιημένου ερζάτ της Φύσης, οι διακειμενικές αναφορές είναι έντονες: ξεπηδώντας απευθείας από τις σελίδες του Φλωμπέρ Μπουβάρ και Πεκισέ (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις), το σκιάχτρο του Πεκισέ που ονειρεύεται να ζήσει σ’ αυτήν τη δυσεπίτευκτη φάρμα θα συναντηθεί με τέσσερα ακόμη λυπημένα σκιάχτρα, που θα μπορούσαν να είναι και λυπημένοι κλόουν ή λυπημένα ζόμπι-ακτιβιστές ή οικολόγοι. Όλοι μαζί θα μετατραπούν από «απειλή για τα κοράκια» (scarecrows) σε «φροντίδα για τα κοράκια» (carecrows), καθώς η εξαφάνιση των πουλιών σημαίνει αυτομάτως συνθήκες ανεργίας.
...με τα εξαιρετικά κοστούμια της Nora Stocker, τις μάσκες της Brigitte Frank και τις υπέροχες σκηνικές κατασκευές του Quesne και της Nicole Marianna Wytyczak να πλαισιώνουν τη σύλληψη [...] μιας αντεστραμμένης αριστοφανικής Νεφελοκοκκυγίας.
Έτσι τα συμπαθέστατα, μελαγχολικά και δυσκίνητα σκιάχτρα θα ιδρύσουν μιαν αυτόκλητη κοινωνία ουτοπίας, όπου θα αποδειχθεί χρήσιμη η μαγνητοφώνηση των τιτιβισμάτων όσων πουλιών απομένουν, εις επήκοον των επερχόμενων γενεών και όπου θα συντηρηθεί ζεστό το «κοσμογονικό αυγό» της Δημιουργίας, όπως θα το καταλάβαινε ο Ησίοδος ή και ο συγγραφέας στοχαστικού δοκιμίου E.B. White: ο ρομαντισμός εκφράζεται με το τραγούδι στον ραδιοφωνικό τους σταθμό. Οι κλοουνέσκ μορφές τους (τέσσερις ανδρικές και μια γυναικεία) οδηγούν στα μονοπάτια μιας σύγχρονης Κομέντια ντελ άρτε, με τα εξαιρετικά κοστούμια της Nora Stocker, τις μάσκες της Brigitte Frank και τις υπέροχες σκηνικές κατασκευές του Quesne και της Nicole Marianna Wytyczak να πλαισιώνουν τη σύλληψη μιας ακόμη Newfoundland συγγενούς προς τον κόσμο του Ντίσνεϊ, μιας «μετααποκαλυπτικής» μορφής επιβράδυνσης του ρυθμού του κόσμου, μιας αντεστραμμένης αριστοφανικής Νεφελοκοκκυγίας.
Anne Steffens (δημιουργία ρόλου από την Julia Riedler), Gaëtan Vourc’h
Το απόλυτο πένθος του σώματος της Κατερίνας Ανδρέου
Στο έργο «Mourn, baby, mourn» η Κατερίνα Ανδρέου επανέρχεται στην προβληματική της παλαιότερης παράστασής της «Rave to lament», για να καταγγείλει τη σύνθλιψη που επιβάλλει η εξουσία στο άτομο. Χτίζοντας τον δικό της τοίχο σε αργούς ρυθμούς, δημιουργεί μοτίβα/παραλλαγές που αυτονομούν το άτομο έναντι ενός εξωτερικού παράγοντα καταναγκασμού. Στον πρόσφατα οικοδομημένο τοίχο (που από μόνος του παράγει τη συνθήκη αποξένωσης και περιορισμού) προβάλλεται υπό μορφήν τρέχοντος κειμένου μια σειρά βιοσοφικών διαπιστώσεων, σιωπηρών εκμυστηρεύσεων και άηχων εκμυστηρεύσεων υπαρξιακού χαρακτήρα, ενώ η μουσική υπόκρουση –δικής της επιλογής ή και σύνθεσης– αποτελεί εργαλείο σκηνικής επιτέλεσης ιδιαίτερα ουσιαστικό.
Ο θεματολογικός άξονας της παράστασης αποκτά φωνή και ουσία μέσα από αυτήν την κάθετη, διαρκή προβολή που θίγει τα απομεινάρια του αξιακού συστήματος και των πολιτικών υποσχέσεων των τριών προηγουμένων δεκαετιών και τη ματαίωση των ονείρων τριών τουλάχιστων γενεών ανθρώπων. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Κατερίνας Ανδρέου είναι πως η επιστράτευση του street dance δεν είναι προσχηματική, ούτε συνιστά μόνο στυλιστική επιλογή, αλλά εντάσσεται σε μια πολιτική προσέγγιση του ζητήματος της ατομικής αντίδρασης και γίνεται έμβλημα μιας σολιστικής κορύφωσης: It takes two to tango, but one to techno, όπως δήλωσε σε παλαιότερη συνέντευξή της η προκλητική και πολιτικοποιημένη καλλιτέχνις.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Κατερίνας Ανδρέου είναι πως η επιστράτευση του street dance δεν είναι προσχηματική, ούτε συνιστά μόνο στυλιστική επιλογή, αλλά εντάσσεται σε μια πολιτική προσέγγιση του ζητήματος της ατομικής αντίδρασης...
Tο street dance (που πλέον είναι ξανά δημοφιλές στη διεθνή σκηνή του χορού) έχει τη δική του τεχνική, που είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Κι επίσης αναζητά τις ρίζες του στην πηγή της ζωής, στη νεολαία των δρόμων. Έχοντας περάσει από τα κανάλια της bebop, η Ανδρέου μελετά τα πλαίσια ενός σκηνοθετημένου αυτοσχεδιασμού –μιας επιμελημένης, μπεκετικού τύπου συνδιάλεξης με τις λέξεις που εκπορεύεται από το μοναχικό σώμα της, επιχειρεί να προβάλει μια λεκτική αντίρρηση στον εξωγενή καταναγκασμό, σε διάλογο με τον κατακλυσμό σιωπηρών, γραμμένων λέξεων και κραυγών ως διέξοδο που ο καλλιτέχνης μπορεί να αντιτάξει ενάντια στη λογοκρισία κάθε είδους.
Η Ανδρέου προτείνει μια καθαρά προσωπική διαχείριση της μελαγχολικής ματαίωσης που τη συγκλονίζει, καθώς ο οικοδομούμενος τοίχος μεγαλώνει και ελάχιστα περιθώρια αυτενέργειας απομένουν: another brick in the wall. Η ειλικρινής καλλιτέχνις κάνει ένα νεύμα κατακρήμνισης αυτού του θλιβερού δεδομένου με το σύνολο των ψυχικών και σωματικών της δυνάμεων, αφήνοντας ανοιχτή τη δυνατότητα εξόδου από την απόλυτη απελπισία, και κατάρριψης των φραγμών / των τειχών που μόνος του ανήγειρε ο άνθρωπος για να αυτοπαγιδευθεί.
Επιθετικότητα και street αισθητική από τον Αντώνη Φωνιαδάκη
Είτε τον αντιμετωπίσει κανείς ως Popping, Locking ή Hip Hop, είτε τον διαχειριστεί ακαδημαϊκά, όπως ο Αντώνης Φωνιαδάκης στους «Άξονες / Axes», ο «χορός του δρόμου» διατηρεί την αυτονομία του, αντιστεκόμενος στις φόρμες. Ο εξαιρετικός χορογράφος ντύνει τους οκτώ εξαιρετικούς χορευτές του με τα θαυμάσια κοστούμια του Τάσου Σοφρωνίου και απαιτεί, όπως πάντα, τη μέγιστη δυνατή τους απόδοση. Η σκοτεινή αυτή παράσταση ξεκινά με διακεκομμένες κινήσεις εσωτερικής πάλης ενάντια σε κάτι απροσδιόριστο, σε μιαν αόρατη δύναμη, ενώ οι καλλιτέχνες ήδη από την αρχή έχουν μεγάλη ένταση, σχεδόν μεταφυσική. Δεν είναι σαφής η κατεύθυνση της παράστασης, ωστόσο σταδιακά διακρίνει κανείς το καλλιτεχνικό στίγμα του δημιουργού, καθώς οι κινήσεις τους παύουν να μοιάζουν υπνωτισμένες και γίνονται όλο και πιο φαντασμαγορικές.
Οι ερμηνείες ξεπερνούν κάθε προσδοκία σχετικά με τις δυνατότητες του ανθρώπινου κορμιού. Εξαιρετικά τα κορίτσια, η Νάντια Τομαζένκο και η Δανάη Αργυράκη Μάρκες δο Ροσάριο, με πρωτόγνωρο σκηνικό δυναμισμό – ωστόσο, βρήκα ιδιαίτερα ενοχλητική την έντονη κίνηση των μακριών μαλλιών τους, που κατά την άποψή μου φτήναινε την ερμηνεία και παρέπεμπε σε κινήσεις καμπαρέ. Ο Aidi Ormeni, ο Lucky (Μιχάλης) Spyridis, ο Klaus Sehaj και ο Πέτρος Νικολίδης πειθάρχησαν στην εξοντωτική χορογραφία διατηρώντας το ύφος του δικού τους χορού, γεγονός στο οποίο συνέβαλε τα μάλα ο βοηθός χορογράφου Pierre Magendie.
Πιο κοντά στις ανθρώπινες δυνατότητες, όμως ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η παρουσία του Χάρη Χατζηανδρέου (Ηaribo), όπως και η διαφορά του από τους υπόλοιπους άνδρες χορευτές ως προς το δέμας: αυτή η αντίστιξη (ένας λεπτός, ευέλικτος και ιδιαίτερα λυρικός καλλιτέχνης μέσα σ’ ένα σύνολο «σωματαράδων») ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο σε μια περφόρμανς που γενικά στερούνταν λυρισμού, καθώς τα με έναν τρόπο πιο «λυρικά» μέρη, ήταν κάπως αδιάφορα χορογραφικά. Τέλος, από το σύνολο των ερμηνευτών, εκείνος που ανέδειξε μια εκπληκτική στόφα χορευτή, ερμηνεύοντας συγκλονιστικά, με ευαισθησία και αναγνωρίσιμο προσωπικό στυλ, ήταν ο Δημήτρης (Dwave) Καραγεώργος.
Οι «Άξονες» είναι καινονόμοι σε ό,τι αφορά την τολμηρότητα της υιοθέτησης κινησιολογικών ευρημάτων που αποκλίνουν του συνήθους ύφους του Φωνιαδάκη, και αυτό μαρτυρεί την ευρύτητα της αντίληψής του και την νεανική του προσέγγιση του χορού.
Υπό τους ήχους της υποβλητικής, ρυθμικής σύνθεσης του Julien Tarride, η πολύ υψηλών προδιαγραφών τεχνική σύνθεση του κύριου Φωνιαδάκη σπαράσσει τα σώματα, τα συγκλονίζει, τα φέρνει σε συνεχή σύγκρουση. Κατακερματισμένη σε συνεχείς εναλλαγές σολιστικών επιδείξεων δεξιοτεχνίας, ντουέτων και μικρών συνόλων, που κινούνται από και προς την υγρή, μεταμοντέρνα σκηνική κατασκευή του Αλέξανδρου Τζάννη, η χορογραφία «βγαίνει προς τα έξω» ιδιαίτερα βίαια και επιθετικά, σαν κραυγή διαμαρτυρίας, δηλώνοντας με ωμότητα την καννιβαλική σχέση ανάμεσα στα σώματα. Οι «Άξονες» είναι καινονόμοι σε ό,τι αφορά την τολμηρότητα της υιοθέτησης κινησιολογικών ευρημάτων που αποκλίνουν του συνήθους ύφους του Φωνιαδάκη, και αυτό μαρτυρεί την ευρύτητα της αντίληψής του και την νεανική του προσέγγιση του χορού. Ωστόσο, αυτό που μου έλειψε ήταν η αντίληψη ενός ορίζοντα οραματισμού προς τον οποίον –κατά την άποψή μου– θα έπρεπε να κατατείνει μια τόσο μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).