Για το βιβλίο του Θανάση Σκρουμπέλου «Σα μαγεμένο το μυαλό μου – Ιστορίες και εικόνες, ταξίμια της λαϊκής ψυχής» (εκδ. Τόπος). Κεντρική εικόνα: Ο Βασίλης Αυλωνίτης από την ταινία «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959) σε σενάριο και σκηνοθεσία του Νίκου Τσιφόρου.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Ο κόσμος του Νίκου Τσιφόρου (1909-1970) είναι ένας μπαχτσές με λελούδια, άνθη και περικοκλάδες. Άνθρωποι του περιθωρίου, της λαϊκής τάξης, μόρτηδες, μάγκες, αλάνια, πουτάνες, περιθωριακοί, φυλακόβιοι, μεροκαματιάρηδες, μικροαπατεώνες, νταήδες, τύποι της μεταπολεμικής Αθήνας και λοιπά παρελαύνουν όχι μόνο στο ομώνυμο του τίτλου μου [Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα] βιβλίο με ευθυμογραφήματα (πρώτη δημοσίευση στα 1967-1969), αλλά και σε πολλά άλλα του έργα, όπως τα Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα (Ταχυδρόμος, 1962-1963) ή Τα παιδιά της πιάτσας κ.ά. Κι αυτούς τους χαρακτήρες, όπως και όλο το κλίμα του υποκόσμου, ο συγγραφέας τους σερβίρει με την αργκό της εποχής, που σπάει κόκαλα και ταυτόχρονα προκαλεί άφθονο κριτικό γέλιο.
Το Σα μαγεμένο το μυαλό μου του Θανάση Σκρουμπέλου χρωστά πολλά στον μεγάλο Έλληνα ευθυμογράφο. Χρωστά όμως πολλά και στα τραγούδια του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, τραγούδια ρεμπέτικα ή άλλα, που αντικατοπτρίζουν συνθήκες και βιώματα του λαϊκού περιθωρίου, με τα δράματα, τα κλάματα και τα γέλια του απλού ανθρώπου, ο οποίος, λίγο απατεώνας, λίγο καψούρης, λίγο εύθικτος, ζει μεταξύ μεροκάματου και φυλακής. Από το τραγούδι του Δημήτρη Γκόγκου το 1940, που δίνει τον τίτλο στην προκείμενη συλλογή ευθυμοδιηγημάτων του Θ. Σκρουμπέλου, μέχρι τον Κώστα Φέρρη και τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Νίκο Δαλιέζο και τον Μιχάλη Μενιδιάτη ή τον Κώστα Βίρβο και τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Τα διηγήματα του συγγραφέα είναι σπαρταριστά. [...] Ο λαϊκός λόγος κυριαρχεί, με τα σημαίνοντα να καρφώνουν στο μυαλό του αναγνώστη εικόνες, συναισθήματα και παλαιικές νοοτροπίες.
Τα διηγήματα του συγγραφέα είναι σπαρταριστά. Καταρχάς η γλώσσα, ζουμερή και χυμώδης, κάνει άπειρα παιχνίδια, ξεκινά στο πρώτο διήγημα «Η ζήλεια και το φίδι» μόρτικη αργκό που επανασυστήνει ξεχασμένες λέξεις και συνεχίζει στα επόμενα υποβλητική, δυναμική και καίρια. Ο λαϊκός λόγος κυριαρχεί, με τα σημαίνοντα να καρφώνουν στο μυαλό του αναγνώστη εικόνες, συναισθήματα και παλαιικές νοοτροπίες. Γι’ αυτό, ο γλωσσικός αυτός δούρειος ίππος αλώνει τα κάστρα μας, μεταφέροντας μέσα του ιστορίες τιμής, δράματα και πάθη από μια κοινωνία με τη δική της ηθική.
Ο νόμος υπάρχει κάπου στο περιθώριο και πίπτει σαν πέλεκυς, όταν οι αρχές εμφανιστούν να τον επιβάλουν, αλλά στο προσκήνιο είναι η λάβα της ψυχής του μικρομεσαίου ανθρώπου της μεταπολεμικής Ελλάδας που δεν υπολογίζει νόρμες και κανόνες. Ένας τέτοιος άνθρωπος πονάει από αγάπη, ζηλεύει, χάνει τον έλεγχο, σκοτώνει από ασυγκράτητη οργή ή ανυπέρβλητο νταλκά, αντιστέκεται στην εξουσία και ταυτόχρονα κανοναρχείται από εσωτερικά πάθη. Αυτή η ερωτική ηθική που εκρήγνυται παίρνει ενίοτε ομοφυλοφιλικές διαστάσεις και δείχνει περιθωριακές για την εποχή, ανάρμοστες και κοινωνικά κατακριτέες, συμπεριφορές.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι οι μόνες εκδηλώσεις επανάστασης απέναντι στα θέσφατα της κοινωνίας. Όσα αφηγήματα διαδραματίζονται την περίοδο της Χούντας, έχουν στο επίκεντρό τους Αριστερούς ή άλλους αντιστασιακούς, οι οποίοι συνδυάζουν θυμικό και πολιτική και με τον δικό τους, ανοργάνωτο συχνά τρόπο σηκώνουν μπαϊράκι αντίστασης σε μία επιβεβλημένη και ανοίκεια για τον μέσο άνθρωπο καταπιεστική εξουσία. Με χίλιες φωνές στον έρωτα, στη μουσική, στην πολιτική, στον κοινωνικό (αντι)καθωσπρεπισμό, οι ιστορίες του Θ. Σκρουμπέλου απαυγάζουν ελευθερία και αδούλωτο φρόνημα, ομνύουν στο πηγαίο ανάβρυσμα του λαού και κραυγάζοντας διακηρύσσουν μια εποχή που έχει χαθεί μέσα στον «πολιτισμό» και την αποστειρωμένη σύγχρονη πραγματικότητα.
Εξαιρετικό δείγμα αυτής της φιλελεύθερης και χωρίς περιορισμούς διάθεση είναι η φράση «Φως ο νους, γι’ αυτό δεν τον κρατάει το κάγκελο / κι ούτε τοίχος κι ούτε καύκαλο» από το διήγημα «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα». Ο φυλακόβιος πρωταγωνιστής αντιλαμβάνεται ότι ο ίδιος και οι συγκρατούμενοί του είναι ύλη που δεν μπορεί να δραπετεύσει από τη φυλακή, αλλά το φως, άυλο και απεριόριστο, περνάει από τρύπες, χαραμάδες και παράθυρα. Όμοια κι ο νους ταξιδεύει, ονειρεύεται, θυμάται, στοχάζεται, έξω από τον τόπο και τον χρόνο, έξω από τα όρια που οι άνθρωποι θέτουν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Ο Ντεκλαρές ο Κώστας ήταν μάστορης στη μικρή βιοτεχνία υποδημάτων του κυρ-Μπονίκου. Έφτιαχνε τα φόντια, φορμάριζε στο καλαπόδι τα δέρματα, φινίριζε τα κεντίδια στα σκαρπίνια και τα έλεγχε να ’ναι γερά και γαμπριάτικα. Σάββατο απόγευμα που σχολούσε ντογρού για το σπίτι φορτωμένος το βδομαδιάτικο στην τσέπη. Άφηνε στη μάνα του τα μισά για τα χρειαζούμενα, ένα μέρος το έκρυβε μες στο κούφωμα του κρεβατιού για να ’χουν αν τύχει η στραβή, και ό,τι έμενε το τζογάριζε χωρίς ακρότητες στις έκτακτες κυριακάτικες πρωινές κούρσες».