Για την παράσταση «Larsen C» σε σύλληψη και χορογραφία του Χρήστου Παπαδόπουλου, η οποία παρουσιάστηκε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση. Φωτογραφίες © Πηνελόπη Γερασίμου.
Του Νίκου Ξένιου
Ο παγετώνας «Larsen C», ηλικίας 10.000 ετών, που βρίσκεται στην Ανταρκτική, και του οποίου η κίνηση και μεταβολή είναι τόσο αργή, ώστε δεν συλλαμβάνεται από τις ανθρώπινες αισθήσεις, είναι η πηγή έμπνευσης της conceptual χορογραφίας του Χρήστου Παπαδόπουλου που παρουσιάστηκε στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση. Ο χορογράφος, σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Μιστριώτη, θραύει την κάθε κίνηση σε επιμέρους «μικροκινήσεις» και θεσπίζει νέο κινησιολογικό κώδικα, επινοώντας δραματουργικά «τεμάχια ερμηνείας» ή «μικρομοτίβα» που αυτονομούν τα μέλη του σώματος, τα στρεβλώνουν, τα αναδιατάσσουν. Παράγοντας «απατηλές» εντυπώσεις «floating»/ρέοντος υλικού, θραύοντας τον φυσικό χρόνο μετάβασης από τη μια «στάση» στην άλλη και «συγκολλώντας» τα θραύσματα, ώστε να ακινητοποιήσει τη μεταβατική κατάσταση της διάβρωσης, της τήξης, της μεταμόρφωσης και να καταργήσει τη βαρύτητα και την τριβή. Mε πρωταγωνιστή το παιχνίδι φωτός και σκοταδιού, η performance «Larsen C» είναι μια άρτια ομαδική δουλειά που διακρίνεται για τη σαφή απόδοση του κυματισμού, κύριας συμπεριφοράς ενός «πλέοντος» σώματος. Σε εννοιολογικό επίπεδο ο κυματισμός παραπέμπει αυτόματα σε μεταμορφωσιγένεια του σώματος αντίστοιχη με τη μετατρεψιμότητα του τοπίου.
Η λεπτή, ανεπαίσθητη παραλλαγή μιας βασικής, «πυρηνικής» κίνησης, το τέντωμα και η χαλάρωση, μικροί βηματισμοί παράλληλης, ροϊκής μετακίνησης στο επίπεδο σαν σε κινούμενο τάπητα, η αίσθηση των φορτισμένων «ιόντων» που έλκονται και απωθούνται, ή του «σμήνους πουλιών» ή της «ομάδας ψαριών» που ταυτόχρονα αλλάζουν κατευθύνσεις, πότε ως μπουλούκι και πότε εξατομικευμένα, είναι το δεύτερο πάγιο γνώρισμα της χορογραφικής αυτής πρότασης. Όπως και στην «Άσκηση 27» μερικά χρόνια πριν στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο Παπαδόπουλος υιοθετεί την τεχνική του «κυλίσματος» στο έδαφος με μικρές μετατοπίσεις των ποδιών, σταδιακά επανενώνοντας τους έξι ερμηνευτές και παράγοντας υποσύνολα που δονούνται από «ρεύματα ενέργειας».
Οι χορευτές τις παράστασης. |
Είναι εντυπωσιακή η αίσθηση ελευθερίας του κάθε μεμονωμένου ερμηνευτή: πέντε χορευτές (Αντώνης Βαής, Χαρά Κότσαλη, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Μαρία Μπρεγιάννη, Αλέξανδρος Νούσκας Βαρελάς, Ιωάννα Παρασκευοπούλου) ακολουθούν τον Γεώργιο Κοτσιφάκη, του οποίου η σκηνική παρουσία είναι η πιο υποβλητική. Ο κυματισμός του σώματος του Κοτσιφάκη εδραιώνει, ήδη από την πρώτη σκηνή, το «αλφάβητο» της κίνησης που δομεί την όλη χορογραφία και για τους έξι ερμηνευτές, χωρίς να εμποδίζει την ατομική διαφοροποίηση, χωρίς να δίνει την αίσθηση της στρατιωτικής πειθαρχίας – αντίθετα, αυτή η «δόνηση» που διαπερνά τα σώματα των χορευτών πραγματικά παράγει την αίσθηση της ατομικής ελευθερίας.
Ο κυματισμός του σώματος του Κοτσιφάκη εδραιώνει, ήδη από την πρώτη σκηνή, το «αλφάβητο» της κίνησης που δομεί την όλη χορογραφία και για τους έξι ερμηνευτές, χωρίς να εμποδίζει την ατομική διαφοροποίηση...
Στόχος του Παπαδόπουλου, με βάση το έργο του, είναι να αποθεώσει τις ασυναίσθητες μετατροπές του σώματος και της ανθρώπινης κατάστασης, αυτές που δύσκολα γίνονται αντιληπτές με βλέμμα μη-αισθητικά προσανατολισμένο. Αυτές οι μετατροπές και ανεπαίσθητες «αυτονομήσεις» των μελών είναι ευθέως συνδεδεμένες με την αλλαγή στις εξωτερικές συνθήκες: στη μουσική, στο φως, στη θέση του χορευτή μέσα στο ταμπλώ, στα «ασυντόνιστα» στοιχεία που διακρίνονται –με δυσκολία, είναι η αλήθεια– μέσα σ’ ένα ευρέως συντονισμένο σύνολο κινήσεων ή σωμάτων που κινούνται. Τα κοστούμια από μαύρο βινύλ του Άγγελου Μέντη αναδεικνύουν το σώμα που κινείται, από κάτω, σε υπνωτιστικούς ρυθμούς: κατακερματισμένο, με σχετικά «αυτονομημένα» μέλη, το σώμα φωτίζεται και σβήνει δίνοντας την εντύπωση της «διακεκομμένης» («λυωμένης») κίνησης, ενώ από το σκοτάδι αναδύονται νέα σώματα.
Η «τήξη» (όπως και στο παγόβουνο) παράγει την κίνηση και τα σώματα των χορευτών ενοποιούνται και αποκτούν δύναμη από την ομαδοποίησή τους, πράγμα που μπορεί να συνιστά μιαν υπαρξιακή τοποθέτηση που διαισθητικά εισάγει ο χορογράφος. Η μεταμόρφωση υπογραμμίζεται με ψευδαισθησιακή μετάβαση σε νέο σκηνικό ή σε διαφορετικό σημείο του ίδιου σκηνικού, απόλυτα εναρμονισμένη με τις φωτιστικές συνθήκες της Ελίζας Αλεξανδροπούλου καθώς και με τη minimal, ηλεκτρονική και τέκνο μουσική υπόκρουση του Γιώργου Πούλιου. Η Κλειώ Μπομπότη συμβάλλει ιδιαίτερα στην ολοκλήρωση του εικαστικού δρωμένου που η παράσταση προτείνει, «διακόπτοντας» τη συνέχεια του οπτικού πεδίου με μια διαρκή ανάδειξη της γραμμής του ορίζοντα.
Η μοναδική επιφύλαξή μου έναντι της πρότασης αυτής είναι πως, για μιαν ακόμη φορά, δεν μπορώ να αναγνώσω κάποια καινοτόμο θέση, που να σπάει τις καθιερωμένες αναζητήσεις των νέων καλλιτεχνών (είτε πρόκειται για «έξοδο» από την ατομικότητα και πανανθρώπινη ματιά, είτε για αποδοχή της διαφοροποίησης –το περίφημο diversity που είναι της μόδας–, είτε πρόκειται για χειραφέτηση της κίνησης του καλλιτέχνη, είτε πρόκειται για τη θέση του χορογράφου στο σύνολο της ομαδικής δουλειάς) και να περνά σε ένα νέο πεδίο προβληματισμού, να αφηγείται όντως μιαν ανθρώπινη κατάσταση ή ιστορία, πέραν των καθηλώσεων του συρμού.
Στόχος του Παπαδόπουλου, με βάση το έργο του, είναι να αποθεώσει τις ασυναίσθητες μετατροπές του σώματος και της ανθρώπινης κατάστασης, αυτές που δύσκολα γίνονται αντιληπτές με βλέμμα μη-αισθητικά προσανατολισμένο.
Οι μινιμαλιστικές συνθέσεις του Φίλιπ Γκλας ή του Στιβ Ράιχ θα μπορούσαν να δώσουν τη συνθήκη για απλό «γκρουβάρισμα», χωρίς να υποτάσσουν τον ερμηνευτή σε δραματουργικά κλισέ, όμως πόσο αυτό συνιστά νέα πρόταση; Σε συνέντευξή του, ο Χρήστος Παπαδόπουλος δήλωσε πως, γι’ αυτόν, η παράσταση θυμίζει ένα «techno party» όπου μαζεύονται κάποια «νυχτερινά πλάσματα» γύρω από μια πηγή φωτός: και εγώ είχα ακριβώς την ίδια αίσθηση, μιας ανέμελης νεανικής επίδοσης. Παρά τις προσωπικές (κι εκπεφρασμένες) ανησυχίες του αξιόλογου αυτού νέου καλλιτέχνη για το κατά πόσο η τέχνη του χορού όντως αφορά το κοινό, για μιαν ακόμη φορά διακρίνω τη γνωστή παγίδευση στα πεπατημένα σχήματα που υπηρετεί η ακαδημαϊκή προσέγγιση του χορού.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος. Φωτογραφία © Ελίνα Γιουνανλή |
Λίγα λόγια για τον χορογράφο
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Νεμέα. Σπούδασε χορό και χορογραφία στο SNDO (School for New Dance Development Holland), θέατρο στη δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο πανεπιστήμιο. Έχει παρουσιάσει τις προσωπικές δουλειές «De Perdidos», «Gandau» και «Counter Reset» (Melkweg Τheater Amsterdam). Ως χορευτής έχει συνεργαστεί με τους: Δημήτρη Παπαϊωάννου, Φώτη Νικολάου, Μαριέλλα Νέστορα, Alexandra Waierstall Noema Dance Company, Kirstin Andersen WEGO Company, Robert Stein, Ria Higler. Ως χορογράφος έχει συνεργαστεί στο θέατρο με τους: Θωμά Μοσχόπουλο, Γιάννη Καλαβριανό, Γιάννη Κακλέα, Βασίλη Νικολαΐδη, Βασίλη Μαυρογεωργίου, Κώστα Γάκη. Μέλος της χορογραφικής ομάδας των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», υποδύθηκε τον Κένταυρο. Δείγμα της δουλειάς του στο θέατρο είναι οι παραστάσεις «Μήδεια» (2017), «Τρεις αδελφές» (2020), «Συρανό» (2016), «2» (2006). Έκανε το χορογραφικό του ντεμπούτο με το «Εlvedon», ένα έργο για έξι χορευτές, με αφετηρία «Τα κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ (νικητής του πανευρωπαϊκού δικτύου «Aerowaves 16 Dance Across Europe» και επιτυχία στο Théâtre de la Ville και στην Briqueterie). Το «Ιόν» το είδα το 2018 στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, το «Opus» και το «Elvedon» τα είδα στο θέατρο «Πόρτα», ενώ την «Άσκηση 27» την απόλαυσα στη βραδιά νέων ομάδων του προπέρσινου Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260). Την επόμενη χρονιά ο Χρήστος Παπαδόπουλος θα χορογραφήσει το μπαλέτο της Όπερας της Λυών και τη χορευτική ομάδα Dance Οn του Βερολίνου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).