
Για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Τρωίλος και Χρυσηίδα» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πανουργιά και μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Rex – Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη».
Του Νίκου Ξένιου
Σε σκηνοθεσία Μαρίας Πανουργιά, από το Εθνικό Θέατρο, είδα το «Τρωίλος και Χρυσηίδα» (1603), την τραγωδία του Σαίξπηρ που σπανίως ανεβαίνει στη σκηνή, ίσως επειδή μάς εισάγει στον νεωτερισμό με απρόσμενη ευθυλογία. Η ερωτική περιπέτεια του Τρωίλου και της Χρυσηίδας διαδραματίζεται στο έβδομο έτος του Τρωϊκού Πολέμου και σηματοδοτεί το τέλος της ηρωϊκής εποχής – γραμμένο σύμφωνα με τον Όμηρο και τον Τσώσερ, το έργο αυτό του Σαίξπηρ αποκαλύπτει την ανθρώπινη αδράνεια και μικρότητα σε περίοδο πολέμου και διατρανώνει την αποκαθήλωση του συστήματος των κλασικών ιδεωδών. Ο πόλεμος προσλαμβάνει καθαρά λιμπιντινική διάσταση, η ιεραρχία στο στράτευμα εκπίπτει σε φατριασμό, ο έρωτας εκφράζεται σε όρους πολεμικής αναμέτρησης.
«Τα πάντα γίνονται για το χατήρι μιας πόρνης και ενός κερατά», παρατηρεί σαρκαστικά ο Θερσίτης, που στο έργο αυτό αναβαθμίζεται σε κεντρικό ήρωα που καταγγέλλει αθυρόστομα τα ανθρώπινα: καμιά ανθρώπινη ποιότητα δεν είναι αναντικατάστατη, σύμφωνα με την κυνική προσέγγιση του Θερσίτη, καθώς ο Πάρις αντικαθιστά τον Μενέλαο στο κρεβάτι της Ελένης, ο Αίαντας αντικαθιστά τον Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης (με πανουργία του Οδυσσέα, που τον ερμηνεύει ο Μπάμπης Γαλιατσάτος) και η Χρυσηίδα αντικαθιστά τον Αντήνορα ως λάφυρο στη σκηνή του Διομήδη (Άρης Νινίκας). Εντέλει, η Χρυσηίδα συνιστά τρόπαιο για τους Έλληνες, ενώ ο έρωτάς της για τον Τρωίλο αποδεικνύεται αβαρής: η αγάπη εκπίπτει σε προδοσία και ο Τρωίλος ικετεύει τους θεούς να μην ισχύει αυτό για όλες τις γυναίκες. Εννοείται πως οι θεοί δεν απαντούν, γιατί σ’ αυτό το έργο του Σαίξπηρ οι θεοί είναι απόντες. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι οι Κασσάνδρες είναι τρεις στην εκδοχή της κυρίας Πανουργιά, όπως οι τρεις μάγισσες του Μακμπέθ, και κραυγάζουν σαν ένα πολύποδο εφιαλτικό ον.
Η αγάπη εκπίπτει σε προδοσία και ο Τρωίλος ικετεύει τους θεούς να μην ισχύει αυτό για όλες τις γυναίκες. Εννοείται πως οι θεοί δεν απαντούν, γιατί σ’ αυτό το έργο του Σαίξπηρ οι θεοί είναι απόντες.
Καθώς ο Θερσίτης βρίζει τους πάντες και τα πάντα (πολύ γοητευτικός στον ρόλο ο Ηλίας Μουλάς), ο ξεπεσμός και η νωθρότητα γενικεύονται: ο Αχιλλέας (ο Θανάσης Ζερίτης εγγράφεται επίσης στα πολύ θετικά στοιχεία της παράστασης, με μια «μάτσο» παρουσία κατάλληλη για τον ρόλο) χρονοτριβεί στο κρεβάτι με τον Πάτροκλο (ο Μάνος Πετράκης ερμηνεύει τον Πάρι και τον Πάτροκλο με μεγάλη δόση αισθησιασμού) αρνούμενος τη συμμετοχή στον πόλεμο και στη συνέχεια σκοτώνει με τέχνασμα τον Έκτορα (Κωνσταντίνος Πλεμμένος), πιάνοντάς τον άοπλο σε ενέδρα με τους Μυρμιδόνες του – με την ανανδρία και την έπαρση του Αχιλλέα όλη η περίφημη ανδραγαθία της ηρωϊκής εποχής μετατρέπεται σε fake news!
Κομμάτια και σπαράγματα ηρώων
Ο Αίαντας είναι αφελής (πολύ καλός στον ρόλο ο Γιώργος Κριθάρας), ο Αγαμέμνονας είναι ένας συγκαταβατικός μεσήλικας που όλοι τον περιφρονούν (μέτρια η ερμηνεία του Αγαμέμνονα από την Eυδοξία Ανδρουλιδάκη, που όμως ερμηνεύει θαυμάσια τον Πρίαμο, ως καλυμμένο ανδρείκελο που περπατά στα γόνατα), ο Πάνδαρος είναι ένας αποτυχημένος τρυφηλός μαστροπός που καταλήγει συφιλιδικός (ο Γιάννης Κλίνης εξαιρετικός στον ρόλο του Πάνδαρου). Όλοι τους είναι πολεμοκάπηλοι, υπό μιαν έννοια, ενώ κανείς τους δεν είναι ολοκληρωμένος, σαν να έχουν φτιαχτεί από θραύσματα ηρωϊκών προσωπικοτήτων. Απορροφημένος στη γλυκειά σαρκική του απόλαυση, ο Πάρις αδιαφορεί για το απόλυτο πένθος της Τροίας που προφητεύει η Κασσάνδρα (η Θεανώ Μεταξά ερμηνεύει τον Αινεία και μια από τις τρεις Κασσάνδρες). Ο πόθος του για την Ελένη είναι ένας πόθος αμοραλιστικός και ασελγής, εφόσον στον βωμό του θυσιάζονται ανθρώπινες ζωές, καθώς και ο έρωτας του Τρωίλου για τη Χρυσηίδα.
Η Νάνσυ Σιδέρη αποδεικνύει το ταλέντο της στον ρόλο της Χρυσηίδας, κινούμενη στη ζωόμορφη γραμμή που της επιβάλλει η σκηνοθεσία και αποδίδοντας την ψυχική «σχάση» από την οποία υποφέρει: ένα μέρος του εαυτού της επιθυμεί ερωτικά τον Τρωίλο, ενώ ένα άλλο τον προδίδει.
Η Νάνσυ Σιδέρη αποδεικνύει το ταλέντο της στον ρόλο της Χρυσηίδας, κινούμενη στη ζωόμορφη γραμμή που της επιβάλλει η σκηνοθεσία και αποδίδοντας την ψυχική «σχάση» από την οποία υποφέρει: ένα μέρος του εαυτού της επιθυμεί ερωτικά τον Τρωίλο, ενώ ένα άλλο τον προδίδει. Η Χρυσηίδα του Σαίξπηρ είναι «το προς κατάκτησιν», το ακατανόητο, «the thing ungained». Ο Λάμπρος Γραμματικός ως Τρωίλος ξεχωρίζει με την ενέργεια και την ευελιξία του επί σκηνής. Δυστυχώς η σκηνοθετική προσέγγιση δεν αποδίδει τον εσωτερικό διχασμό του Τρωίλου, που στην αμφίρροπη στάση της Χρυσηίδας διακρίνει το διφυές της πραγματικότητας.
Φιλότης και Νείκος
Παρά την απόλυτη έχθρα όλων προς την Ελένη (Στέλλα Βογιατζάκη), τα δύο στρατόπεδα μοιάζουν το ένα με αντανάκλαση του άλλου (το σκηνικό της Μυρτώς Λάμπρου με τις δυο παράλληλες καλύβες υλοποιεί αυτήν την ομοιότητα), ενώ οι πολέμαρχοι του ενός τρέφουν ανάμεικτα συναισθήματα προς τους πολέμαρχους του άλλου: ο Αγαμέμνονας παραθέτει γεύμα στον Αινεία, ο Έκτορας αγκαλιάζει τον έλληνα εξάδελφό του Αίαντα, ο Οδυσσέας γίνεται φίλος με τον Τρωίλο. Κατόπιν προσβάλλουν ο ένας τον άλλον με το γάντι, γεύονται το διφυές μιας επιθετικής μορφής στοργής (τις καλά αφομοιωμένες έννοιες της Φιλότητος και του Νείκους του Εμπεδοκλή) και καταλήγουν στον απόλυτο καννιβαλισμό.
Η παράσταση επιχειρεί μετάθεση της κεντρικής θεματικής του έργου σε ένα διαφορετικό αισθητικό σύμπαν, χωρίς ιστορικότητα, πράγμα που βεβαίως συνάδει με την απουσία ιστορικής συνείδησης των χαρακτήρων του Σαίξπηρ. Ωστόσο, το σκηνικό αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις προθέσεις και ο θεατής μένει με αναπάντητα ερωτήματα. Και η κινησιολογική παρέμβαση της Ζωής Χατζηαντωνίου, παρά την αρτιότητά της, δεν συμβάλλει ιδιαίτερα στην υπογράμμιση της κεντρικής ιδέας. Με αφορμή το στοιχείο απομυθοποίησης ηρώων και θεών, η κυρία Πανουργιά φιλοτεχνεί μιαν ενδιαφέρουσα παράσταση, αισθητικά αυτόνομη, που όμως απομακρύνεται από την αρχική σύλληψη του έργου.
Με αφορμή το στοιχείο απομυθοποίησης ηρώων και θεών, η κυρία Πανουργιά φιλοτεχνεί μιαν ενδιαφέρουσα παράσταση, αισθητικά αυτόνομη, που όμως απομακρύνεται από την αρχική σύλληψη του έργου.
Στην ελεύθερη απόδοση του Νίκου Χατζόπουλου οι εκτενείς, λυρικώτατοι μονόλογοι του Σαίξπηρ περιορίζονται, με αποτέλεσμα να απομένει η συμβολική διάσταση και να χάνεται η ποίηση. Στη σχηματικότητα της παράστασης συμβάλλουν και οι δραματουργικές παρεμβάσεις της Κατερίνας και της Παναγιώτας Κωνσταντινάκου. Ντύνοντας τους χαρακτήρες με κοστούμια (που παραπέμπουν σε ζωομορφικές φιγούρες του Ευριπίδη Λασκαρίδη) η Ιωάννα Τσάμη υπηρετεί σκηνογραφικά το αριστοφανικών καταβολών εικαστικό σύμπαν της κυρίας Πανουργιά, μιαν εξωτική no man’s land (κατά τη σκηνοθέτιδα εμπνευσμένη και από το ανθρωπολογικό δοκίμιο Θλιβεροί Τροπικοί του Κλοντ Λεβι-Στρος ), όπου θηριώδεις φιγούρες με υπερτονισμένους γλουτούς κινούνται, σαν σε λήθαργο, σε ένα απολύτως νοσηρό τοπίο τρώγοντας ηλιόσπορους και φτύνοντας τα τσόφλια, χαϊδεύοντας την ηβική χώρα και συμπεριφερόμενοι κτηνωδώς, τέλος συγχέοντας τη λαγνεία με την αρετή, σαν άνθρωποι-τέρατα που ενσαρκώνουν μια συβιλλική μελλοντολογική δυστοπία.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).