Τρεις παραστάσεις, τρία έργα αγγλοσαξονικού ρεπερτορίου ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας: «Χάρπερ Ρήγκαν» στο studio Μαυρομιχάλη, «Η Βασίλισσα της ομορφιάς» (κεντρική εικόνα) στο Σύγχρονο Θέατρο και «Τα πουλιά» στο θέατρο Vault.
Του Νίκου Ξένιου
Χάρπερ Ρήγκαν: ανησυχία για την αμοραλιστική Βρετανία του σήμερα
Ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» και το studio Μαυρομιχάλη παρουσιάζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το έργο του Σάιμον Στήβενς, «Χάρπερ Ρήγκαν» σε μετάφραση Έρις Κύργια και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή. Ο Σάιμον Στήβενς, σε συνέντευξή του, αποκάλυψε ότι το συγκεκριμένο έργο είναι απόρροια της μελέτης του των αρχαίων τραγικών, και συγκεκριμένα του Ευριπίδη.
Ο Φώτης Μακρής δημιουργεί μιαν αφαιρετική σκηνοθεσία, που εν πολλοίς βασίζεται και στις φωτιστικές συνθήκες που επιμελείται ο ίδιος και που «ανασυνθέτει» τα μέρη του σκηνικού σαν οριγκάμι.
Ένας μοναχικός χαρακτήρας διασχίζει τον κόσμο, βιώνοντας ένα γεγονός καθοριστικό για τον ψυχισμό του. Η θεϊκή βούληση, ή κάποιος παράγοντας εξωτερικός, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις επιλογές που θα κάνει. Αυτή είναι η περίπτωση της Χάρπερ Ρήγκαν. Στο Άξμπριτζ, μακρινό, δυτικό προάστειο του Λονδίνου, μια no man's land κοντά στο αεροδρόμιο του Χήθροου, ζει και εργάζεται σε κάποια εταιρεία η Χάρπερ Ρήγκαν, μια σαραντάχρονη υπάλληλος. Όταν μαθαίνει ότι ο πατέρας της -που ζει στο Στόκπορτ- είναι στα τελευταία του, ξεκινά μια διεργασία ανατροπής των δεδομένων της ζωής της, διεργασία που κινείται από το απροσμέτρητο πένθος που την κατακλύζει: ουσιαστικά όλοι την εκμεταλλεύονται. Η κατηγορία που βαρύνει τον σύζυγό της για πιθανή παιδοφιλία και η «αθώωσή» του δεν πείθουν ούτε την ηρωίδα ούτε τον θεατή. Ο θεατής αισθάνεται πως η ηρωίδα έχει προ πολλού απολέσει αυτά που καλείται τώρα να διακινδυνεύσει. Η στάση της Χάρπερ Ρήγκαν είναι σαρκαστική και ταυτόχρονα τρυφερή, ανάλογα με την περίσταση. Απέναντι στη μητέρα της (κατά τη γνώμη μου ανεπαρκής στον ρόλο αυτόν η Στέλλα Παπαδημητρίου) τρέφει έναν αθεράπευτο, παγερό θυμό, ενώ απέναντι στον άνεργο, αποτυχημένο σύζυγό της (Πολύ καλός ο Λάμπρος Γιώτης στον ρόλο του συζύγου) τρέφει μιαν απελπισμένη αγάπη. Τα μοτίβα που κυριαρχούν είναι: η απόπειρα περιπλάνησης και συναισθηματικής δραπέτευσης. Μεγάλη έμφαση στο συναίσθημα της ενοχής και του φόβου μιας μεταχριστιανικής κοινωνίας, όπως ανακλάται στην οδύσσεια της ηρωίδας, στη συνεχή της μετακίνηση από το Άξμπριτζ στο Στόκπορτ, στην ανατροπή της ζωής της που μεθοδεύει. Η Στέλλα Κρούσκα ερμηνεύει σε χαμηλούς, εσωτερικούς τόνους τον δύσκολο αυτόν ρόλο, που οδηγεί στη συνάντηση της ηρωίδας με μια πολύ πιο ειλικρινή, γνήσια εκδοχή του εαυτού της.
Καθώς ο Φοίβος Σαμαρτζής κινείται με εντυπωσιακή άνεση επί σκηνής και καθώς στελεχώνει επάξια μια παράσταση τέτοιων απαιτήσεων, ήδη από την πρωτόλεια δουλειά του στο επαγγελματικό θέατρο, προοιωνίζεται την εξέλιξή του σε πολλά υποσχόμενο ηθοποιό.
Μια σκοτεινή, ακατανόητη πτυχή του ψυχισμού της Χάρπερ Ρήγκαν την οδηγεί σε συναντήσεις με μοναχικούς, προβληματικούς άνδρες, στη νευρωτική διαπραγμάτευση του σεξ σ’ένα ξενοδοχείο του Μάντσεστερ με κάποιον άγνωστο μεσήλικα που γνωρίζει από ένα διαδικτυακό site γνωριμιών. Περίπλοκη, σοκαριστική είναι η αντίδρασή της απέναντι στον κοκάκια αντισημίτη επαρχιώτη δημοσιογράφο που συναντά σε μια τυπική pub στις 11 το πρωί, και στον οποίο επιτίθεται βίαια. Ο Φοίβος Σαμαρτζής μπορεί να υπερβάλλει στην υπόδυση του ρόλου του αντισημίτη, φαλλοκράτη δημοσιογράφου, όμως είναι συγκλονιστικός στην υπόδυση του ρόλου του ευαίσθητου νεαρού που συναντιέται με την Χάρπερ Ρήγκαν στη γέφυρα. Καθώς ο Φοίβος Σαμαρτζής κινείται με εντυπωσιακή άνεση επί σκηνής και καθώς στελεχώνει επάξια μια παράσταση τέτοιων απαιτήσεων, ήδη από την πρωτόλεια δουλειά του στο επαγγελματικό θέατρο, προοιωνίζεται την εξέλιξή του σε πολλά υποσχόμενο ηθοποιό.
«Χάρπερ Ρήγκαν», Σάιμον Στήβενς σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή. |
Ο εμμονικός, κυνικός και απόλυτα εγωκεντρικός εργοδότης της (ο Φώτης Μακρής απόλυτα πειστικός στην υπόδυση του ρόλου) αρνείται να της δώσει άδεια για να επισκεφθεί τον πατέρα της, ενώ στο λογύδριό του συνοψίζει όλη τη λογική του όψιμου καπιταλισμού. Για να παραβεί την απόφαση του αφεντικού της, η Χάρπερ Ρήγκαν πρέπει να ρισκάρει τη δουλειά της, την επιβίωση της οικογένειάς της και τη χρηματοδότηση των σπουδών της κόρης της. Στον ρόλο της κόρης, η Βάσω Παύλου εντυπωσιάζει με την αμεσότητα, τη ζωντάνια και τη φυσικότητά της. Ενδιαφέρουσα η υπόδυση του ρόλου της νοσοκόμας που πληροφορεί την ηρωίδα ότι δεν πρόλαβε τον πατέρα της ζωντανό: το milieu του νοσοκομείου αποδίδεται με το κάθισμα του θαλάμου αναμονής και το υπαρξιακό κενό με την υπερβολική αντίδραση της νοσοκόμας.
Ο Φώτης Μακρής δημιουργεί μιαν αφαιρετική σκηνοθεσία, που εν πολλοίς βασίζεται και στις φωτιστικές συνθήκες που επιμελείται ο ίδιος και που «ανασυνθέτει» τα μέρη του σκηνικού σαν οριγκάμι. Ο Νείλος Καραγιάννης συνθέτει μουσικά κομμάτια και, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, επενδύει την παράσταση με ένα συναρπαστικό ηχητικό τοπίο. Όσο για τα σκηνικά και κοστούμια, η Μάγδα Καλορίτη ακολουθεί ξεκάθαρα μινιμαλιστική οπτική, που ταιριάζει με την υπαρξιακή μόνωση της κεντρικής ηρωίδας.
«H Βασίλισσα της ομορφιάς»: ανησυχία για την επιβίωση του συναισθήματος
Στο Σύγχρονο Θέατρο είδαμε το παρθενικό έργο του ιρλανδού συγγραφέα Μάρτιν Μακ Ντόνα, τη «Βασίλισσα της ομορφιάς» («Beauty Queen of Leenane»), πρώτο μέρος της «Τριλογίας της Κοννεμάρα», στην εξαιρετική σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Πρόκειται για τραγωδία δωματίου-συγκεκριμένα, το σκηνικό είναι καθιστικό και κουζίνα με σόμπα ενός τυπικού ιρλανδέζικου σπιτιού της εξοχής στη δεκαετία του ‘90.
(...) η κυρία Σκότη κάνει, για μιαν ακόμη φορά, αισθητή την παρουσία της στο ελληνικό θεατρικό γίγνεσθαι, δίνοντας μια πινελιά ποιότητας και καλά ελεγχόμενου ψυχολογικού ρεαλισμού σε ένα έργο που από μόνο του συναγωνίζεται σε αρτιότητα δομής όλα τα έργα του Τένεσι Ουίλιαμς.
Η απίστευτα κακότροπη και κακομαθημένη μητέρα Μαγκ ζει εκεί με την σαραντάχρονη κόρη της Μωρήν, μια γεροντοκόρη που υποφέρει από αυτήν τη δέσμευση, όμως στο ιστορικό της έχει μια διάγνωση νευρικής κατάπτωσης. Στο χωριό επιστρέφει ο συνομήλικός της Ντούλυ, που συνεχίζει να την πολιορκεί και να την επιθυμεί μετά από είκοσι χρόνια. Δεν πρόκειται για άγνωστο μοτίβο, όμως η πρωτοτυπία του κειμένου συνίσταται στη διαδοχή των αποκαλύψεων που περιλαμβάνει, στις συνεχείς ανατροπές, στην πρόκληση του συναισθήματος του θεατή με προκλητικές ατάκες και με ωμό λεξιλόγιο. Ο Μακ Ντόνα υπερτονίζει την απομόνωση, κοινωνική και πολιτική, της Ιρλανδίας, καθώς και την προοπτική «διαφυγής» που διανοίγεται προς τον αγγλοσαξονικό «προηγμένο» κόσμο. Η ηρωίδα Μωρήν φαίνεται να αντιστέκεται σε αυτήν τη «μετάβαση», γεγονός που δεν είναι άσχετο με την ψυχολογική της κατάσταση. Το κεντρικό γεγονός, όμως, είναι η απίστευτη παγίδευσή της από την ίδια της τη μητέρα και ο πολυπιεσμένος ψυχισμός της, που εκτρέπεται στην ψευδαίσθηση και προσδίδει ιδιαίτερα τραγικές διαστάσεις στην έκβαση του έργου.
Η Σοφία Σεϊρλή ενσαρκώνει την αντιπαθή φιγούρα της Μαγκ με αξιολάτρευτη αμεσότητα και με ελεγχόμενο συναίσθημα, (...)
Η Αγορίτσα Οικονόμου υποδύεται συγκλονιστικά τον δύσκολο αυτόν ρόλο, υπερτονίζοντας την αδυνατότητα διαφυγής της από την κατάσταση ψυχικής και πραγματικής ομηρείας στην οποία έχει περιέλθει. Η κακοποίησή της από τη μητέρα της στοιχειοθετείται απόλυτα από το κείμενο, που είναι τόσο καλομεταφρασμένο όσο και «κατανεμημένο» στις ατάκες των ηθοποιών από την άξια σκηνοθέτη. Επίσης, υποστηρίζεται επάξια από τη διαχείριση που η καλή ηθοποιός κάνει όλων των εκφραστικών της μέσων.
«H Βασίλισσα της ομορφιάς», Μάρτιν Μακ Ντόνα, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. |
Η Σοφία Σεϊρλή ενσαρκώνει την αντιπαθή φιγούρα της Μαγκ με αξιολάτρευτη αμεσότητα και με ελεγχόμενο συναίσθημα, χωρίς να εκπίπτει σε στερεοτυπίες που θα διευκόλυναν την ερμηνεία της: ο θεατής πείθεται απολύτως ότι ο χαρακτήρας της Μαγκ είναι άρτιος, απτός, ένας next door character, που έχει όλη τη χαιρεκακία του εγωκεντρικού υπερήλικα που φθονεί την ευτυχία του παιδιού του και με συνεχείς χειρισμούς και ποδηγέτηση διασφαλίζει την προσωπική του καλοπέραση.
Εντυπωσιακά ευαίσθητη η ερμηνεία του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου στο ρόλο του Πάτο, έναν ρόλο που συνοψίζει αυτό που για τους ξενιτεμένους Ιρλανδούς είναι η Ιρλανδία: συμμετρικός, στον αντίποδά του, είναι ο ρόλος του αδελφού του Ρέη, που τον υποδύεται με χιούμορ και αμεσότητα ο Γιώργος Κατσής.
Το ατελέσφορον της δραπέτευσης από την αλλοτριωτική ιρλανδικη επαρχία, ο φθόνος και η μικρότητα των στερημένων ανθρώπων, η απομόνωση και η ανεκμετάλλευτη ευκαιρία, η διαιώνιση των ρόλων της πυρηνικής ή της ελλειπτικής οικογένειας και η κατάρα των σχέσεων αλληλεξάρτησης. Πάνω απ’όλα, όμως, η εκτροπή του θύματος στην ψυχασθένεια, όπως απορρέει από την ταύτιση με τον θύτη: η κυρία Σκότη κάνει, για μιαν ακόμη φορά, αισθητή την παρουσία της στο ελληνικό θεατρικό γίγνεσθαι, δίνοντας μια πινελιά ποιότητας και καλά ελεγχόμενου ψυχολογικού ρεαλισμού σε ένα έργο που από μόνο του συναγωνίζεται σε αρτιότητα δομής όλα τα έργα του Τένεση Ουίλιαμς. Μια παράσταση που κανείς δεν πρέπει να χάσει».
Tα πουλιά, της Δάφνης Ντι Μωριέ: ανησυχία για το τέλος του κόσμου
Στο θέατρο Vault είδα την παράσταση «Τα πουλιά» του Κόνορ Μακ Φέρσον σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Παπαδόπουλου. «Τα Πουλιά» είναι μια ατμοσφαιρική θεατρική διασκευή του διηγήματος της Δάφνης Ντι Μωριέ όπου βασίστηκε και η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Χίτσκοκ . Πρόκειται για θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, παράλληλα δε είναι μια καθαρή αλληγορία, που γεννήθηκε από την ανασφάλεια κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Κορνουάλης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα «Πουλιά» είναι μια φιλοσοφική ενασχόληση με την απόγνωση και το αίσθημα έκθεσης στους κινδύνους αφανισμού του ανθρώπινου πολιτισμού, ενώ εμπλέκουν σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης και οικολογικούς προβληματισμούς σχετικούς με την αλαζονεία του είδους μας.
Το 1952 η συγγραφέας υπονομεύει, με το διήγημά της αυτό, την ψευδεπίγραφη «ασφάλεια» του δυτικού ανθρώπου, ενώ δυναμιτίζει την αυταρέσκειά του και την εναπόθεση των ελπίδων του στην επιστήμη.
Ποια είναι η απτή διάσταση του υπαρξιακού φόβου; Πότε ο φόβος γίνεται πανικός; Είναι η πολιτισμένη, σύγχρονη κοινωνία καλά οχυρωμένη απέναντι σε πιθανές εξωτερικές «εισβολές»; Και τι ακριβώς είναι αυτά τα απειλητικά όρνεα/άγγελοι θανάτου που φτεροκοπούν έξω από τις στέγες μας περιμένοντας να μας κατασπαράξουν; Τι ακριβώς εκπροσωπούν τα φονικά πουλιά που εμφανίζονται με την άμπωτη και φεύγουν με την πλημμυρίδα, που ερημώνουν τις κατοικημένες από ανθρώπους περιοχές και κατόπιν διεισδύουν και γεννούν αυγά στη σοφίτα μας; Το 1952 η συγγραφέας υπονομεύει, με το διήγημά της αυτό, την ψευδεπίγραφη «ασφάλεια» του δυτικού ανθρώπου, ενώ δυναμιτίζει την αυταρέσκειά του και την εναπόθεση των ελπίδων του στην επιστήμη.
«Τα πουλιά», του Conor McPherson, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Παπαδόπουλου. |
Στον ρόλο του Νατ, που το εμπύρετο παραλήρημά του ανακαλεί μια ζωή αποτυχημένη, ο Στέλιος Ψαρουδάκης δίνει τον καλύτερο εαυτό του. Στον ρόλο της συγγραφέως Νταϊάν η Άννα Θεοδωρίδου στέκει στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ισορροπημένη γυναίκα (που επιβιώνει ακούγοντας με παράσιτα τις ειδήσεις από τον έξω κόσμο) και στη φθονερή, εκδικητική παρουσία που διαβάλλει, υπονομεύει, διατηρεί κρυπτικούς μηχανισμούς και καταγράφει στο λογοτεχνικό της ημερολόγιο όλες τις μύχιες προθέσεις και εκτιμήσεις της. Στον ρόλο της Τζούλια η Ειρήνη Αρβανίτη γεμίζει τη σκηνή με τη δροσερή της παρουσία, ενώ ο Έκτορας Γασπαράτος δίνει μια κάπως θολή ερμηνεία αυτού του μυστηριώδους γείτονα-παράγοντα ανατροπής της πλοκής. Η Τζούλια κομίζει νέα από τον «έξω» κόσμο, όμως το «οχυρό» αυτού του εγκαταλελειμμένου σπιτιού απειλείται από αυτήν, καθώς η έλευσή της, ο ερωτικός της συσχετισμός με τον Νατ και η εγκυμοσύνη της απειλούν την οριοθετημένη, ασφαλή επιβίωση των υπολοίπων.
Το παραμυθικό στοιχείο και ο συμβολισμός του «κλωβού» όπου σφραγίζεται η ανθρώπινη επικοινωνία αποκτώντας δυστοπικές διαστάσεις αλληλοκαταστροφής εντάσσονται ωραιότατα στο κλειστοφοβικό σκηνικό της παράστασης.
Ο εγκλωβισμός των χαρακτήρων σε έναν ερμητικά σφραγισμένο- και συχνά σκοτεινό- χώρο έρχεται απόλυτα να εναρμονιστεί με τις συνθήκες και τις παρενέργειες του lockdown της εποχής του κορωνοϊού, παρά το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης μελετούσε την παράσταση αυτήν πολύ προτού εκδηλωθεί η πανδημία. Το παραμυθικό στοιχείο και ο συμβολισμός του «κλωβού» όπου σφραγίζεται η ανθρώπινη επικοινωνία αποκτώντας δυστοπικές διαστάσεις αλληλοκαταστροφής εντάσσονται ωραιότατα στο κλειστοφοβικό σκηνικό της παράστασης. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου είναι απόλυτα λειτουργική, όμως κατά τόπους θα χρειαζόταν μια θεματική «γέφυρα» που να συνδέει τις σκηνές που παραλείφθηκαν. Το μουσικό τοπίο του Μάνου Αντωνιάδη είναι αποκαλυπτικό (θα μπορούσε κανείς να πει: «μετα-αποκαλυπτικό») και επενδύει τόσο άρτια την παράσταση που δύσκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα έλειπε έστω και ένα μέρος του: η παράσταση χρωστά στη μουσική του κύριου Αντωνιάδη μεγάλο μέρος της επιτυχίας της.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).