Έξι παραστάσεις χορού ξεχώρισαν τον πρώτο μήνα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2021. Φωτογραφία από την παράσταση «Lamenta / Μοιρολόγια» © Κική Παπαδοπούλου.
Του Νίκου Ξένιου
Ενδιαφέρουσες χορογραφικές προτάσεις όλο τον Ιούνιο στο Φεστιβάλ Αθηνών, με μιαν ευαισθησία που συχνά την αποδίδω στη γυναικεία οπτική γωνία. Στροφή σε αναπαραστατικές χορογραφίες και σε συμβολικές παραδηλώσεις. Εναλλαγή φωτός-σκιάς και κάθετη εφόρμηση στον χρόνο, με ανάλυση των κινήσεων σε σχολαστικά υπογραμμισμένα στιγμιότυπα. Τα επίπεδα κίνησης εναλλάσσονται, τον τροχό (ομάδα «κι όμΩς κινείται») διαδέχεται το τραμπολίνο (Σοφία Μαυραγάνη) και κάποια στερεότυπα αναπαράγονται (Άντι Τζούμα), χωρίς αυτό να επισκιάζει τις φετινές επιλογές του φεστιβάλ. Και η δημοτική μας παράδοση έρχεται να χορογραφηθεί με την εμπειρία του σύγχρονου χορού (Siamese Cie): ο σύγχρονος χορός γίνεται το σημείο αναφοράς όλων των επιμέρους χορευτικών εμπειριών, ιδίως των πειραματικών (Ίρις Καραγιάν), αλλά και της χιπ-χοπ (Kader Attou).
Κρατώντας αποστάσεις από τις καθηλώσεις προηγούμενων χρόνων, οι δημιουργοί που παρήλασαν στη σκηνή της Πειραιώς 260 ανατέμνουν την πραγματικότητα, ξεκάθαρα επηρεασμένοι από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις της τελευταίας νεκρής περιόδου. Πολλές παραστάσεις έρχονται να πάρουν την ανακουφιστική τους θέση επί σκηνής και να ανανεώσουν τη διάδρασή τους με το πραγματικό κοινό. Ο χορός είναι πάλι μαζί μας, και μόνο χαρά μπορεί κανείς να εκφράσει γι’ αυτό. Από τις έξι παραστάσεις (τρεις ξένες παραγωγές και τρεις ελληνικές) που είχα την ευτυχία να παρακολουθήσω μέχρι στιγμής στο φετινό φεστιβάλ, αναμφισβήτητη ήταν η υπεροχή της παράστασης “ANNNA³. The Worlds of Infinite Shifts” [«Οι κόσμοι των αέναων μετατοπίσεων»] της Alexandra Waierstall.
Alexandra Waierstall
ANNNA³. The Worlds of Infinite Shifts
Οι κόσμοι των αέναων μετατοπίσεων
Τα κορμιά τριών γυναικών εφάπτονται και αποχωρίζονται το ένα τ’ άλλο, καλύπτουν με τη ροϊκότητα των κινήσεών τους τη σκηνή, φωτίζονται και χάνονται στο σκοτάδι. Με καλυμμένα τα πρόσωπά τους (γκρι-μπλε τουνίκ, αθλητικά παπούτσια, μαύρη μάσκα κεφαλής) και, αμέσως μετά, αποκαλύπτοντας τη λευκότητά τους σε ένα εκρηκτικό γυμνό υπό όλες τις πιθανές φωτιστικές συνθήκες, παραδομένες σε λαμπρή ακινησία ή επιθετικές σε ταχεία κίνηση, οι τρεις γυναικείες φιγούρες (της Ιωάννας Παρασκευοπούλου, της Karolina Szymura και της Ying Yun Chen) φιλοτεχνούν «τοπία» χρονικότητας, χτίζοντας μιαν αρχαιολογία της φυσικής τους ύπαρξης και θεμελιώνοντας τη σαρκικότητα-υλικότητά τους.
Το κοινό καλείται να «απορροφηθεί» από το κιαροσκούρο της σκηνής και από τα αποσιωπημένα μέρη της μουσικής και της κίνησης. Η ζωντανή performance εδώ δεν υπονομεύεται από την τεχνολογία, ούτε ο φυσικός χώρος και το πάτωμα υποκαθίστανται από κάποιου είδους διαμεσολάβηση. Η χορογραφική επανεύρεση της φυσικότητας έρχεται ως αντίποδας σε μια παλαιότερη μελέτη της χορογράφου, που είχε αναζητήσει κιναισθητικές εκδοχές με την κάμερα: ήδη στην παράσταση «Ζήτημα ηλικιών» η χορογράφος είχε διερευνήσει τη σωματικότητα και τους τρόπους υπόσκαψής της, την παρουσία του ανθρώπου μέσα στο αστικό σκηνικό, το «λιώσιμο» του σώματος σε χρυσό φως και την «επαναδημιουργία» του μέσα από το σκοτάδι. Η παράστασή της «Μια γραμμή, μια ματιά και ο ορίζοντας» (Αριάνα Μαρκουλίδη, Ράνια Γλυμίτσα και Σάββας Μπαλτζής) είχε αποθεωθεί στην Κύπρο, το 2020, όταν η απειλή της επιδημίας είχε αρχίσει να επικρατεί στον ψυχισμό του κοινού. Η δουλειά της Βάγιερσταλ χαρακτηρίζεται από μινιμαλισμό και πρόταξη της αυτοδυναμίας των χορευτών. Με απρόσμενες στροφές και σπειροειδή συνέχεια στην κίνηση, αυτονόμηση του σβέρκου, των δακτύλων, του αγκώνα και των γονάτων, με ευθύ βλέμμα που απευθύνεται στο κοινό και με λελογισμένη χρήση υφασμάτων προκύπτουν νέα σχήματα στον χώρο, διακοπές και ασυνέχειες, ένταση και δραματικότητα. Έξοχη η απόδοση του στιγμιαίου δισταγμού, εξαιρετική η απόδοση της «συσπείρωσης» ή αναδίπλωσης στον εαυτό, έκδηλη η εσωστρέφεια που διαπνέει το κάθε βήμα της χορογραφίας.
Η Αλεξάνδρα Βάγιερσταλ εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία το 1998 για σπουδές στο European Dance Development Centre του Άρνεμ. Το 1999 πήρε υποτροφία για το Ντίσελντορφ, όπου και ολοκλήρωσε το μάστερ της στη χορογραφία το 2006.
Koen Augustijnen & Rosalba Torres Guerrero / Siamese Cie
Lamenta / Μοιρολόγια
Όλοι έχουμε ακούσει την αντιφωνική απάντηση ενός χορού από μοιρολογίστρες στην Κορυφαία: το μοιρολόι, ως ιεροτελεστία του πένθους, ως θεραπευτικό είδος μουσικής και τραγουδιού, ως πολυφωνική αρμονική μελωδία συμμετοχής της κοινότητας στη διαδικασία του θρήνου είναι το θέμα της παράστασης «Lamenta / Μοιρολόγια» του Koen Augustijnen και της Rosalba Torres Guerrero (Siamese Cie), μια τελετουργία ομαδικότητας, λυρισμού και δωρικής αρρενωπότητας που στις κινησιολογικές της επιλογές εντάσσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, και σούστες, βαθιά καθίσματα, ανεβοκατεβάσματα και παλαμάκια από το φλαμένκο, τον πυρρίχειο, τους ποντιακούς χορούς και το ρεμπέτικο. Η λαβή των ανδρών είναι από τις παλάμες με τα χέρια ελεύθερα αφημένα κάτω και μόνον το αριστερό χέρι του πρώτου και το δεξί του δεύτερου είναι σηκωμένα επάνω. Γρήγορο ή «μπατζίτικο» και πονεμένο, το παίξιμο των μουσικών πλαισιώνει το ψυχικό τοπίο αυτών των χαρακτηριστικών τραγουδιών.
Η Δρόπολη (αλβανικά: Dropull «Ντροπούλ») είναι περιοχή της Βόρειας Ηπείρου, στην Αλβανία. Συγκεκριμένα, η περιοχή εκτείνεται από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο ύψος της Κακαβιάς ως τα νότια της πόλης του Αργυροκάστρου, κατά μήκος της κεντρικής οδού και θεωρείται η πνευματική πρωτεύουσα των Ελλήνων της Αλβανίας. Γήινος και ταυτόχρονα υπερβατικός, ο συρτός «στα δύο», ο Πωγωνίσιος ρυθμός του αποχωρισμού και ένα σωρό άλλες εκδοχές ηπειρώτικου μοιρολογιού μεταστοιχειώνονται στην παράσταση σε μια νέα προτεινόμενη φόρμα. Η «Μαριόλα», για παράδειγμα, είναι παραδοσιακό μοιρολόι που παίζεται στην αρχή των πανηγυριών:
«Ωρέ σήκω, Μαριόλα η μαύρη ν'από τη γη, ωρέ κι από το μαύρο χώμα, ψυχή, καρδούλα μου. Ωρέ με τι ποδάρια η μαύρη να σκωθώ, ωρέ και χέρια ν'ακουμπήσω, ψυχή Μαριόλα μου. Ωρέ κάνε τα νύχια σου τσαπιά, ωρέ τις απαλάμες φτυάρια, ψυχή, καρδούλα μου. Ωρέ ρίξε το χώμα από μεριά, ωρέ την πλάκα `πο την άλλη, ψυχή, Μαριόλα μου. Ωρέ το μνήμα μ’ εχορτάριασε, ωρέ κι έλα να βοτανίσεις, ψυχή, Μαριόλα μου. Ωρέ να χύσεις μαύρα δάκρυα, ωρέ κι ίσως και μ’ αναστήσεις».
Αλλά και το «Εψές προχθές τον είδαμε», και τραγούδια της ξενιτιάς («Αλησμονώ και χαίρομαι»), και μοιρολόγια για αγαπημένους νεκρούς («Λεμονανθούς σε στόλισα») και λυρικά τραγούδια μιας αγάπης που δεν τελεσφόρησε («Τι κακό έκανα ο καημένος»), ή και ιστορικά τραγούδια για τον αποχωρισμό («Δροπολίτισσα»), για κάποιον ξενιτεμένο ή για ένα κορίτσι που παντρεύεται. Μαζί με τον κλαρινετίστα Νίκο Φιλιππίδη και την ορχήστρα του, τον Αλέξανδρο Ρεζόπουλο, μουσικούς σύγχρονης μουσικής, έλληνες μουσικούς της έθνικ τζαζ, καθώς και τον βιρτουόζο του φλάουτου και συνθέτη Magic Malik, οι δύο Βέλγοι δημιουργοί, με τη δραματουργική παρέμβαση του Guy Cools και της Τζωρτζίνας Κακουδάκη, έχτισαν μια παράσταση που αποπειράται να μεταστοιχειώσει σε κινητικές ποιότητες το πένθος του αποχωρισμού, την απώλεια και το κλάμα.
Η Ξανθούλα Ντακοβάνου υπήρξε καθοριστική για την πλαισίωση της μουσικής. Ό,τι έχει να κάνει με το τι είναι μοιρολόι, τι τραγουδιέται, τι είναι συλλογικό, τι είναι ατομικό, τι είναι αυτοσχεδιαστικό και τι ήδη γνωστό ή γραμμένο, το μετέφερε η Ξανθούλα στους δύο Βέλγους δημιουργούς, όπως επισημαίνει ο βασικός συντελεστής της παράστασης Ταξιάρχης Βασιλάκος. Έτσι, λοιπόν, οι δύο χορογράφοι έφτιαξαν μια «παλέτα» των θεματικών που θα συμπεριλάμβαναν στο έργο τους, και κάθε φορά πρότειναν νέα θεματική, ζητώντας από τους εννέα χορευτές να αντιδράσουν αυτοσχεδιάζοντας ή γράφοντας μια χορευτική φράση. Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου ήταν μια από τις θεματικές που έψαξαν. Η δραματουργία φυσικά ήταν δική τους επιλογή και κρατά τα εύσημα της παράστασης.
Κader Αttou
The Roots – Transmission / Οι ρίζες – Μετάδοση
Από τον κόσμο της χιπ χοπ κουλτούρας (ενός χορευτικού είδους που καταλέγεται στα cross-genre είδη, γιατί συνδυάζει το breakdance, το popping και το locking, hip hop και, ήδη από το 1989, τα συνδέει υφολογικά με τον σύγχρονο χορό), του τσίρκου και του street dance, η παράσταση «The Roots – Transmission / Οι ρίζες – Μετάδοση» του Kader Attou και της ομάδας του «Accrorap», έρχεται στην ελληνική φεστιβαλική σκηνή απευθείας από το La Rochelle και το εθνικό θέατρο Chaillot της Γαλλίας: προσωπικές μνήμες του χορογράφου που ανάγονται στην παιδική του ηλικία, προβληματισμοί πάνω στη σύγχρονη χορογραφία, επιρροές από άλλες, γειτονικές κουλτούρες, ακόμη και μνήμες από τον Buster Keaton και τον Harold Lloyd, αυτά μεταξύ άλλων, συνθέτουν μια παράσταση που στο Φεστιβάλ Καλαμάτας ήδη άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Ενδιαφέρουσες είναι οι χορογραφικές παρεμβάσεις του Mourad Merzouki, καλλιτεχνικού διευθυντή του CCN στο Créteil. Ένα τραπέζι, μια παλιά πολυθρόνα, ένα πικ-απ της δεκαετίας του ’60 και ένας δίσκος βινυλίου που γραντζουνάει μπροστά σε ποιητικά γκράφιτι της Ludmila Volf είναι το σκηνικό, ενώ η μουσική είναι Μπραμς, Κολέτ Μανί, ποπ και électro. Υψηλή τεχνική πατώματος (floor work) και απόλυτος συντονισμός της ομάδας, υψηλή ποιητικότητα και αξιόλογη τεχνική στα ντουέτα και στα σόλο. Ξεχώρισα την γεωργιανής καταγωγής χορεύτρια Nina-Noutsa Poulouzasvili για την έντονη παρουσία και ερμηνεία της.
IMA – Άντι Τζούμα
Οικοδομή
Ορμώμενος και αυτός από την κινησιολογία του χιπ χοπ, ο Άντι Τζούμα (Andi Xhuma, απόφοιτος της Κ.Σ.Ο.Τ. με πλούσια δραστηριότητα στο video dance, κινηματογραφιστής και περφόρμερ/xορευτής του Lloyd Newson, DV8 Physical Theatre) ανεβάζει τέσσερεις χορευτές και δυο μουσικούς σε ένα σκηνικό οικοδομής, με «το γιαπί, το πηλοφόρι και το μυστρί» να κυριαρχούν στο εικαστικό σύμπαν της ομώνυμης παράστασης. Η «Οικοδομή» παρουσιάζει λαϊκούς τύπους, εργάτες ή πρόσφυγες, λούμπεν προλεταριάτο την ώρα της δουλειάς. Με ηχητικό καμβά στο ρεμπέτικο τραγούδι, ο στόχος της καλοστημένης αυτής παράστασης μοιάζει να είναι η απομυθοποίηση κάποιων στερεοτύπων ανδρισμού, όμως ο δημιουργός, δυστυχώς υιοθετεί απολύτως τα πεπατημένα σχήματα ανδρικής ομοκοινωνικότητας και τελικά τα υπογραμμίζει και τα ανάγει σε αισθητικό κανόνα και gay κλισέ.
κι όμΩς κινείται
9.25
Έξι χορευτές βρίσκονται «εντός και εκτός» δύο ασύμμετρων τροχών που κινούνται επί σκηνής. Όπως όταν μια αμαξοστοιχία ξεκινά την πορεία της, σηματοδοτώντας την έναρξη χρονομέτρησης, η παράσταση των «κι όμΩς κινείται» εντάσσει αποσπάσματα ποιητικού λόγου (π.χ. μια φράση από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου) ή δοκιμιακού λόγου σε μια προσπάθεια αποδόμησης της έννοιας της χρονικότητας. Οι δύο εντυπωσιακοί τροχοί θυμίζουν, στην αρχιτεκτονική τους δομή, παλιό παιδικό ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες. Ένας χρόνος που κυλά ρυθμικά ή άτακτα, με σημεία «καμπής» τις σπουδαίες γιορτές (π.χ. την Πρωτοχρονιά), άνθρωποι που προσπαθούν να συνάψουν σχέσεις: αυτό είναι το κύριο σημείο μελέτης της χορογραφίας «9.25».
Τη χορογραφία –η διάρκεια της οποίας είναι εξαντλητική, τόσο για τους χορευτές, όσο και για το κοινό– συνυπογράφουν οι: Χριστίνα Σουγιουλτζή, Camilo Bentancor και Ερμής Μαλκότσης. Η μουσική σύνθεση είναι του Κλέωνα Αντωνίου, με τη σύμπραξη των Peter Jacques και Γιώργου Αμέντα. Τα κοστούμια, στα οποία συμμετέχει και η ομάδα, είναι της Φανής Μουζάκη. Οι φωτισμοί και το βίντεο είναι της Μαρίας Αθανασοπούλου. Ερμηνεύουν οι: Νώντας Δαμόπουλος, Αντιγόνη Λινάρδου, Νίκος Μάνεσης, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Camilo Bentancor και Δημήτρης Καπουράνης.
Ίρις Καραγιάν
A dance as a dance
Το ατομικό βίωμα της χορευτικής εμπειρίας και η εντυπωσιακή αλλαγή που λαμβάνει χώρα στις αισθήσεις μας τη στιγμή όπου το σώμα κινείται χορευτικά: έτσι θα συνοψιζόταν η προβληματική της Ίριδας Καραγιάν. Το κορμί των τεσσάρων κοριτσιών ενσωματώνει τη χορευτική εμπειρία με συνεχή επανάληψη και επανατοποθετείται ως προς τον χρόνο και τον χώρο. Τέσσερεις επιφάνειες εξατομίκευσης της επαναληπτικής κίνησης, που μπορεί και να φιλοξενούν έναν επαναπροσδιορισμό της ή μιαν απόπειρα υπέρβασης των συμβατικών της ορίων. Η κραυγή σε τέσσερεις διαφορετικές νότες υπογραμμίζει τη διαφοροποίηση αυτήν. Η χορογράφος μελετά το κινητικό «λεξιλόγιο» που εκπηγάζει από πολλές κουλτούρες, αναζητώντας τον κοινό παρονομαστή και ελαχιστοποιώντας την παράμετρο θέαμα: με αφόρμηση την αργή κίνηση, μια «ακολουθία» πανομοιότυπων αλμάτων γίνεται όλο και πιο οικεία και αναγνωρίσιμη στον θεατή, ώστε σταδιακά γίνεται κτήμα του κοινού και «σπάει» σε μικροδιαστήματα, με επιβραδύνσεις κι επιταχύνσεις, τον σύνολο χρόνο διάρκειας της παράστασης. Την παράσταση συνοδεύει προβολή βίντεο των Ιωάννας Παρασκευοπούλου, Μάρθας Πασακοπούλου, Νεφέλης Αστερίου και Μαρίας Βούρου, σε επιμέλεια Όλγας Σφέτσα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).